Η έναρξη για τη συζήτηση του ελληνικού χρέους ανοίγει μία νέα περίοδο, κλείνοντας την προηγούμενη, που ξεκίνησε με την υπογραφή της συμφωνίας το περασμένο καλοκαίρι, δοκιμάστηκε και εγκρίθηκε από τον ελληνικό λαό στις κάλπες τον Σεπτέμβριο του 2015 και τώρα ολοκληρώνεται με το κλείσιμο της αξιολόγησης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μπαίνουμε σε έναν «ενάρετο κύκλο»,τόνισε ο υπουργός Ενέργειας και Περιβάλλοντος Πάνος Σκουρλέτης μιλώντας Στο Κόκκινο.
Και συνέχισε: «Η πρώτη πρόκληση στην πορεία της χώρας από δω και μπρος θα είναι να μπορέσει η οικονομία, με τη σταθεροποίηση που θα ευνοήσει εκ των πραγμάτων τις επενδυτικές πρωτοβουλίες, να υπερκεράσει τις υφεσιακές επιπτώσεις των νέων μέτρων, ύψους 5,4 δισ. ευρώ, που περιλαμβάνονται στο τελευταίο πακέτο.
Η δεύτερη πρόκληση είναι να μπορέσει η επιστροφή στην ανάπτυξη, όπως την αντιλαμβάνεται η Αριστερά, να παράγει ένα προϊόν που θα κατευθυνθεί στην μείωση της ανεργίας, την αντιμετώπιση της φτώχειας, την ενίσχυση των πιο αδύναμων κοινωνικά και οικονομικά ομάδων του πληθυσμού. Αυτό μπορεί να το πετύχει μόνο η σημερινή κυβέρνηση».
Εν αναμονή του σημερινού Eurogroup, ο κ. Σκουρλέτης είπε ότι η επόμενη ημέρα θα έχει αποτυπώσει ένα θετικό τοπίο για την Ελλάδα, θα είναι σαφώς καλύτερη και από τα ευχολόγια θα μπορέσουμε να πάμε σε πιο συγκεκριμένα πράγματα.
«Το μέγεθος της επιτυχίας θα το ξέρουμε όταν ολοκληρωθεί η συζήτηση. Πλέον, έχουμε μπει σε μία περίοδο στην οποία όποιες αλλαγές προκύπτουν θα είναι σε θετική κατεύθυνση, κάτι που θα εισπράξουν τελικά οι επιχειρήσεις, οι επενδυτές και οι αγορές.Θα μπορέσουν να αξιολογήσουν την χώρα μας ως ευκαιρία για να δοκιμάσουν επενδυτικά σχέδια, κάτι που θα φέρει την μείωση της ανεργίας, προέβλεψε ο υπουργός».
Παράλληλα υπογράμμισε την σημασία της εκταμίευσης των επόμενων κεφαλαίων προς την Ελλάδα, όχι μόνο για την εξυπηρέτηση του χρέους, αλλά και για την πληρωμή ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου προς ιδιώτες.Αυτά τα κεφάλαια «θα τα καταλάβει η αγορά», υπογράμμισε.
Τα μέτρα που ψηφίστηκαν την Κυριακή, όπως υπενθύμισε ο κ. Σκουρλέτης, δεν είναι για άμεση εφαρμογή, αλλά εκτείνονται χρονικά ως το 2018.
«Παράλληλα, εάν η ελληνική οικονομία πιάσει και ξεπεράσει τους στόχους, θα μπορέσει η οικονομία να μην προχωρήσει στην πλήρη εφαρμογή τους. Κλειδί θα είναι τα πρωτογενή πλεονάσματα, που λειτουργούν ως ο καθοριστικός δείκτης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος.
Έτσι, θα μπορέσουμε να πάμε σε μία πιο ήπια εφαρμογή, ή να κατευθυνθούν κονδύλια στο πρόγραμμα αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης ή για τη στήριξη συγκεκριμένων κατηγοριών πολιτών. Είναι μία κατάσταση δυναμική, όσο πιο καλά πάμε, τόσο μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας θα έχουμε για να εφαρμόσουμε ένα καλύτερο μείγμα οικονομικής πολιτικής».