Η συνάντηση των αρχηγών των κοινοβουλευτικών κομμάτων υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας καλώς έγινε και είναι ευπρόσδεκτη κάθε αναζήτηση συναίνεσης, επισημαίνει σε άρθρο στην προσωπική ιστοσελίδα του ο Ευάγγελος Βενιζέλος, προσθέτοντας ότι θα μπορούσε να έχει γίνει μήνες ή εβδομάδες και είναι θετικό γεγονός η έκδοση κοινής ανακοίνωσης.
Ωστόσο, ο κ. Βενιζέλος σημειώνει ότι «έγινε παραδόξως μία μόλις ημέρα μετά τον θρίαμβο της άμεσης δημοκρατίας με ένα δημοψήφισμα που δεν αναζητούσε συναίνεση, αλλά αποσαφήνιση («ξεκαθάρισμα») υπέρ μίας όσο γίνεται πιο ισχυρής πλειοψηφίας, που θα εξουδετέρωνε πολιτικά την ισχνή μειοψηφία. Η αντιπαράθεση προσέλαβε άλλωστε και «ηθικοπατριωτικό» χαρακτήρα με προσωπικές επιθέσεις κατά των «εθελόδουλων» του «ναι». Η πανηγυρική επικράτηση του «όχι» σε μία ολόκληρη αντίληψη περί μέτρων που αποτυπώθηκε στις θέσεις των ευρωπαϊκών θεσμών της 25/6 εμπεριείχε εξαρχής την αντίφαση του γεγονότος ότι τα μέτρα αυτά είχαν γίνει αποδεκτά από την ελληνική κυβέρνηση σε ποσοστό περίπου 90%. Η συνάντηση των πολιτικών αρχηγών ερμήνευσε με την ανακοίνωσή της το περιεχόμενο του «όχι». Το όχι – συμφώνησαν τα πέντε κόμματα – δεν σημαίνει ρήξη, αλλά ναι σε μία αποδεκτή συμφωνία. Και επειδή το «αποδεκτή συμφωνία» είναι πλεονασμός, αφού κάθε συμφωνία είναι εκατέρωθεν αποδεκτή, αλλιώς δεν υφίσταται, το «όχι» σημαίνει «ναι» σε συμφωνία και μάλιστα το ταχύτερο δυνατό. Στην ερμηνεία αυτή συμφώνησαν οι αρχηγοί των δύο κομμάτων του «όχι» (το τρίτο, η ΧΑ, δεν μετείχε στη συνάντηση), αλλά και οι αρχηγοί των τριών κομμάτων του «ναι»! Η ερμηνεία μετατρέπει λοιπόν το «όχι» σε «ναι», εφόσον θα έρθει μία συμφωνία που περιγράφεται πάρα πολύ γενικά, με τρόπο που καθιστά τη διαφωνία σχεδόν αδύνατη. Μόνο που η διαπραγμάτευση δεν γίνεται μεταξύ των ελληνικών κομμάτων, παρότι το δημοψήφισμα μοίρασε τους Έλληνες πολίτες ωσάν αυτοί να διαπραγματευόντουσαν μεταξύ τους».
Ο κ. Βενιζέλος εκτιμά ότι «το δημοψήφισμα, στη φάση αυτή, δείχνει να υποτάσσεται στη λογική του αντιπροσωπευτικού συστήματος» και πως «δεν ήταν ένα κανονικό referendum, αλλά ένα plebiscitum που ιστορικά συνδέεται με τη λαϊκή επικύρωση προσώπων και όχι στρατηγικών επιλογών». Τονίζει, δε, ότι «κοινό υπόστρωμα όλων αυτών των χειρισμών είναι μία εργαλειακή αντίληψη περί λαού, η δημοψηφισματική βούληση του οποίου ερμηνεύεται στην αίθουσα συνεδριάσεων του Προεδρικού Μεγάρου και λειτουργεί ως πολιτική και βεβαίως εσωκομματική ενίσχυση, όχι ενός οργάνου, όπως ο εκάστοτε πρωθυπουργός, αλλά ενός προσώπου, αυτού του κ. Τσίπρα».
Ακόμη, προειδοποιεί ότι η διαδικασία του δημοψηφίσματος, με την ίδια ευκολία, μπορεί μετά από λίγες ημέρες να χρησιμοποιηθεί ως νομιμοποιητική βάση για την απόρριψη οποιασδήποτε πρότασης κριθεί ως ασύμβατη, όχι με τις γενικές διατυπώσεις της κοινής ανακοίνωσης των αρχηγών, αλλά με την καθολική απόρριψη που βρίσκεται πίσω από τη λέξη «όχι» που επικράτησε στο δημοψήφισμα. Τότε το «όχι» που πήγε να γίνει «ναι» μπορεί να ξαναγίνει «όχι».