Το εκλογικό αποτέλεσμα, η συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και οι προσεχείς κυβερνητικές πρωτοβουλίες βρέθηκαν στο επίκεντρο της συνέντευξης του υπουργού Επικρατείας Μάκη Βορίδη στην εφημερίδα «Realnews».
Ξεκινώντας, αναλυτικά, από την πρόσφατη συνεδρίαση της γαλάζιας Κ.Ο., ο υπουργός Επικρατείας αποτιμά τα αποτελέσματά της λέγοντας ότι «η Κοινοβουλευτική μας Ομάδα συνεκλήθη ακριβώς με θέμα συζήτησης την εκτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος των ευρωεκλογών. Ήδη ο πρωθυπουργός και πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής μας Ομάδας Κυριάκος Μητσοτάκης είχε προβεί σε μία πρώτη κριτική αποτίμηση των αποτελεσμάτων, αναγνωρίζοντας ότι ναι μεν νικήτρια των εκλογών είναι η Νέα Δημοκρατία και μάλιστα με μεγάλη διαφορά από τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και διαπιστώνοντας ότι η κάλπη περιείχε ηχηρά μηνύματα και προς τη Νέα Δημοκρατία».
Σε αυτό το πλαίσιο «προφανώς οι βουλευτές μας κατέθεσαν την δική τους αποτίμηση και τις δικές τους σκέψεις για το μέλλον. Η συζήτηση διεξήχθη σε χαμηλούς τόνους, ουδείς βουλευτής διατύπωσε αμφισβήτηση ή επιφυλάξεις για τον πρωθυπουργό, οι δε κριτικές παρατηρήσεις εν πολλοίς συνέπιπταν και με παρατηρήσεις που είχε ήδη κάνει τις προηγούμενες ημέρες ο πρωθυπουργός. ‘Αρα, ήταν μια γόνιμη, ενδιαφέρουσα και παραγωγική συζήτηση», συμπεραίνει ο υπουργός Επικρατείας.
Ωστόσο, αναγνωρίζει, «προφανώς υπήρξαν επιλογές που στεναχώρησαν τους ψηφοφόρους μας: η επίμονη ακρίβεια, ο νόμος που ονομάστηκε “ισότητα στο γάμο”, η φορολογία των ελεύθερων επαγγελματιών, είναι πολιτικές που μας έφεραν απέναντι σε σημαντικό κομμάτι των ψηφοφόρων μας. Ακόμα και σωστές προσεκτικές επιλογές μπορεί να εμφάνισαν εφαρμοστικές δυσκολίες, όπως για παράδειγμα η εγκατάσταση των POS. Αλλά, αυτά είναι ζητήματα και μηνύματα που πρώτος έλαβε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και που οδήγησαν στο κυβερνητικό ανασχηματισμό. Αλλά, όχι δεν μας έχουν αποξενώσει από τους ψηφοφόρους μας, αν και χτύπησε ένα δυνατό καμπανάκι».
Ενώ, όπως εξηγεί στη συνέχεια, «δεν μας αποξένωσαν, γιατί η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων μας μετακινήθηκε στην αποχή και όχι σε άλλα κόμματα. Οι ψηφοφόροι μας ζητούν μεγαλύτερη ταχύτητα, μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, να μην εφαρμόζουμε πολιτικές που δεν επιθυμούν και δεν πιστεύουν, θέλουν περισσότερα από εμάς, αλλά από εμάς, όχι από άλλους. Γι’ αυτό και απείχαν και δεν επέλεξαν άλλο κόμμα». Ενώ, για την επικείμενη τοποθέτηση, τη Δευτέρα, των δύο πρώην πρωθυπουργών και προέδρων της ΝΔ, ο υπουργός Επικρατείας περιορίζεται δε, στο εξής σχόλιο: «Δε γνωρίζω τις παρεμβάσεις των δύο πρώην πρωθυπουργών, πάντα όμως τις παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον».
Παρεμβαίνοντας στη συζήτηση, αν το κυβερνών κόμμα πρέπει να στραφεί προς τα δεξιά, επισημαίνει: «Αν μελετήσει κάποιος το εκλογικό αποτέλεσμα, θα δει ότι η συντριπτική απώλεια ψήφων μας είναι προς την αποχή σε ποσοστό 75%, ενώ φαίνεται να μοιράζεται το υπόλοιπο 25% και προς το λεγόμενο Κέντρο και προς τα δεξιά, αν θεωρήσουμε τα λαϊκιστικά αυτά κόμματα ως “δεξιά”. Η επιτυχία του Κυριάκου Μητσοτάκη, η επιτυχία του 41% είναι ότι κατάφερε και καταφέρνει να συνθέσει σε ένα ενιαίο και συνεκτικό κυβερνητικό πρόγραμμα συγκεκριμένες πολιτικές που ικανοποιούν συνολικά τόσο το παραδοσιακό και συντηρητικό εκλογικό σώμα, που ψηφίζει Νέα Δημοκρατία, όσο και μετακινούμενους ψηφοφόρους. Και για αυτό νικήσαμε για 5η συνεχή φορά. Και επειδή δεν το κάνουν αυτό στην Ευρώπη, σε ορισμένες χώρες, τα κόμματα της Κεντροδεξιάς υποχώρησαν».
Ο εκλογικός νόμος
Σε ερώτημα που τού τίθεται για τον εκλογικό νόμο, ξεκαθαρίζει πως, «όχι, δεν υπάρχει συζήτηση για αλλαγή του εκλογικού νόμου και ναι, προφανώς η αποτελεσματικότητα και η σταθερότητα διασφαλίζονται καλύτερα από μονοκομματικές κυβερνήσεις. Οι μονοκομματικές κυβερνήσεις είναι πιο συνεκτικές, πιο αποφασιστικές, διασφαλίζουν την διαχείριση των κρίσεων, με πολύ μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα».
Όσον αφορά τη συζήτηση για το πρόσωπο του/της Προέδρου της Δημοκρατίας, αυτή είναι «πρόωρη και θα εκκινήσει αφενός εντός των συνταγματικών προθεσμιών και αφετέρου με πρωτοβουλία του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, που είναι και η ισχυρότερη Κοινοβουλευτική Ομάδα».
Ερωτηθείς, τέλος, για τις επόμενες κυβερνητικές πρωτοβουλίες, ο Μ. Βορίδης, αφού κάνει τον απολογισμό των πέντε χρόνων διακυβέρνησης, συμπεραίνει ότι αυτό, εν τέλει, που ζητείται πια είναι «να αντιμετωπιστούν τα πιο μεγάλα, τα πιο επίμονα, τα πιο δύσκολα: χωρίς να εγκαταλείπουμε τη μάχη για την βελτίωση της καθημερινότητας, τη μάχη εναντίον της ακρίβειας, ταυτόχρονα να βελτιώνουμε διαρκώς το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, να ενισχύουμε περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Και τηρώντας απαρέγκλιτα τη δημοσιονομική πειθαρχία, τηρώντας ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, συνεχίζοντας την απομείωση του δημόσιου χρέους, να θέσουμε πια στόχους στους οποίους η Ελλάδα θα αποτελέσει ένα παγκόσμιο υπόδειγμα».
Φέρνει, μάλιστα, και παραδείγματα τέτοιων στόχων: «Η τουριστική βιομηχανία μας ήδη πρωταγωνιστεί στον κόσμο, το ίδιο και η ναυτιλία μας. Τώρα θα πρέπει να επιλέξουμε και άλλους τομείς στους οποίους η χώρα θα πρωταγωνιστήσει. Μπορεί να είναι η αγροτική παραγωγή, μπορεί να είναι πτυχές της επιστήμης, η αρχαιολογία ή η φιλοσοφία, μπορεί να θέσουμε σαν στόχο να γίνουμε μία από τις πιο γαλάζιες χώρες στον κόσμο, προστατεύοντας ειδικά τις θάλασσές μας, ή δίνοντας έμφαση στην διαχείριση των υδάτινων πόρων μας. Η δεύτερη τετραετία μας θα είναι όχι απλώς η ευχάριστη έκπληξη της ανάταξης μιας χώρας που ήταν καθημαγμένη, περίπου ο παρίας του κόσμου, αλλά μιας χώρας που επιλέγει να πρωταγωνιστήσει σε συγκεκριμένους τομείς της δημόσιας ζωής».