«Η απόφαση του Eurogroup για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα είναι σημαντική επιτυχία και αποφασιστικό βήμα για τη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης» σημείωσε ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών.
Έκανε ειδική αναφορά στη σημασία του μέτρου της μετατροπής των κυμαινόμενων επιτοκίων σε σταθερά, ύψους 1,5%, και στο γεγονός ότι απέκρουσε υπερβολικές απαιτήσεις. Υπογράμμισε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα συνεχίσει την προσπάθεια για μια συνολική συμφωνία ει δυνατόν έως το τέλος του έτους. «Δηλώνουμε κατηγορηματικά» είπε ότι «το ΔΝΤ οφείλει να κατανοήσει ότι δεν πρόκειται να αποδεχθούμε σε καμία περίπτωση την απαίτηση για μέτρα μετά τη λήξη του προγράμματος […]. Εμμένουμε σταθερά στη θέση ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αποτελεί την εξαίρεση στην ευρωπαϊκή κανονικότητα σε ό,τι αφορά τις εργασιακές σχέσεις».
Προανήγγειλε ότι η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός θα αναλάβουν πρωτοβουλίες για να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση χωρίς νέα μέτρα και με αποκατάσταση του εργασιακού μοντέλου. Είπε ότι πέραν της επικείμενης Συνόδου Κορυφής, ο πρωθυπουργός θα αναλάβει πρωτοβουλίες για επικοινωνίες και συζητήσεις με Ευρωπαίους αξιωματούχους, προκειμένου να καταστήσει σαφείς και να εξηγήσει τις θέσεις της ελληνικής πλευράς στα ανοικτά θέματα της διαπραγμάτευσης.
Ο κ. Τζανακόπουλος κάλεσε στο εσωτερικό της χώρας να κατανοήσουν όλοι την κρισιμότητα των στιγμών και κατηγόρησε την αξιωματική αντιπολίτευση ότι έχει επιλέξει μια μίζερη στάση. «Ήταν η ίδια η ΝΔ που μέχρι πρότινος χαρακτήριζε το χρέος βιώσιμο» είπε και την κατηγόρησε ότι είναι «σταθερά προσηλωμένη στη στρατηγική του 4ου μνημονίου».
«Το ΔΝΤ δεν μπορεί να πιέζει την ελληνική κυβέρνηση για νέα μέτρα και όχι τους Ευρωπαίους εταίρους για μείωση των πλεονασμάτων», πρόσθεσε.
Σχετικά με το θέμα της μείωσης των πλεονασμάτων, σημείωσε ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει τη συζήτηση για την ανάγκη συγκεκριμενοποίησης μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, που φυσικά περιλαμβάνει και τη συζήτηση για τη μείωση των πλεονασμάτων μετά τη λήξη του προγράμματος.
Τόνισε ότι η θέση της κυβέρνησης είναι πως τα πρωτογενή πλεονάσματα οφείλουν να μειωθούν, ώστε «να αποκτήσουμε δημοσιονομικό χώρο τόσο για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας όσο και την ελάφρυνση των πλέον αδύναμων συμπολιτών μας».
«Η πρόσκληση για την ύπαρξη διμερούς συνάντησης είναι ανοικτή από μέρους της ελληνικής πλευράς» απάντησε ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος στο ερώτημα εάν υπάρχουν επαφές σε διπλωματικό επίπεδο με την τουρκική πλευρά, ώστε να υπάρξει μια διμερής συνάντηση του κ. Τσίπρα με τον κ. Ερντογάν πριν από την πολυμερή στις 12 Ιανουαρίου, και συμπλήρωσε:
«Έχουμε επανειλημμένως δηλώσει βεβαίως ότι αυτή η διμερής συνάντηση έτσι ώστε να υπάρξει σύγκλιση και συνεννόηση σε ό,τι αφορά τα ζητήματα των εγγυήσεων και της ασφάλειας είναι μια απαραίτητη προϋπόθεση για να έχουμε μια επιτυχή πολυμερή συνάντηση μεταξύ όλων όσοι εμπλέκονται στην επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Χωρίς αυτή τη διμερή συνάντηση δεν θα είναι δυνατό να προχωρήσουμε με επιτυχία στο χρονοδιάγραμμα το οποίο έχει ήδη καθοριστεί».