Προειδοποίηση ότι η δημοσιονομική υπεραπόδοση του 2016 όχι μόνο δεν εντάσσεται σε κάποια στρατηγική εξόδου από την κρίση, αλλά μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά στη δυναμική της διαπραγμάτευσης όπου το βασικό ζητούμενο είναι ο συνδυασμός ανάκαμψης και μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του χρέους, απευθύνει ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος.
Σύμφωνα με τον κ. Βενιζέλο, η εντυπωσιακή υπέρβαση του στόχου του 2016 για πρωτογενές πλεόνασμα (έσοδα μείον δαπάνες χωρίς να υπολογίζονται οι τόκοι εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους) που ήταν 0,5 % του ΑΕΠ (λιγότερο από 1 δισ.) και η καταγραφή πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,9% του ΑΕΠ (6,9 δις), εμφανίστηκε από την κυβέρνηση ως μεγάλη επιτυχία της.
Εκτιμά ότι το δημοσιονομικό αυτό αποτέλεσμα αφορά όμως μια ακόμη χρονιά (2016) ύφεσης για την ελληνική οικονομία. Οριακής ύφεσης, αλλά πάντως ύφεσης, παρά τις εντυπωσιακά θετικές προβλέψεις για το ρυθμό ανάπτυξης του 2015 και του 2016 που υπήρχαν πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015.
Στη συνέχεια θέτει τα ερωτήματα:
Τι σημαίνει λοιπόν αυτή η μεγάλη υπερκάλυψη του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος για την πραγματική οικονομία, τη ρευστότητα, τις επενδύσεις, την κατανάλωση, την απασχόληση;
Τι σημαίνει για την ολοκλήρωση της μακρόσυρτης διαπραγμάτευσης σχετικά με την περιβόητη αξιολόγηση, τόσο με την στενή έννοια του όρου ως προϋπόθεση εκταμίευσης των δόσεων του τρέχοντος τρίτου προγράμματος, όσο και με την πολύ ευρύτερη έννοια της συμφωνίας για ένα -τέταρτο – πρόγραμμα μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος τον Ιούλιο του 2018;
Ενός προγράμματος με σκληρούς όχι μόνο διαρθρωτικούς αλλά και δημοσιονομικούς όρους συνδεδεμένους κυρίως με τα περιβόητα πρόσθετα μέτρα για το χρέος ( πρόσθετα σε σχέση με τη δραστική επέμβαση του 2012), αλλά κατά πάσα πιθανότητα χωρίς νέο δάνειο;
Τι σημαίνει η μεγάλη υπερκάλυψη του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τους τρόπους τεχνητής διόγκωσης του πρωτογενούς πλεονάσματος κυρίως μέσω αντίστοιχης διόγκωσης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του δημοσίου προς τις επιχειρήσεις και τους πολίτες, στο μέτρο που οι τρόποι αυτοί γίνονται στατιστικά δεκτοί;
Όπως εξηγεί «σημαίνει καταρχάς πλήρη προσχώρηση σε μια μυωπική δημοσιονομική αντίληψη βασισμένη στην υπερφορολόγηση κάθε στοιχειωδώς παραγωγικής δραστηριότητας και κάθε μορφής περιουσίας. Μια αντίληψη που αδιαφορεί κατ´ αποτέλεσμα για την ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας. Πρόκειται για τη γνωστή αδυναμία σύνδεσης του στόχου της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους με τον παρονομαστή του κλάσματος «χρέος προς ΑΕΠ», δηλαδή με μια πτωτική καμπύλη του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ που προκύπτει από την ονομαστική διόγκωση του ΑΕΠ λόγω θετικού ρυθμού ανάπτυξης, σε συνδυασμό με ένα θεμιτό, για τα δεδομένα της Ευρωζώνης, ποσοστό πληθωρισμού».
Κατηγορεί την κυβέρνηση ότι πρακτικά, ενώ ισχυρίζεται ότι αξιοποιεί τη στάση του ΔΝΤ προκειμένου να πετύχει περαιτέρω μείωση της παρούσας αξίας του χρέους, του ετήσιου κόστους εξυπηρέτησης του και άρα των ετήσιων χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας, ώστε με τον τρόπο αυτό να απαλλαγεί από το φορτίο των υψηλών ετήσιων πρωτογενών πλεονασμάτων, με την υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων και των άλλων δημοσιονομικών μέτρων που οδήγησαν σε πολύ υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα ήδη από το 2016, προσφέρει ισχυρό και απτό επιχείρημα υπέρ των σκληρότερων Ευρωπαίων παραγόντων που επιμένουν σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που θεωρούν απολύτως εφικτά για αρκετά χρόνια και τώρα η Ελληνική κυβέρνηση αποδεικνύει καταχαρούμενη ότι είναι «εφικτά».
Τονίζει ότι η δημοσιονομική υπεραπόδοση του 2016 δεν μπορεί να συνεχιστεί το 2017 και το 2018 χωρίς πρόσθετες δημοσιονομικές επιβαρύνσεις που δεν εξαντλούνται στη μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης από το 2019 και τη μείωση του αφορολογήτου από το 2020 ή, αν χρειαστεί, ήδη από το 2019, όπως συμφωνήθηκε στη Μάλτα.
«Οι κυβερνητικοί διθύραμβοι για το πρωτογενές υπερπλεόνασμα του 2016 αποδυναμώνουν συνεπώς την επιχειρηματολογία κατά των νέων δημοσιονομικών περιορισμών (περαιτέρω φορολογικές επιβαρύνσεις για να επιτευχθεί αύξηση φορολογικών εσόδων/ περαιτέρω μείωση συντάξεων, ιδίως αυτών που αντιστοιχούν σε πολλά χρόνια εργασιακού και ασφαλιστικού βίου και πολλές καταβεβλημένες εισφορές, για να επιτευχθεί περαιτέρω μείωση δημοσίων δαπανών)» σχολιάζει.
«Πρόκειται για μια κωμικοτραγική ετερογονία των σκοπών που οφείλεται στο γεγονός ότι η σημερινή ελληνική κυβέρνηση ουδέποτε κατανόησε, ουδέποτε σεβάστηκε και ουδέποτε αξιοποίησε τη λογική και το μέγεθος της δραστικής παρέμβασης του 2012 στην ονομαστική τιμή αλλά κυρίως στην παρούσα αξία του χρέους, προκειμένου να πετύχει – γνωρίζοντας τι και πώς ζητά – τις υπεσχημένες από το 2012 πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές που διασφαλίζουν την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Δίνοντας έμφαση στο επίπεδο των ετήσιων χρηματοδοτικών αναγκών που είναι πλέον το βασικό κριτήριο των μελετών βιωσιμότητας του χρέους ( DSA ) του ΔΝΤ» σημειώνει.