Από το ξεκίνημα της θητείας του ως πρωθυπουργού, το 2004, ο Κώστας Καραμανλής εκτιμούσε ότι στην υπόθεση των απαραίτητων στρατηγικών συμμαχιών υπήρχε ανάγκη κάποιων «κινήσεων», που θα άνοιγαν δρόμους για την ενίσχυση της Ελλάδας στο διεθνές περιβάλλον της.

Στο κέντρο της σκέψης του τότε πρωθυπουργού, όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα του περιοδικού «Επίκαιρα», βρισκόταν μια διαπίστωση: Οι ΗΠΑ είναι και παραμένουν σύμμαχος της νατοϊκής Ελλάδας, αλλά τα συμφέροντά τους σε καμία περίπτωση δεν συναντώνται με τα ελληνικά στις σημαντικές υποθέσεις εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας της χώρας μας.

Ο Κώστας Καραμανλής επισήμαινε πάντοτε στους στενότερους συνεργάτες του ότι η Αθήνα έβρισκε επί χρόνια «απέναντί της» την Ουάσινγκτον στα ελληνοτουρκικά σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, στο Κυπριακό, στο ζήτημα των Σκοπίων, ακόμη και στην υπόθεση της μουσουλμανικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη, όπου η Άγκυρα ασκεί «παρεμβατικές» πολιτικές εις βάρος της Ελλάδας.

Την άνοιξη του 2004, μάλιστα, ο νέος πρωθυπουργός είχε την ευκαιρία να βιώσει προσωπικά την ένταση και την ποιότητα της αμερικανικής «επιρροής» στην υπόθεση του διαβόητου Σχεδίου Ανάν.


Εξωτερική πολιτική

Οι σκέψεις αυτές σε συνδυασμό με την απόλυτη απουσία κοινής εξωτερικής πολιτικής στην Ε.Ε. τον οδήγησαν στην απόφαση να επιχειρήσει «άνοιγμα» προς τη Μόσχα, δεδομένης της θέσης της Ελλάδας στους νέους ενεργειακούς χάρτες αλλά και του ενδιαφέροντος της ρωσικής ηγεσίας για δικό της «άνοιγμα» προς την περιοχή μας.

Παράλληλα, ο τότε πρωθυπουργός προώθησε σχέσεις οικονομικές με το Πεκίνο – τρομάζοντας, μάλιστα, τότε το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου. Ο Καραμανλής θεώρησε ότι μπορούσε να επιχειρήσει κάποιες πολιτικές που θα οικοδομούσαν για την Ελλάδα σχέσεις και με τους νέους μεγάλους «παίκτες» της παγκόσμιας σκηνής στη βάση των νέων δεδομένων της διεθνούς γεωπολιτικής.

Ο έλληνας πρωθυπουργός βραδυπορούσε στο μέτωπο της αντιμετώπισης των μεγάλων δημοσιονομικών προβλημάτων της χώρας, δεν προχωρούσε στον τομέα της «επανίδρυσης του κράτους», που ο ίδιος είχε εξαγγείλει, δεν τολμούσε να προχωρήσει σε απαραίτητες δομικές αλλαγές, αλλά επιχειρούσε «τολμηρές» κινήσεις στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής.

Ο Κώστας Καραμανλής γνώριζε πόσο είχε δυσαρεστήσει την Ουάσινγκτον η στάση του στο Σχέδιο Ανάν και η πολύ καλή «συνεννόησή» του με τον Τάσο Παπαδόπουλο. Αλλά μάλλον δεν περίμενε τόσο έντονη και ανοιχτά διατυπωμένη δυσαρέσκεια των ΗΠΑ, όταν έγιναν θερμές οι σχέσεις του με τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Το πράγμα χάλασε και με τη στάση της Αθήνας στην υπόθεση της ένταξης των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, με τον Καραμανλή να εμποδίζει την επιβολή της αμερικανικής θέσης με απειλή βέτο.

Η συνέχεια είχε ενδιαφέρον: ο πρωθυπουργός φάνηκε να εγκαταλείπει σιγά σιγά τη «ρωσική» πολιτική του, παρότι οι σκέψεις του για την αναγκαία ελληνική «στρατηγική» δεν άλλαξαν. Οι σχέσεις με τη Μόσχα δεν χάλασαν, αλλά χαλάρωσαν. Στο υπουργείο Εξωτερικών τα δόγματα της αμερικανικής «σχολής» επικράτησαν πλήρως. Στην αξιωματική αντιπολίτευση, που διεκδικούσε με μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας την εξουσία, αρχηγός ήταν ένας δηλωμένος φίλος της Ουάσινγκτον.

Όταν αποφασίζονταν οι εκλογές του Οκτωβρίου του 2009, η Μόσχα δεν υπολόγιζε πλέον καθόλου στο ελληνικό «άνοιγμα» και η προσοχή της ήταν στραμμένη πολύ περισσότερο στην Τουρκία.


Η δράση των πρακτόρων

Η υπόθεση του εγγράφου των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών που αποκάλυψαν τα «Επίκαιρα» και αφορά στην παρακολούθηση του Κώστα Καραμανλή από ξένους πράκτορες και στην πιθανολόγηση σχεδίου δολοφονίας του εγείρει σοβαρά ερωτήματα.

Ορισμένοι πολιτικοί κύκλοι συνδέουν τη «δραστηριότητα» ξένων πρακτόρων με τη γενικότερη πολιτική που ακολούθησε ο Καραμανλής σε θέματα στρατηγικής της χώρας και τη δυσαρέσκεια που προκάλεσε σε κάποια ξένα «κέντρα». Τη συνδέουν ακόμη και με άλλα γεγονότα που προκάλεσαν σημαντική φθορά στον πρώην πρωθυπουργό και διευκόλυναν εκ των πραγμάτων την πορεία της φιλοαμερικανικής αξιωματικής αντιπολίτευσης προς την εξουσία.

Άλλοι, πάλι, πολιτικοί αντίπαλοι του Κώστα Καραμανλή υποστηρίζουν στο παρασκήνιο ότι την υπόθεση που σήμερα διερευνάται από τα ανώτατα κλιμάκια της Δικαιοσύνης «φούσκωσαν» οι λεγόμενοι «καραμανλικοί», προκειμένου να επιχειρηθεί εμμέσως «αθώωση» του πρώην πρωθυπουργού για τα όσα δεν πέτυχε και τα όσα λανθασμένα έκανε στη διάρκεια της κυβερνητικής πενταετίας του και να αιτιολογηθεί η πτώση του.

Όμως, στην παρούσα φάση θα είχε ενδιαφέρον μια απάντηση στο πολιτικό ερώτημα: Η υπόθεση που ξεκίνησε με τη διαπίστωση υποκλοπών στις τηλεφωνικές γραμμές του πρωθυπουργού από το «τρίγωνο» της πλατείας Μαβίλη, για να ακολουθήσει το ζήτημα υποκλοπής τηλεφωνικών συνομιλιών του με τους Πούτιν και Παρβάνοφ και στη συνέχεια η διαβίβαση των γνωστών σήμερα πληροφοριών από τη ρωσική Υπηρεσία Ασφαλείας, πόσο επηρέασαν πολιτικά τον Κώστα Καραμανλή στη διάρκεια της θητείας του; Σε ποιο βαθμό οδήγησαν σε αδυναμία να ασκήσει την εξωτερική πολιτική που είχε αποφασίσει για τη χώρα του ένας πρωθυπουργός της Ελλάδας;


Το «ενδιαφέρον» για τις επικοινωνίες του

Σύμφωνα με τα όσα γίνονται γνωστά, ο Κώστας Καραμανλής είχε από το 2004 την αίσθηση ότι το ενδιαφέρον κάποιων «τρίτων» για τις σκέψεις και τις επικοινωνίες του ήταν έντονο. Και μετά την υπόθεση του «τριγωνικού» κέντρου των υποκλοπών η αίσθηση έγινε βεβαιότητα.

Οι πληροφορίες των Ρώσων για το ζήτημα της προσωπικής του ασφάλειας αργότερα οδήγησαν σε ιδιαίτερη ενίσχυση των μέτρων αστυνομικής προστασίας του. Αλλά ο Καραμανλής θεωρεί μεν υπαρκτή την «πίεση» που δέχτηκε από τις ΗΠΑ μετά το ναυάγιο του Σχεδίου Ανάν όλα τα επόμενα χρόνια, πιστεύει πως κάποια «κέντρα» έκαναν πολλά και διάφορα για να τον «φοβίσουν», αλλά δηλώνει σε ιδιαίτερες συζητήσεις του ότι δεν θέλει να αποδίδεται η απονεύρωση της ρωσικής πολιτικής σε προσωπική του ατολμία μέσα στο άσχημο κλίμα που δημιούργησαν οι όποιοι ξένοι «τρίτοι» γύρω του. Η ανάλυσή του έχει ενδιαφέρον και ξεκινά από το ερώτημα: Γιατί δεν υποστήριξε με πολιτική πυγμή το «άνοιγμά του» και το άφησε να ξεφουσκώσει;

Ο πρώην πρωθυπουργός έχει τη δική του απάντηση, όταν μιλά με στενούς συνεργάτες του: Το «άνοιγμά» του στη Μόσχα όχι μόνο δυσαρέστησε έντονα την Ουάσινγκτον, όχι μόνο «κινητοποίησε» τον πιστό στα δόγματα των ΗΠΑ, Γ. Παπανδρέου, αλλά επιπλέον συνάντησε την απροθυμία ακόμη και δυνάμεων της δικής του «γαλάζιας» παράταξης και κυβερνητικών στελεχών να αποδεχτούν την ανάγκη για «νέα στρατηγική» της Ελλάδας.

Με λίγα λόγια, ο Κ. Καραμανλής θεωρεί ότι εδώ, στη χώρα μας, όσοι ήταν απαραίτητο να στηρίξουν πολιτικά και οικονομικά -και επικοινωνιακά- τη ρωσική πολιτική του τον «κρέμασαν», φοβούμενοι – «επηρεαζόμενοι», βέβαια, και από τα ατλαντικά λόμπι της Αθήνας, – ότι το «άνοιγμά» του είχε μεγάλο ρίσκο, γιατί μπορεί να άλλαζε επικίνδυνα τις υπάρχουσες ισορροπίες.

Ο πρώην πρωθυπουργός είναι πλέον πεπεισμένος, λένε οι φίλοι του, ότι δεν υπάρχει στη χώρα καμία «ελίτ» διατεθειμένη να υποστηρίξει σχέδια για νέες στρατηγικές, που θα ενίσχυαν γεωπολιτικά τη θέση της Ελλάδας στο διεθνές περιβάλλον της. Και μέσα από τη ρωσική εμπειρία του, λέει πολύ στενός συνεργάτης του, ο πρώην πρωθυπουργός κατέγραψε όλα τα στοιχεία που μπορούν να προκαλούν το «πάγωμα» κάθε ελληνικής προσπάθειας για νέες στρατηγικές επιλογές της χώρας και σήμερα και στο ορατό μέλλον.

Αν ο κ. Καραμανλής έχει δίκιο, τότε η «περίπτωσή» του αφορούσε σε ευρύτερο ζήτημα εθνικής πολιτικής, που ξεπερνά, βεβαίως, κατά πολύ την υπόθεση του σχεδίου δολοφονίας του ως ξεχωριστού επεισοδίου κατασκοπείας υπό διερεύνηση.