Την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με την οποία ο υπουργός Οικονομικών όχι μόνον υποχρεούτο εκ νόμου να υπογράψει την συμφωνία συμβιβασμού μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Siemens, αλλά ουδεμία δυνατότητα είχε να την τροποποιήσει, προέβαλε ο Γιάννης Στουρνάρας έναντι της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, ο οποίος κλήθηκε σήμερα να καταθέσει για την υπόθεση, δεδομένου ότι εκείνος ήταν ο υπουργός Οικονομικών που υπέγραψε την Συμφωνία, την οποία ψήφισε η Βουλή τον Απρίλιο του 2012, δεν υπερασπίστηκε απλώς ως ορθή την απόφασή του, αλλά κατέθεσε ως απολύτως νομιμοποιητική για αυτήν την προ μηνός απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου. Επιπροσθέτως, υπεραμύνθηκε και επί της ουσίας την απόφασή του, λέγοντας πως παρότι ήταν υποχρεωμένος να επικυρώσει την απόφαση της Βουλής, ο ίδιος «για λόγους συνείδησης» ερεύνησε τα δεδομένα και κατέληξε πως η συμφωνία ήταν επ’ εφωλεία του Δημοσίου, καθώς η Siemens, ανέλαβε σοβαρές οικονομικές υποχρεώσεις έναντι του Δημοσίου.
Επιπλέον, ο κ. Στρουρνάρας, αμφισβήτησε το ποσό των 2 δις ευρώ, που η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής είχε αποφασίσει να διεκδικήσει από την εταιρεία, θέτοντας μάλιστα το ερώτημα: «Πώς είναι δυνατόν ο κ. Βαλυράκης, ως πρόεδρος της Επιτροπής να είχε εκδώσει πόρισμα για 2 δις και να έχει ταυτοχρόνως ψηφίσει τον εξωδικαστικό συμβιβασμό»;
«Δεν είναι δική μου δουλειά να κρίνω τον συμβιβασμό που έκανε η Βουλή. Επειδή όμως δεν διστάζω και επειδή διάβασα τα Πρακτικά της τότε εξεταστικής Επιτροπής που έλεγαν ότι το ποσό των 2 δις προκύπτει από υποτιθέμενες προμήθειες (μίζες) 10%, σας λέω ότι για να είναι αυτό το ποσό θα έπρεπε ο τζίρος της εταιρείας στην Ελλάδα να έφτανε τα 20 δις κάτι που δεν προκύπτει από πουθενά», είπε ο κ. Στουρνάρας.
Προσέθεσε δε, πως το ποσό που ζήτησε εν τέλει η ελληνική Βουλή και πήρε, είναι περίπου συγκρίσιμο με ποσά που κατέβαλε η Ζίμενς σε άλλες 10 χώρες και ανέφερε «άρα δεν είχα κανένα λόγο να αμφισβητήσω την ορθότητα της απόφασης που έλαβε η Βουλή, με 164 ψήφους, αλλά και με βάση την κοινή λογική, δεν θα έλεγα ότι είναι παράλογη και έξω από το πλαίσιο». Προς επίρρωση των λεγομένων του, ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι η Ζίμενς κατέβαλε το ποσό του 1,7 δις ευρώ συνολικά σε 17 χώρες (στην Αμερική, «που είναι ο μισός κόμσος» κατέβαλλε 800 εκ. ευρώ). Επιπλέον, ο κ. Στουρνάρας πως και η πλειονότητα των υπόλοιπων χωρών κατέληξαν σε εξωδικαστικό συμβιβασμό με την γερμανική εταιρεία.
Το ιστορικό
Ενημερώνοντας για την υπόθεση του εξωδικαστικού συμβιβασμού, ο πρώην υπουργός Οικονομικών, είπε ότι με την συμφωνία αυτή επιλύθηκαν διαφορές που σχετίζονται με υποθέσεις και αξιώσεις της ελληνικής Δημοκρατίας κατά της Siemens σχετικά με παράνομες δραστηριότητες της εταιρείας για διαφθορά, συμφωνήθηκε η αποκατάσταση για τυχόν βλάβες που υπέστη το ελληνικό Δημόσιο από παράνομη συμπεριφορά της εταιρείας και διευθετήθηκαν τα διοικητικά πρόστιμα κατά της εταιρείας. Πρόκειται για συμβιβασμό που αφορά αστικές και διοικητικές διαφορές και εξαιρεί ρητά τυχόν ζητήματα ποινικού δικαίου. Ο ίδιος νόμος εξουσιοδότησε τον τότε υπουργό Οικονομικών να εκπροσωπήσει την ελληνική Δημοκρατία για την υπογραφή της Συμφωνίας συμβιβασμού το κείμενο της οποίας ενέκρινε Βουλή.
Όπως ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του συγκάλεσε σύσκεψη με τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, οι οποίοι και γνωμοδότησαν ότι είχε υποχρέωση από τον νόμο (4072 του 2012) να υπογράψει και ότι αυτό γίνεται εμπροθέσμως, οπότε στις 22 Αυγούστου προέβη στην υπογραφή και στις 27 δημοσιεύθηκε η απόφαση στο ΦΕΚ. Κατόπιν συγκροτήθηκε η Επιτροπή Εποπτείας για την εκτέλεση της Συμφωνίας.
Όπως είπε, ο διοικητής της ΤτΕ, η Siemens ανέλαβε πολύ σοβαρές οικονομικές υποχρεώσεις όπως: την παροχή 80 εκ. ευρώ σχετικά με εισπρακτέες απαιτήσεις της έναντι φορέων του ελληνικού Δημοσίου, οι περισσότερες από τις οποίες έχουν αποσβεστεί επί της θητείας Στουρνάρα. Ακόμη την παροχή 90 εκ. για υποστήριξη πανεπιστημίων, ιατρικό εξοπλισμό, με πέντε χρόνια περιθώριο, η οποία εκτελείται ακόμη και επένδυση 100 εκ. ευρώ στην θυγατρική της εταιρείας στην Ελλάδα (που έφτασε τα 157 εκ. τελικώς επί της θητείας του) και απομένει να καθοριστεί μια επένδυση των 60 εκ. ευρώ.
Η απόφαση του ΣτΕ
Κατά της πράξης υπογραφής της συμφωνίας εκ μέρους του Γ. Στουρνάρα καθώς και κατά της Επιτροπής για την εκτέλεσή της, κατατέθηκε αίτηση ακύρωσης στο ΣτΕ.
Πριν ένα μήνα εκδόθηκε η απόφαση του ΣτΕ σύμφωνα με την οποία ο νομοθέτης δια του νόμου δέσμευσε τον υπουργό Οικονομικών να θέσει σε ισχύ τους όρους συμβιβασμού για της υπογραφή του. Η υπογραφή της Συμφωνίας αποτελούσε οφειλόμενη ενέργεια του υπουργού Οικονομικών, πράγμα που σημαίνει ότι δεν διέθετε την ευχέρεια να απέχει από την υπογραφή της σύμβασης καθώς τέτοια αποχή θα συνιστούσε παράνομη ενέργεια. Επίσης, έκρινε το ΣτΕ ότι ο υπουργός Οικονομικών δεν είχε την ευχέρεια καν να τροποποιήσει τους όρους της Συμφωνίας που εγκρίθηκαν από το Κοινοβούλιο, ούτε μονομερώς ούτε συμβατικά. Περαιτέρω, το ΣτΕ έκρινε ότι η υπογραφή της Συμφωνίας ήταν εμπρόθεσμη, κάτι – που όπως είπε ο κ. Στουρνάρας – απαντά σε όσους τότε έλεγαν ότι είχε εκπνεύσει η προθεσμία, άρα η απόφαση ήταν ανίσχυρη.
«Επομένως, το Ανώτατο δικαστήριο όχι μόνο δικαίωσε τις ενέργειές μου αλλά ουσιαστικά έκρινε ότι δεν είχα καμία άλλη νόμιμη επιλογή καθώς ήμουν υποχρεωμένος να υπογράψω και μάλιστα χωρίς δικαίωμα να την τροποποιήσω» είπε χαρακτηριστικά.
Το Δημόσιο ωφελείται
Επί της ουσίας της υπόθεσης, ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι το ελληνικό δημόσιο ωφελείται από την εκτέλεση της σύμβασης και μάλιστα σε μια δύσκολη περίοδο για τα οικονομικά της χώρας αφού διεγράφησαν οφειλές δημοσίων επιχειρήσεων προς την γερμανική εταιρεία, ανακεφαλοποιήθηκε η εταιρεία στην Ελλάδα, 90 εκ. διατίθενται για υποτροφίες, τεχνολογικό εξοπλισμό κ.α. και απομένει επένδυση 60 εκ. ευρώ. «Για αυτή την επένδυση θα πρέπει η κυβέρνηση να πει στην Siemens σήμερα τι ακριβώς θέλει να γίνει» σημείωσε, ενημερώνοντας ότι ο ίδιος είχε ζητήσει την κατασκευή εργοστασίου βιομηχανικού λογισμικού. Απαντώντας στα ερωτήματα βουλευτών, ο κ. Στουρνάρας είπε πως η συμφωνία εκτελείται και καλώς εκτελείται. «Εγώ είχα υποχρέωση δέσμια να υπογράψω τη συμφωνία, τώρα η κυβέρνηση έχει υποχρέωση να την συνεχίσει ώστε να εκμεταλλευτούμε τα οφέλη της» είπε χαρακτηριστικά επισημαίνοντας πως η επιλογή του εξωδικαστικού συμβιβασμού έγινε διότι ήταν άδηλο το αποτέλεσμα κάθε άλλης απόφασης, «μπορεί και να χάναμε». «Φυσικά και δεν υπήρχε καμία πίεση από την γερμανική κυβέρνηση γι αυτό, αντιθέτως υπήρχαν πιέσεις από εσωτερικές ανάγκες (μετρό, νοσοκομεία)» υπογράμμισε επιπλέον, απαντώντας σε σχετικά ερωτήματα.
Τέλος ο κ. Στουρνάρας, ευχαρίστησε τον Ευ. Βενιζέλο που αναγνώρισε ότι έπραξε καλώς, όπως και τον Θ. Παφίλη (ΚΚΕ).
Να σπεύσει η κυβέρνηση
Οι βουλευτές της ΝΔ, Χ. Αθανασίου, Κ. Τζαβάρας, Σοφία Βούλτεψη και Όλγα Κεφαλογιάννη, καθώς και ο Ευ. Βενιζέλος, πέραν του ότι υπεραμύνθηκαν της τότε συμφωνίας, ζήτησαν την Επιτροπή να αποφασίσει για κλήση του σημερινού υπουργού Οικονομικών, Ευ. Τσακαλώτου, ώστε να ενημερώσει για την πορεία εκτέλεσης της συμφωνίας. Επίσης, είπαν πως πρέπει να τοποθετηθεί αν η σημερινή κυβέρνηση συμφωνεί με αυτή, δεδομένου ότι ο Γ. Βαρουφάκης είχε αφήσει υπονοούμενα για το αντίθετο, ενώ η Ζωή Κωνσταντοπούλου μιλούσε για παράνομη συμφωνία.
«Η σύμβαση καλώς εκτελείται και να βιαστεί η κυβέρνηση για να αξιοποιηθεί το υπόλοιπο της σύμβασης, αφού το μεγαλύτερο μέρος εκτελέστηκε επί των ημερών της προηγούμενης. Εγώ την Βουλή δεν θα την αμφισβητήσω, ούτε το κράτος δικαίου. Αν ο κ. Βαρουφάκης δεν συμφωνούσε ας παραιτούνταν ή ας έλεγε στον πρωθυπουργό να φέρει ακύρωση στη Βουλή. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος», είπε ο κ. Στουρνάρας.
Τέλος, απαντώντας σε ερώτημα σχετικώς με τα όσα ισχυριζόταν η πρώην πρόεδρος της Βουλής, περί άρνησής του να προσέλθει στην Επιτροπή, ο διοικητής της ΤτΕ, επισήμανε πως ενώ τις είχε προτείνει 10 ημερομηνίες δεν τον κάλεσε εντός αυτών. «Όπως εγώ σέβομαι την Βουλή, πρέπει και η Βουλή να σέβεται την ΤτΕ. Τότε η Ελλάδα καταστρεφόταν. Δεν μπορούσα να φύγω από τη Φρανγκφρούρτη για να έρθω την ημέρα που με καλούσε η προηγούμενη πρόεδρος. Τώρα που έγιναν όλα με σεβασμό στις υποχρεώσεις και της Βουλής και της ΤτΕ ήρθα», ανέφερε ο κ. Στουρνάρας.