Στις εκθέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τη βιωσιμότητα του χρέους αναφέρθηκε ο Συντονιστής Οικονομικών Υποθέσεων της Νέας Δημοκρατίας Χρήστος Σταϊκούρας. Ο κ. Σταϊκούρας αναφερόμενος στην κατάσταση που βρίσκεται η χώρα μας επιτέθηκε στον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα καθώς και στον πρώην υπουργό οικονομικών Γιάννη Βαρουφάκη για τους χειρισμούς τους.
Ο κ. Σταϊκούρας δήλωσε:
«Οι εκθέσεις του Δ.Ν.Τ. για τη βιωσιμότητα του χρέους και των Lisbon Council και Berenberg Bank, σε συνέχεια άλλων πρόσφατων εκθέσεων της Ε.Ε. και της Ε.Κ.Τ., επιβεβαιώνουν το τεράστιο κόστος της δήθεν «ηρωικής διαπραγμάτευσης» και της ανερμάτιστης διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ στην ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Εξαιτίας των εσφαλμένων διαπραγματευτικών χειρισμών της Κυβέρνησης, η οικονομία επέστρεψε στην ύφεση όπου και παραμένει. Το Α.Ε.Π. συρρικνώθηκε και σημαντικός δυνητικός πλούτος απωλέσθηκε, δημόσια έσοδα χάθηκαν, η δημοσιονομική θέση της χώρας επιδεινώθηκε, αποκρατικοποιήσεις δεν πραγματοποιήθηκαν και μια νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών απαιτήθηκε.
Συμπερασματικά, επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ η θέση της χώρας επιδεινώθηκε δραματικά σε σχέση με το 2014.
Το αριστερό «αποτύπωμα» της διακυβέρνησης, όπως καταγράφεται πλέον διεθνώς ως «επίδραση Τσίπρα – Βαρουφάκη», είναι οδυνηρό και οι ευθύνες συγκεκριμένες.
Επιβεβαιώνεται ότι το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής που βασίζεται σε εξοντωτικούς φόρους και εισφορές είναι λανθασμένο και αδιέξοδο. Απαιτείται ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους στη βάση των προτάσεων που έχουμε ως Νέα Δημοκρατία καταθέσει. Χρειάζεται προώθηση των αποκρατικοποιήσεων και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα αυξήσουν το Α.Ε.Π.
Τίποτα από αυτά δεν μπορεί να κάνει αυτή η Κυβέρνηση. Είναι εγκλωβισμένη στις ιδεοληψίες της για αύξηση των φόρων και στην αλλεργία της στις μεταρρυθμίσεις.
Ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κ. Κ. Μητσοτάκης έχει προτείνει έναν άλλο δρόμο για να βγει η χώρα οριστικά από την κρίση. Με ένα άλλο μείγμα πολιτικής, μέσα από τις μεταρρυθμίσεις, τη μείωση της φορολογίας, τις επενδύσεις και την αύξηση της απασχόλησης. Την πολιτική δηλαδή που με 2% του Α.Ε.Π. πρωτογενή πλεονάσματα, οδηγεί σε χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας με ετήσια ονομαστική ανάπτυξη 4%».