Η ανάδειξη της πρακτικής άσκησης ως θεσμοθετημένο μέσο για την ταχύτερη ένταξη των νέων στην απασχόληση και την ανάπτυξη των δεξιοτήτων τους ήταν ο στόχος της εκδήλωσης «Γέφυρες από την εκπαίδευση στην απασχόληση», που διοργάνωσαν το Ελληνο-Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο και η Επιτροπή Απασχόλησης, στο πλαίσιο των δράσεων αναφορικά με την ενίσχυση της απασχόλησης.
Μιλώντας στην εκδήλωση, η αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας, αρμόδια για την αντιμετώπιση της ανεργίας, Ράνια Αντωνοπούλου, τόνισε τη σημασία της μάθησης μέσα στην εργασία, καθώς και της συνεχιζόμενης επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης. Όπως υπογράμμισε, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ο θεσμός της πρακτικής άσκησης στην Ευρώπη αναπτύχθηκε σημαντικά ως δίοδος για την είσοδο στην αγορά εργασίας. Ωστόσο- σημείωσε -ότι εντοπίζονται προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν τόσο σε επίπεδο σχεδιασμού όσο και εφαρμογής και χρηματοδότησης. Βασικά προβλήματα που πρέπει να λυθούν, σύμφωνα με την κ. Αντωνοπούλου, έχουν να κάνουν με το μαθησιακό περιεχόμενο, τις συνθήκες εργασίας και την αξιοποίηση των ασκουμένων.
Λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες παραμέτρους, η κ. Αντωνοπούλου δήλωσε ότι χρειάζεται να γίνει μία συνολική ρύθμιση. «Για τη βελτίωση της πρακτικής άσκησης και της αποτελεσματικότητάς της»- τόνισε -«θα πρέπει να ακολουθηθεί και να προσαρμοστεί στα δεδομένα ανάλογα με το είδος και τη βαθμίδα εκπαίδευσης η σύσταση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 10ης Μαρτίου 2014 σχετικά με το ποιοτικό πλαίσιο. Αυτό είναι υποχρεωτικό και πρέπει να προχωρήσουμε με ταχύτατα βήματα πάνω σε αυτό». Αναλυτικότερα, όπως σημείωσε, «η πρακτική άσκηση θα στηρίζεται σε γραπτή συμφωνία που θα συνάπτεται, κατά την έναρξή της, μεταξύ του ασκούμενου και της επιχείρησης που την παρέχει. Στις συμφωνίες πρακτικής άσκησης πρέπει να αναφέρονται με σαφήνεια οι εκπαιδευτικοί στόχοι, οι συνθήκες εργασίας, καθώς και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών που εμπλέκονται. Θα εξασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων και των συνθηκών εργασίας των ασκουμένων, σύμφωνα με την υφιστάμενη ενωσιακή και εθνική νομοθεσία. Θα ορίζονται ευκρινώς τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του ασκούμενου και του φορέα παροχής της πρακτικής άσκησης, θα εξασφαλίζεται ότι η περίοδος της πρακτικής άσκησης θα έχει εύλογη διάρκεια, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει, κατά κανόνα, το εξάμηνο, πλην ορισμένων περιπτώσεων στις οποίες δικαιολογείται μεγαλύτερη διάρκεια και, τέλος, θα καταγράφονται οι δείκτες ένταξης σε θέσεις εργασίας, μετά το πέρας της πρακτικής άσκησης».
Μεταξύ άλλων, διαπίστωσε ότι η ομαλή μετάβαση από την εκπαίδευση και κατάρτιση στην απασχόληση έχει κεφαλαιώδη σημασία. Η κ. Αντωνοπούλου σχολίασε, επίσης ότι, ακόμα και μέσα στις σημερινές συνθήκες, υπάρχουν επιχειρήσεις που σε κάποιους κλάδους αναφέρουν ότι αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εξεύρεση κατάλληλου προσωπικού. Επιπλέον, όπως υπογράμμισε, σημαντικός δείκτης αποτελεσματικότητας της εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης αποτελεί ο χρόνος μετάβασης από την ολοκλήρωση των σπουδών προς την εξεύρεση μίας θέσης εργασίας. «Υπάρχει σήμερα μία επιμήκυνση αυτού του χρόνου» δήλωσε.
Για να αντιμετωπιστούν αυτές οι προκλήσεις, σύμφωνα με την κ. Αντωνοπούλου, χρειάζεται να γίνουν σημαντικές παρεμβάσεις στο χώρο της διασύνδεσης της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής κατάρτισης με την αγορά εργασίας. Όπως είπε, σημαντική είναι η ολοκλήρωση του μηχανισμού διάγνωσης των αναγκών της αγοράς εργασίας. «Από αυτή τη διαδικασία»- δήλωσε -«υπάρχουν ήδη τρεις εκθέσεις, οι οποίες καταγράφουν ανά Περιφέρεια και ανά κλάδο εκείνα τα επαγγέλματα τα οποία παρουσίασαν τη μεγαλύτερη ζήτηση κατά τον προηγούμενο χρόνο ή εξάμηνο, καθώς και αυτά που οι επιχειρήσεις εκτιμούν ότι θα έχουν μεγαλύτερη προοπτική ανάπτυξης στο επόμενο χρονικό διάστημα. «Οι κοινωνικοί εταίροι και οι Περιφέρειες συμμετέχουν σε αυτή τη διαδικασία και, σταδιακά, ενδυναμώνουμε το μηχανισμό. Από εδώ και πέρα, τα προγράμματα κατάρτισης και εκπαίδευσης θα ενημερώνονται. Και πιστεύουμε ότι με την ανατροφοδότηση θα μπορούμε να εξορθολογίσουμε αρκετά τις πολιτικές μας όσον αφορά την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Συμπλήρωσε, μάλιστα ότι «εξίσου σημαντικό ζήτημα είναι η ανάπτυξη ενός διαρκούς συστήματος βελτίωσης και επικαιροποίησης των επαγγελματικών περιγραμμάτων«. «Είναι αναγκαία», σύμφωνα με τα λεγόμενά της, «η δημιουργία μηχανισμών άμεσης διασύνδεσης των επαγγελματικών περιγραμμάτων με τα προγράμματα σπουδών, με στόχο τον εκσυγχρονισμό και την εξειδίκευση τους σε σχέση με τις ανάγκες που προκύπτουν στον κόσμο της απασχόλησης και εργασίας. Επιπλέον, σημαντικό ζήτημα αποτελεί η ανάπτυξη, η λειτουργία και η εφαρμογή ενός εθνικού συστήματος ποιότητας στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση». Σε αυτό το σημείο, επεσήμανε ότι «ο στόχος είναι η αξιοπιστία των προγραμμάτων και των σχολών, οι οποίες αναλαμβάνουν την εκπαίδευση και την προετοιμασία του ανθρώπινου δυναμικού. Τέλος, πρέπει να υπάρχει μηχανισμός συνεχούς παρακολούθησης και αξιολόγησης των εκροών των προγραμμάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης-κατάρτισης και πρακτικής άσκησης, καθώς και της συμβολής της στην ένταξη των εκπαιδευομένων στην αγορά εργασίας. Από αυτή τη διαδικασία, θα εντοπίζουμε που προκύπτουν τα προβλήματα, για να μπορούμε να αναπροσαρμόζουμε την πολιτική μας» πρόσθεσε.
Η κ. Αντωνοπούλου είπε, ακόμη ότι έχει αναπτυχθεί στενή συνεργασία με το υπουργείο Παιδείας και τον ΟΑΕΔ, η οποία είναι θεσμοθετημένη με τη σύσταση και λειτουργία της Συντονιστικής Επιτροπής για τη Μαθητεία. Ανέφερε, επίσης ότι το υπουργείο Εργασίας, το 2015, προχώρησε σε ανασχεδιασμό των προγραμμάτων απασχόλησης, ώστε να παρέχουν στοχευμένη κατάρτιση και συμβουλευτική και να απευθύνονται στους δυναμικούς τομείς της οικονομίας. «Σε αυτή τη λογική έχουν ξεκινήσει μία σειρά από προγράμματα. Αυτό που αλλάξαμε, είναι ότι στον επανασχεδιασμό ενσωματώσαμε ένα δυικό σύστημα, δηλαδή συνδυάζουμε την κατάρτιση με την πρακτική άσκηση μέσα σε επιχειρήσεις» επεσήμανε.
Από την πλευρά του, ο γενικός γραμματέας Νέας Γενιάς & Δια Βίου Μάθησης του υπουργείου Παιδείας, Έρευνας & Θρησκευμάτων Παυσανίας Παπαγεωργίου, δήλωσε, μεταξύ άλλων ότι η δημιουργία μίας νέας γενιάς με διευρυμένη γενική παιδεία, με ένα υψηλό επίπεδο κατάρτισης και αυξημένες δεξιότητες, αλλά και η ύπαρξη των προϋποθέσεων για την απορρόφησή τους στην αγορά εργασίας, είναι χρέος και προτεραιότητα όλων. «Οφείλουμε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις και τις συνθήκες, ώστε οι νέοι αυτοί άνθρωποι με την υψηλή κατάρτιση να μπορούν να απορροφηθούν από την αγορά εργασίας. Αυτή είναι η γενιά η οποία θα βγάλει τη χώρα μας από την κρίση. Για το λόγο αυτό, το υπουργείο Παιδείας έχει προβεί στο σχεδιασμό μίας ευρείας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο πρόεδρος του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου Σίμος Αναστασόπουλος, κατά την ομιλία του, εστίασε στην έννοια της πρακτικής άσκησης, επισημαίνοντας ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα για τη χώρα και την κοινωνία είναι η ανεργία.
Στην εκδήλωση έγινε μία προσπάθεια αποσαφήνισης της έννοιας της πρακτικής άσκησης, περιγραφής του νομικού πλαισίου και της χρησιμότητας, παρουσίασης της χρησιμότητας του θεσμού τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους interns, καθώς και των απαραίτητων δεξιοτήτων τόσο από την πλευρά της ζήτησης εταιρειών, όσο και της απόκτησής τους από τους νέους και ανάδειξης των καλών πρακτικών από εταιρείες και άλλων πρωτοβουλιών από άλλους φορείς.
Η εκδήλωση αποσκοπούσε στην εντονότερη κινητοποίηση των μεγάλων εταιρειών και την παρακίνηση των μικρότερων μέσα από τη διάχυση της γνώσης και την ενίσχυση των συνεργασιών ανάμεσα στην ακαδημαϊκή και επιχειρηματική κοινότητα.