«Είμαστε σε τροχιά συγκλίσεων για το ελληνικό πρόγραμμα» συμπεραίνει ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Επένδυση».
«Η κυβέρνηση εργάζεται εντατικά προκειμένου να υπάρξει ολοκλήρωση της τεχνικής συμφωνίας για τη δεύτερη αξιολόγηση το συντομότερο δυνατόν. Όπως τόνισε και ο πρωθυπουργός, είναι εφικτός στόχος να επιτευχθεί το Staff Level Agreement μέχρι τις 20 Μαρτίου, που είναι προγραμματισμένο το επόμενο Eurogroup», υπογραμμίζει ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης.
Και ξεδιπλώνει τον κυβερνητικό σχεδιασμό στο θέμα λέγοντας, «αυτό ωστόσο αποτελεί το πρώτο σκέλος της συνολικής συμφωνίας την οποία επιδιώκουν όλες οι πλευρές, αφού θα πρέπει στη συνέχεια να προσδιοριστούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, που θα εφαρμοστούν στο τέλος του προγράμματος, ώστε να υπάρχουν οι προϋποθέσεις ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα QE. Αυτή είναι μια διαδικασία που, όπως καταλαβαίνετε, παίρνει χρόνο, ωστόσο σύντομα θα υπάρξουν θετικές εξελίξεις και στο μέτωπο του χρέους. Εκτιμώ δηλαδή ότι έχουμε μπει σε μια τροχιά συγκλίσεων μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων στο ελληνικό πρόγραμμα».
Επαναλαμβάνει δε, ότι «τόσο οι επιβαρύνσεις όσο και οι ισοβαρείς ελαφρύνσεις της συμφωνίας, θα ψηφιστούν ταυτόχρονα και η εφαρμογή τους θα αφορά το διάστημα μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος, δηλαδή από το 2019». Είναι όμως κατηγορηματικός ότι «δεν τίθεται κανένα θέμα εφαρμογής μέτρων από το 2018, όπως κυκλοφόρησε σε σχετικά δημοσιεύματα τις προηγούμενες μέρες, βασισμένα σε ψευδείς διαρροές».
Στο ερώτημα, εξάλλου, αν η φράση του πρωθυπουργού «ούτε ένα ευρώ μέτρα» ήταν διαπραγματευτική τακτική, ο υπουργός απαντά πως η κυβέρνηση υποχώρησε «ως προς το μείγμα της πολιτικής» αλλά εξασφάλισε ότι «δεν θα επιβαρυνθεί η ελληνική οικονομία ούτε με ένα ευρώ επιπλέον λιτότητας. Επομένως, η διαπραγματευτική τακτική μας μάλλον επιβεβαιώθηκε», καταλήγει.
Στην ίδια συνέντευξη, ο υπουργός Επικρατείας Δ. Τζανακόπουλος επισημαίνει ότι «η κυβερνητική πλειοψηφία αριθμεί 153 βουλευτές, είναι αρραγής και θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων όταν έρθει η συνολική συμφωνία στη Βουλή. Τα σενάρια περί δήθεν αυξημένης πλειοψηφίας στη Βουλή, τα οποία ανά τακτά χρονικά διαστήματα “διαρρέει” η ΝΔ για να καταφέρει στη συνέχεια να αρθρώσει αντιπολιτευτικό λόγο δεν μας αφορούν. Επομένως, αυτό είναι ένα ερώτημα που θα πρέπει να απασχολεί τον κ. Μητσοτάκη και τη στάση που θα κρατήσει η Νέα Δημοκρατία».
Στο ίδιο σημείο της συνέντευξης, εξάλλου, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος εξαπολύει επίθεση στην ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης σημειώνοντας: «Ο κ. Μητσοτάκης πόνταρε τα πάντα στην αποτυχία της διαπραγμάτευσης και έφτασε μέχρι το Βερολίνο για να υποβάλλει διαπιστευτήρια υποταγής, θα πρέπει τώρα να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα και αποφασίσει τι θα κάνει η ΝΔ. Θα στηρίξει κοινοβουλευτικά μία συμφωνία με θετικό πρόσημο, η οποία θα περιλαμβάνει εκτός από τις περιοριστικές διαρθρωτικές αλλαγές και σημαντικά μέτρα ελάφρυνσης της κοινωνικής πλειοψηφίας ή θα επιβεβαιώσει το στρατηγικό το αδιέξοδο, καταψηφίζοντας μία συμφωνία σαφώς καλύτερη από αυτήν που μας ζητούσε να υπογράψουμε;», είναι το, κατά την κυβέρνηση, δίλημμα της ΝΔ, την οποίαν κατηγορεί επιπλέον, ότι «δίνει μάχες οπισθοφυλακής για τα συμφέροντα μίας ολιγομελούς ελίτ της χώρας».
Και φέρνει το παράδειγμα, τη στιγμή που «η κυβέρνηση αγωνίζεται για την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ώστε να επανέλθει η ευρωπαϊκή κανονικότητα στην αγορά εργασίας, την (ίδια) ώρα ακραίοι κύκλοι των δανειστών αλλά δυστυχώς και η ΝΔ θέλουν την Ελλάδα Ειδική Οικονομική Ζώνη».
Για τη συνεργασία με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αναφέρει ότι «βασίζεται στην ειλικρίνεια και ξεκίνησε τον Γενάρη του 2015 έχει δοκιμαστεί, συνεχίζει να δοκιμάζεται κάθε μέρα και προχωρά απρόσκοπτα. Προφανώς ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ εκκινούν από διακριτές πολιτικές αφετηρίες, ωστόσο έχουν συνισταμένη τον αγώνα κατά της διαπλοκής που έφτασε τη χώρα στα σημερινά δεινά».
Στο ερώτημα, τέλος, αν θα μπορούσαν ΠΑΣΟΚ -Δημοκρατική Συμπαράταξη να αποτελέσουν δυνάμει κυβερνητικό εταίρο, ο Δ. Τζανακόπουλος εκτιμά, όπως λέει, πως «η χρονική συγκυρία για μία τέτοια συζήτηση είναι άστοχη». Πρέπει πρώτα το ΠΑΣΟΚ, όπως επιχειρηματολογεί, να πάρει διαζύγιο από τις δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού και να στραφεί στις ρίζες του και τις προοδευτικές δυνάμεις. Αλλά εκτός αυτού, «μια συνεργασία θα προϋπέθετε τη σύγκρουση του ΠΑΣΟΚ όχι μόνο με πρόσωπα, αλλά με τα δίκτυα διαπλοκής και τους εκπροσώπους τους εντός του κόμματος. Θα προϋπέθετε μια ριζική στροφή του ΠΑΣΟΚ. Μέχρι στιγμής η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δεν φαίνεται να κινείται προς αυτή την κατεύθυνση», σύμφωνα με το μήνυμα που στέλνει το Μέγαρο Μαξίμου.