«Η επόμενη κυβέρνηση θα επιλεγεί από τον ελληνικό λαό, στη βάση των διαχωριστικών γραμμών που έχουν τεθεί. Από τη μια μεριά μια πολιτική δύναμη όπως η ΝΔ, η οποία έχει ως κεντρικό πολιτικό στόχο τη συντριβή της εργασίας και την εφαρμογή μιας επιθετικής και σκληρότατης πολιτικής λιτότητας, και από την άλλη μια πολιτική δίκαιης ανάπτυξης με επίκεντρο την εργασία, και με βασικό στόχο την για πρώτη φορά συγκρότηση ενός νέου κοινωνικού κράτους και ενός νέου παραγωγικού μοντέλου. Από αυτή τη σύγκρουση θα κριθούν οι εκλογές», ανέφερε απαντώντας σε ερωτήσεις ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, κατά την σημερινή ενημέρωση των πολιτικών συντακτών.
Κληθείς να σχολιάσει απόψεις όπως αυτές που εξέφρασε ο Σταύρος Κοντονής κατά τη διάρκεια της χθεσινής συζήτησης στη Βουλή, για το σχέδιο Συνταγματικής Αναθεώρησης, σχετικά με τις αρμοδιότητες της προτείνουσας και της αναθεωρητικής, ο κ. Τζανακόπουλος είπε πως υπάρχουν νομικές απόψεις, μπορούν να εκφράζονται ελεύθερα στον δημόσιο διάλογο και ο κ. Κοντονής ως νομικός δικαιούται να έχει την άποψή του. Και προσέθεσε πως η άποψη της πλειοψηφίας των δικαστικών αποφάσεων και η άποψη του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου είναι πως η προτείνουσα Βουλή μπορεί να δεσμεύσει ως προς την κατεύθυνσή της Συνταγματικής αναθεώρησης την επόμενη Βουλή.
«Για να αλλάξει ο καταστατικός χάρτης, το πνεύμα του Συντάγματος απαιτεί μια ευρύτερη διακομματική και διαχρονική συναίνεση. Δεν μπορεί λοιπόν κάποιος να στηρίζεται στα παιχνίδια πόκερ τα οποία εισηγείται η αξιωματική αντιπολίτευση ως δήθεν θεσμικό τρόπο για την συνταγματική αναθεώρηση. Ακριβώς γι αυτό το λόγο το Σύνταγμα προβλέπει ότι οι 180 ψήφοι, μπορούν να δίδονται είτε στην προτείνουσα Βουλή, όταν υπάρχει σαφής και μακροπρόθεσμη διακομματική συναίνεση, και όταν δεν υφίσταται, τότε δίδεται η δυνατότητα στην αναθεωρητική Βουλή να αποφασίσει με αυξημένη πλειοψηφία. Όλα τα άλλα είναι παιχνίδια που επιχειρεί να παίξει ο κ. Μητσοτάκης με τη φαντασιωτική σκέψη πως θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές. Αυτό ούτως ή άλλως δεν πρόκειται να γίνει και η επόμενη Βουλή με ευρύτερες πλειοψηφίες θα καθορίσει το νέο περιεχόμενο του Συντάγματος», είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ερωτηθείς για το πώς θα μπορούσε να προχωρήσει η σύγκλιση με δυνάμεις του κεντραριστερού χώρου, μετά την χθεσινή επίθεση του πρωθυπουργού στο ΚΙΝΑΛ, ο κ. Τζανακόπουλος είπε, πως «η κ. Γεννηματά ή το ΚΙΝΑΛ δεν εκφράζει αυθεντικά αυτό που θα μπορούσε κανείς να ορίσει ως κεντραριστερό χώρο».
«Η κ. Γεννηματά», προσέθεσε, «ιδιαίτερα με τη στάση της στη Συμφωνία των Πρεσπών, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι άλλαξε πολιτικό στρατόπεδο, κάτι το οποίο είχε ήδη προδιαγραφεί μετά το πρώτο Μνημόνιο και μετά τη συνεργασία ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, από το 2011 και την κυβέρνηση Παπαδήμου, η οποία στη συνέχεια αναβαθμίστηκε σε συγκυβέρνηση μετά τις εκλογές του 2012. Υπάρχει σήμερα μια πολιτική και στρατηγική ταύτιση της ΝΔ με το ΚΙΝΑΛ και όχι μία στρατηγική σύμπλευση όπως συνέβαινε τις προηγούμενες δεκαετίες όταν η Σοσιαλδημοκρατία, όχι μόνο στην Ελλάδα, ευθυγραμμιζόταν με τις βασικές επιλογές του νεοφιλελεύθερου σχεδίου. Αυτό έχει εκφραστεί το τελευταίο διάστημα με τις δημόσιες τοποθετήσεις και τις αποχωρήσεις στελεχών τα οποία ασκούν ευθεία κριτική στο ΚΙΝΑΛ για τις πολιτικές του επιλογές».
Συνεχίζοντας τόνισε ότι «από τη σύμπλευση ΝΔ και ΚΙΝΑΛ σε ό,τι αφορά το άρθρο 32 για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας προκύπτει ότι υπάρχει μια πολιτική συναλλαγή η οποία στηρίζεται στο φαντασιακό σενάριο ότι ο κ. Μητσοτάκης θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές, και στη συνέχεια η νέα πλειοψηφία που, υποτίθεται, θα συγκροτήσει ο κ. Μητσοτάκης με την κ. Γεννηματά θα αλλάξουν το Σύνταγμα με 151 ψήφους και στη συνέχεια θα “διορίσουν” Πρόεδρο της Δημοκρατίας κάποιον που δεν θα είναι ο κ. Παυλόπουλος. Γι΄ αυτό υπήρξε χθες και η απροθυμία του κ. Μητσοτάκη, να ομολογήσει ότι ο κ. Παυλόπουλος έχει ασκήσει με αίσθηση καθήκοντος, με ευπρέπεια και απόλυτη αφοσίωση στο εθνικό συμφέρον τα καθήκοντά του. Στόχος του κ. Μητσοτάκη, είναι να “διορίσει” Πρόεδρο κάποιον που θα προέρχεται από τον “εκσυγχρονιστικό” χώρο, ή κάποιον ευνοούμενό του τεχνοκράτη, σε συνεννόηση με την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ».
Απαντώντας σε ερώτηση σχετική με τις 120 δόσεις και τη διαχείριση των “κόκκινων δανείων”, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, είπε πως η κυβέρνηση εργάσθηκε από την αρχή για τη δημοσιονομική εξυγίανση και τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος. «Γι αυτό το λόγο, ενώ παραλάβαμε μια δημοσιονομική κατάσταση απολύτως εκτός τόπου, καταφέραμε σε σύντομο χρονικό διάστημα και να εξυγιάνουμε τα δημόσια οικονομικά και να σταθεροποιήσουμε το τραπεζικό σύστημα», προσέθεσε και σημείωσε:
«Σε ό,τι αφορά τις 120 δόσεις εκτιμάμε ότι θα στηρίξει περισσότερο τα δημόσια οικονομικά. Μελετάμε το σύστημα της ρύθμισης τής πρώτης κατοικίας με ένα σύστημα διάδοχο του νόμου Κατσέλη, με στόχο να εμπεδωθεί ακόμη περισσότερο η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και από την άλλη να επιτύχουμε τη μεγαλύτερη δυνατή προστασία της λαϊκής κατοικίας. Τα λαϊκά νοικοκυριά δεν έχουν λόγο ανησυχίας εφόσον αυτή η κυβέρνηση συνεχίζει να βρίσκεται στην εξουσία. Το μεγάλο πρόβλημα θα το αντιμετωπίσουν εάν και εφόσον, υπάρξει πολιτική αλλαγή, όπου εκεί ο ολετήρας της νεοφιλελεύθερης ΝΔ εκτιμώ ότι δεν θα αφήσει πολλά πράγματα όρθια».
Ερωτηθείς εάν μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών θα αλλάξουν οι πινακίδες με τις οδικές ενδείξεις στα βόρεια σύνορα της χώρας ο κ. Τζανακόπουλος απάντησε: «Είναι σαφές ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει το γειτονικό κράτος με την ονομασία Βόρεια Μακεδονία και αυτό θα αντανακλάται σε κάθε επίσημη αναφορά του ελληνικού κράτους κάτι που προφανώς περιλαμβάνει και τις πινακίδες».
Κληθείς να σχολιάσει τα όσα είπε χθες σε τηλεοπτική του συνέντευξη ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ Πάνος Καμμένος για «επαφές του πρωθυπουργού με βουλευτές των ΑΝΕΛ και εξαγορά τους για μια καρέκλα» και ότι ο πρωθυπουργός γνώριζε την ύπαρξη plan B σε σχέση με τη γειτονική χώρα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος διευκρίνισε πως «ήταν απολύτως δεδομένες οι θέσεις του πρωθυπουργού σε σχέση με τον τρόπο που θα έπρεπε να επιλυθεί η διαφορά μας με τη Βόρεια Μακεδονία, και με αυτή την στρατηγική καταλήξαμε στη συμφωνία των Πρεσπών» και έκανε λόγο για “σενάρια” που δεν θα ήθελε να σχολιάσει.
«Για τις “εξαγορές”,», συνέχισε, «τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται ο κ. Καμμένος ήταν μέλη της κυβέρνησης και πολλοί από αυτούς για μεγάλο χρονικό διάστημα υπηρέτησαν τους στόχους αυτής της κυβέρνησης, όπως για την έξοδο από τα μνημόνια. Και με τον πιο καθαρό τρόπο διαφώνησαν με τον κ. Καμμένο και ιδιαίτερα με την επιλογή του να αποχωρήσει από την κυβέρνηση και να αποσύρει την στήριξή του σε αυτή». «Τα πράγματα είναι απολύτως πολιτικά και οποιαδήποτε παράκαμψη δια σεναρίων περί εξαγοράς είναι απολύτως άδικη και άνευ αντικειμένου» τόνισε ο κ. Τζανακόπουλος.
Ερωτηθείς για το εάν οι προτεινόμενες από την κυβέρνηση ρυθμίσεις για τις σχέσεις Εκκλησίας-κράτους, συνιστούν υποχώρηση σε σχέση με την αρχική συμφωνία, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος απάντησε, πώς «η βασική λογική της συμφωνίας με την Εκκλησία είναι ότι, με βάση την πρόταση για συμφωνία, το ελληνικό Δημόσιο, αναγνωρίζει, για πρώτη φορά, αποκτά εκκλησιαστική περιουσία σε χαμηλότερη αξία από την πραγματική και από την άλλη μεριά η Εκκλησία παραιτείται από ενδεχόμενες αξιώσεις της στην περιουσία αυτή».
Όσον αφορά τη μισθοδοσία των κληρικών σημείωσε πως «συγκροτείται ένα επιδοτούμενο ταμείο μισθοδοσίας με ποσό το οποίο επιβαρύνει δημοσιονομικά τον προϋπολογισμό όσο τον επιβαρύνει και σήμερα» και προσέθεσε:
«Στις γενικές της γραμμές, η συμφωνία ξεκαθαρίζει γκρίζες ζώνες ή σκιές που μπορεί να υπήρχαν λόγω ψευδοερμηνειών της συμφωνίας οι οποίες προέκυψαν όταν η συμφωνία είχε ανακοινωθεί. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο. Επιδιώκουμε τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση και σε οποιαδήποτε περίπτωση η συμφωνία δεν αλλάζει ως προς την ουσία της. Θα υπάρξει πλήρης μισθολογική εξασφάλιση των κληρικών, οι οποίοι δεν θα προσμετρούνται πλέον στον κανόνα “ένα προς ένα”, και η κυβέρνηση θα έχει δημοσιονομικές δυνατότητες για την κάλυψη περισσότερων αναγκών, ιδιαίτερα στα πεδία του κοινωνικού κράτους».
Καταλήγοντας ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επανέλαβε ότι η κυβέρνηση παραμένει προσηλωμένη στο στόχο της εξάντλησης της τετραετίας ενώ διευκρίνισε ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε πρόθεση για αλλαγή της νομοθεσίας για την εκλογή ευρωβουλευτών.