Οι δηλώσεις αποφασιστικότητας των ηγετών της Ευρώπης, μετά το νέο αιματηρό χτύπημα στο Λονδίνο ότι πρέπει να μπει τέλος στην τρομοκρατία, ηχούν ως αυτονόητες αντιδράσεις. Ωστόσο πολλοί εκτιμούν ότι ο δρόμος θα είναι ακόμη μακρύς. Την άποψη αυτή έχει και ο Σωτήρης Ρούσσος, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, ο οποίος μιλώντας στο Αθηναϊκό Πρακτορείο, επισημαίνει ότι η πολιτική βία θα συνεχιστεί και απλά, η λεγόμενη αντι-τρομοκρατία θα παίρνει όλο και περισσότερο τον χαρακτήρα της γενικευμένης κοινωνικής επιτήρησης και καταστολής.
Λίγες μόνο ημέρες μετά την απόφαση του ΝΑΤΟ να εμπλακεί στον συνασπισμό κατά του ΙSIS, ο προβληματισμός για το μέλλον της περιοχής μεγαλώνει. Οξύτατοι ανταγωνισμοί μεγάλων χωρών, εξοπλισμοί, κρίσεις που δείχνουν να μην έχουν τέλος όπως στο Ιράκ, την Συρία, την Λιβύη.
Σχολιάζοντας την απόφαση του ΝΑΤΟ, να εμπλακεί ως Συμμαχία στον πόλεμο κατά του ISIS, όχι με επιχειρήσεις προς το παρόν, ο Σωτήρης Ρούσσος επισημαίνει ότι «η απόφαση αυτή είναι δυνατόν να προσληφθεί με δύο πολύ επικίνδυνους τρόπους. Πρώτον, ως μια νατοϊκή αντίδραση στην ρωσική παρουσία στη Συρία και, δεύτερον, ως μια ευθεία συνολική δυτική αντιπαράθεση με τον κόσμο του Ισλάμ. Και στις δύο περιπτώσεις ο αντίκτυπος θα ξεπεράσει την περιοχή της Μέσης Ανατολής και θα δώσει στην σύγκρουση αυτή χαρακτήρα ανταγωνισμού για την διεθνή ηγεμονία, με χρονικό και πολιτικό ορίζοντα που θα ξεπερνά το προσδόκιμο ζωής του ISIS».
Η Ελλάδα
Προφανώς όλα αυτά αφορούν την Ελλάδα. Πρώτον, γιατί η γενίκευση της σύγκρουσης θα προκαλέσει κύματα εκατομμυρίων προσφύγων προς την Ευρώπη μέσω της χώρας μας. Δεύτερον, γιατί στην κρίση εμπλέκεται ως γνωστόν από την αρχή και η Τουρκία καθώς πέραν των άλλων, έρχεται αντιμέτωπη με το όραμα των Κούρδων να ιδρύσουν δικό τους κράτος.
Η Ελλάδα με τα τριμερή σχήματα συνεργασίας που ανέπτυξε με την Κύπρο, την Αίγυπτο και το Ισραήλ, μετά την κρίση Τουρκίας -Τελ Αβίβ το 2010 προσπαθεί να διαδραματίσει σταθεροποιητικό ρόλο. Ο κ. Ρούσσος επισημαίνει ότι «η Ελλάδα δεν έχει ούτε συμφέρον ούτε και τη δυνατότητα να γίνει μέρος των ανταγωνισμών και των συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή είτε μέσα από συμμαχίες είτε μονομερώς». Θα πρέπει , προσθέτει «να επιδιώκονται στενές σχέσεις με όλες τις χώρες της περιοχής αλλά την ίδια στιγμή δεν θα πρέπει ποτέ να δίνεται η εντύπωση ότι η συνεργασία, ιδιαίτερα η αμυντική, της Ελλάδας με κάποια χώρα στρέφεται εναντίον ενός τρίτου κράτους. Η Ελλάδα θα πρέπει να παραμείνει στην ομάδα των κρατών που υποστηρίζουν αταλάντευτα τη διεθνή νομιμότητα και δεν θα πρέπει να κάνει εκπτώσεις για χάρη γεωπολιτικών σκοπιμοτήτων».
Σχετικά με την απόφαση των ΗΠΑ να εξοπλίσουν τους Κούρδους της Συρίας και τι μπορεί να σημαίνει η απόφαση αυτή, ο κ. Ρούσσος τονίζει «η βασική διαφορά αποτελεσματικότητας της ρωσικής από την αμερικανική επέμβαση στην Συρία και το Ιράκ ήταν ότι οι δεύτεροι δεν είχαν δυνάμεις, δικές τους ή συμμαχικές, για να διεκδικήσουν στο έδαφος το κέρδη που τους έδιναν οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί. Ενώ, οι Ρώσοι συμμαχούσαν με τον ασαντικό στρατό και κυρίως την πολύ ισχυρή Χεζμπολλά, οι Αμερικανοί στηρίζονταν στον αφερέγγυο Ελεύθερο Συριακό Στρατό ή ακόμη και σε ισλαμιστικές οργανώσεις. Οι Κούρδοι είναι η μόνη λύση για να θεραπεύσουν οι ΗΠΑ το πρόβλημα αυτό εναντίον του ISIS». Ωστόσο ο κ. Ρούσσος εκφράζει αμφιβολίες, κατά πόσο οι ΗΠΑ θα στηρίξουν τους Κούρδους έναντι της Τουρκίας και μετά τον πόλεμο σημειώνοντας ότι: «το ερώτημα που τίθεται είναι τι θα συμβεί όταν θα “τελειώσει η δουλειά” , όταν δηλαδή θα ηττηθεί και θα διαλυθεί το ISIS. Θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν την κουρδική αυτοδιάθεση σε βάρος της Τουρκίας που γεωπολιτικά είναι υπερπολύτιμη;. Η εκτίμησή μου είναι ότι κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο να συμβεί».
Απαντώντας στην ερώτηση σχετικά με τις αντιδράσεις της Τουρκίας στην κίνηση για εξοπλισμό των Κούρδων, ο κ. Ρούσσος υπογραμμίζει ότι αυτή κίνηση ανησυχεί πολύ την τουρκική ηγεσία και την κάνει να στρέφεται άλλοτε προς την Μόσχα, άλλοτε προς την Ουάσιγκτον και άλλοτε προς την Τεχεράνη για να βρει τον κατάλληλο συνδυασμό συμμαχιών και συμφερόντων ώστε να αποσοβήσει την δημιουργία μιας κουρδική οντότητας είτε με τη μορφή ομόσπονδου κρατιδίου εντός της Συρίας (κατά το παράδειγμα του Ιρακινού Κουρδιστάν) είτε de facto αυτονομίας σε μια ασταθή και ρευστή συνοριακά Συρία-Ιράκ.
Η Τρομοκρατία
Οι επιθέσεις στο Λονδίνο και άλλες σε μεγάλες πόλεις της Ευρώπης προκαλούν έντονο προβληματισμό. Στο ερώτημα , κατά πόσο μπορεί να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, ο κ. Ρούσσος εκτιμά ότι «η παγκοσμιοποίηση δεν είναι one-way ticket. Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός και οι δυτικές μορφές διακυβέρνησης μεταφέρθηκαν στην Ανατολή και το Νότο, όπου μεταμορφώθηκαν, δημιούργησαν νέες αντιφάσεις συγκρούσεις, και μετανεωτερικές μετακοσμικές ή νέο-παραδοσιακές ιδεολογίες, οι οποίες με τη σειρά τους επανήλθαν στην αφετηρία και συμφύρονται με τα τρέχοντα κοινωνικά προβλήματα της Δύσης. Υπό αυτήν την έννοια η πολιτική βία θα συνεχιστεί και απλά η λεγόμενη αντι-τρομοκρατία θα παίρνει όλο και περισσότερο τον χαρακτήρα της γενικευμένης κοινωνικής επιτήρησης και καταστολής».
Η πρόσφατη επίσκεψη Τραμπ στη Σαουδική Αραβία και το εξοπλιστικό πρόγραμμα -μαμούθ που εξήγγειλε η δεύτερη όπως και η σκληρή επίθεση του Αμερικανού προέδρου κατά του Ριάντ προκάλεσε επίσης σκεπτικισμό καθώς ο νέος Αμερικανός πρόεδρος θέλει να ανατρέψει τη συμφωνία με το Ιράν. Κατά συνέπεια υπάρχουν ανησυχίες ότι οδηγούμαστε σε νέα , γενικευμένη κρίση στην περιοχή. Στο ερώτημα αυτό, ο κ. Ρούσσος εκτιμά ότι ο κ. Τραμπ συμπεριφέρθηκε περισσότερο ως πωλητής και λιγότερο ως ηγέτης και μάλιστα παγκόσμιος. Η λογική αυτή, προσθέτει, τείνει, χωρίς να την ακολουθεί πλήρως, προς την τζακσόνια λεγόμενη σχολή εξωτερική πολιτικής των ΗΠΑ: προώθηση των στενών αμερικανικών συμφερόντων ακόμη και με ωμή βία, χωρίς ανάληψη της διεθνούς ηγεσίας και ευθύνης που έχει η υπερδύναμη.
«Ο κ. Τραμπ είχε ως βασικό στόχο την πώληση αμερικανικών οπλικών συστημάτων με αντάλλαγμα την “προστασία” των μοναρχιών του Κόλπου από τον “ιρανικό κίνδυνο”. Με την ομιλία του στο Ριάντ, την αναγόρευση της σαουδαραβικής μοναρχίας σε ηγετική δύναμη των Αράβων και την επίθεση του εναντίον του Ιράν επιβεβαιώνει ότι η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή αφορά τον ανταγωνισμό σουνιτών-σιιτών. Κάτι τέτοιο στέλνει πολύ άσχημα μαντάτα σε χώρες όπως η Συρία, το Ιράκ, ο Λίβανος αλλά και η Υεμένη και το Μπαχρέιν αφού αρνείται την δυνατότητα ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ των δύο μεγάλων μουσουλμανικών κλάδων».
Υπό αυτό το πρίσμα, το επόμενο εύλογο ερώτημα είναι ποια είναι η προοπτική για την περιοχή καθώς οι ΗΠΑ δείχνουν να έχουν χάσει τη δυνατότητα να παίξουν ρυθμιστικό ρόλο. Σε αυτό το ερώτημα, ο κ. Ρούσσος τονίζει ότι δεν νομίζει ότι κάτι τέτοιο ενδιαφέρει τον Αμερικανό Πρόεδρο. Μια πραγματικά ρυθμιστική/επεμβατική πρωτοβουλία θα ληφθεί μόνο στην περίπτωση που υπάρχει πραγματική απειλή είτε για το Ισραήλ είτε για τις μοναρχίες του Κόλπου και αν κάποια μεγάλη δύναμη είναι σε θέση να «εκθρονίσει» τις ΗΠΑ από την ηγεμονία την περιοχή. Προς το παρόν η επέμβαση περιορίζεται στην εξάλειψη του ISIS από τη μια και στην αποτροπή της πλήρους νίκης του ‘Ασαντ από την άλλη.
Η Τουρκία
Στο ερώτημα για την πολιτική της Τουρκίας στην περιοχή και κατά πόσο το κουρδικό ή το πρόβλημα της τρομοκρατίας που αντιμετωπίζει στο εσωτερικό της μπορούν να απειλήσουν τη συνοχή της, ο κ. Ρούσσος αφήνει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα και αναλύει την κατάσταση ως εξής: «η Τουρκία είναι μια μεγάλη χώρα με μοναδική και αναντικατάστατη γεωπολιτική αξία. Βρίσκεται πρώτα από όλα σε μια κρίση ταυτότητας η οποία σοβούσε εδώ και πολύ καιρό. Θα έλεγα ότι το κεμαλικό σύστημα εξουσίας είχε εκμετρήσει το ζην από την περίοδο Οζάλ, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Το κρατούσε στη ζωή με τεχνητά μέσα το βαθύ κράτος. Σήμερα, αυτό το σύστημα έχει παρέλθει αλλά το νέο δεν έχει ακόμη εγκαθιδρυθεί. Την ίδια στιγμή πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι τα σύνορα στη Μεσοποταμία έχουν γίνει ρευστά και δύσκολα θα επανέλθουν στο προηγούμενο status quo. Πρόκειται για την εποχή των τεράτων, όπως είπε ο Γκράμσι. Στην περίπτωση της Τουρκίας είναι ζητούμενo αν τα τέρατα αυτά θα αλληλοφαγωθούν ή θα αναζητήσουν την τροφή τους στη γειτονιά».