Τρεις ερωτήσεις και απαντήσεις, που εξηγούν γιατί η προστασία των παιδιών εντός του συμφώνου συμβίωσης είναι ατελέσφορη και εισάγει μια νέα διάκριση σε βάρος τους, που δεν προστατεύει εν τέλει τα δικαιώματά τους, όπως είναι και το ζητούμενο, παραθέτει σε ανάρτησή του ο υπουργός Επικρατείας, Άκης Σκέρτσος.
«Ο πρωθυπουργός υπήρξε σαφής: δεν υπάρχει άσπρο και μαύρο και σεβόμαστε την άποψη εκείνων που διαφωνούν, αλλά λέμε ότι η Ελλάδα πρέπει να κάνει αυτό που έχουν κάνει 36 χώρες του κόσμου, 20 στην Ευρώπη ως προς τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και 22 χώρες στην Ευρώπη και 39 στον κόσμο ως προς την τεκνοθεσία» δήλωσε ο κ. Σκέρτσος νωρίτερα, μιλώντας στον ΣΚΑΪ.
Οι 3 ερωταπαντήσεις από τον υπουργό Επικρατείας
1. Αν το πρόβλημα είναι πού θα πάει το παιδί, αν πεθάνει ο αναγνωρισμένος γονέας, αυτό μπορεί να λυθεί και με μια πρόβλεψη ότι σε τέτοιες περιπτώσεις θα αναλαμβάνει κηδεμόνας ο/η σύντροφός του (σε σύμφωνο συμβίωσης). Γιατί λοιπόν δεν αρκεί αυτό και χρειάζεται να θεσπίσουμε γάμο και υιοθεσία;
Γιατί απλούστατα ο κηδεμόνας (κατ’ ακριβολογία ο επίτροπος, δεν υφίσταται στο δίκαιό μας ο όρος κηδεμόνας) ΔΕΝ είναι ούτε ποτέ μπορεί να θεωρηθεί γονέας. Επίτροπο έχουν τα ορφανά παιδιά, εδώ μιλάμε για παιδιά που έχουν γονέα και εμείς ως πολιτεία θα τους τον στερήσουμε;
Έχουμε, δηλαδή, έναν άνθρωπο, ο οποίος ήδη μεγαλώνει ένα παιδί ως γονέας και, κυρίως, θέλει να αναλάβει υπεύθυνα και συνειδητά όλες τις νομικές και ουσιαστικές υποχρεώσεις, που συνοδεύουν αυτή τη σχέση, και η πολιτεία θα του λέει υποκριτικά: όχι, θα είσαι απλά επίτροπος, σαν να είναι κάποιο ίδρυμα; Δεν στιγματίζει αυτά τα παιδιά μια τέτοια λογική; Σε ένα παιδί μάλιστα που βίωσε την τραγική απώλεια του ενός -αναγνωρισμένου- γονέα, λέμε ότι δεν θα έχει καθόλου γονέα, αλλά επίτροπο; Είναι προς το συμφέρον του παιδιού αυτό; Είναι παράλογο ενώ υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να αυτοδεσμευθούν και να παντρευτούν τον ή τη συντροφό τους υιοθετώντας το παιδί του/της και αναλαμβάνοντας περισσότερες υποχρεώσεις έναντι αυτού, η Πολιτεία να τον/την εμποδίζει. Παράλογο, άδικο και κυρίως υποκριτικό.
Αλλά ας δούμε και τις πρακτικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ επιτροπείας και γονεϊκής σχέσης: Η επιτροπεία δεν δημιουργει συγγένεια. Το παιδί έχει πολύ λιγότερα δικαιώματα έναντι του επιτρόπου και η σχέση αυτή σταματά όταν ενηλικιωθεί. Άρα δεν έχει δικαίωμα διατροφής έναντι του επιτρόπου ούτε πριν ούτε μετά την ενηλικίωση (συχνά υπάρχει τέτοια υποχρέωση για τους γονείς, πχ όταν τα παιδιά σπουδάζουν) ή κοινωνικοασφαλιστικές παροχές (πχ. δεν μπορεί να εγγραφεί το παιδί ως έμμεσο ασφαλισμένο μέλος στον ασφαλιστικό φορέα του επιτρόπου) και βέβαια δεν μπορεί να κληρονομήσει τον επίτροπο (παρά μόνο με διαθήκη, εφόσον δηλαδή το θελήσει ο επίτροπος, και μάλιστα θα τον κληρονομήσει ως “εξωτικός” δηλαδή με πολλαπλάσια φορολόγηση). Είναι όλα αυτά προς το συμφέρον του παιδιού;
2. Ωραία λοιπόν, τότε γιατί δεν μπορεί να θεσπιστεί μια νέα σχέση “κηδεμονίας” για τον ή την σύντροφο (με σύμφωνο συμβίωσης) του αναγνωρισμένου γονέα, που θα λύνει αυτά τα προβλήματα;
Ποιά χώρα στον κόσμο έχει λύσει αυτά τα προβλήματα με αυτόν τον τρόπο; 39 χώρες έχουν νομοθετήσει την ισότητα στην υιοθεσία, και η Ελλάδα θα είναι η μοναδική που θα δημιουργήσει ένα καινούριο πλαίσιο, διαφορετικό από όλες τις άλλες χώρες, πρωτότυπο στον κόσμο;
Κατ’ αρχάς αν ιδρύαμε μια νέα “οικογενειακή” σχέση, όπως αυτή που προτείνετε, θα άλλαζε όλο το οικογενειακό δίκαιο, θα περιελάμβανε αναγκαστικά και τα ετερόφυλα ζευγάρια και θα δημιουργούσε πάρα πολλά νέα ζητήματα, πιο πολλά από αυτά που επιδιώκει να λύσει.
Επίσης, η «κηδεμονία» θα ισχύει μόνο μετά το θάνατο του αναγνωρισμένου γονέα; Αν ναι, μια τέτοια “λύση” καθόλου δεν λύνει τα προβλήματα ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του μη αναγνωρισμένου γονέα, σε ομαλές συνθήκες, δηλαδή όσο ο αναγνωρισμένος γονέας βρίσκεται στη ζωή (νοσοκομείο, σχολείο, συνοδεία σε δραστηριότητες, μη υποχρέωση διατροφής σε περίπτωση λύσης του συμφώνου συμβίωσης κλπ). Εξάλλου, δεδομένου ότι μια τέτοια ρύθμιση θα ισχύει αναγκαστικά και για τα ετερόφυλα ζευγάρια, δεν είναι κατανοητό γιατί θα πρέπει το άλλο μέρος του συμφώνου συμβίωσης να γίνεται αυτόματα κηδεμόνας του παιδιού όταν πεθαίνει ο ένας γονέας.
Το παιδί μπορεί να έχει άλλον γονέα, ή άλλους συγγενείς που μπορεί να πάει το παιδί (τα ετερόφυλα ζευγάρια όταν θέλουν να λύσουν αυτά τα θέματα συνάπτουν γάμο και προχωρούν σε υιοθεσία).
Αν από την άλλη η πρόταση είναι να θεσπιστεί μια νέου είδους “συγκηδεμονία” του συντρόφου του αναγνωρισμένου γονέα (εντός συμφωνου συμβίωσης) όσο βρίσκεται και ο άλλος, αναγνωρισμένος γονέας, στη ζωή, αυτό αφ’ ενός θα επηρεάσει και τα ετερόφυλα ζευγάρια, που δεν είναι αναγκαστικά επιθυμητό, και αφ’ετέρου, στην ουσία συνομολογούμε ότι θέλουμε μια νέα νομική σχέση που θα έχει ακριβώς τα ίδια στοιχεία (δικαιώματα, υποχρεώσεις) με τη γονεϊκή, αλλά θα τη βαφτίσουμε κάπως αλλιώς. Έτσι, η εφεύρεση μιας νέας οικογενειακής έννομης σχέσης υπό το πλαίσιο του συμφώνου συμβίωσης και ειδικά για τα ομόφυλα εντείνει την ανισότητα που βιώνουν τα παιδιά των οικογενειών αυτών.
3. Τότε γιατί απλά δεν αλλάζουμε το σύμφωνο συμβίωσης, ώστε να επιτρέπει την υιοθεσία του παιδιού του συντρόφου;
Αυτό από τη μία πλευρά θα έλυνε το πρόβλημα των παιδιών, όμως θα διατηρούσε μια άδικη, αθέμιτη διάκριση εις βάρος των ομόφυλων ζευγαριών, που δεν θα μπορούν να συνάψουν γάμο όπως όλοι οι υπόλοιποι συμπολίτες μας. Αλλά και δεν απαντά στις ενστάσεις όσων είναι εναντίον του δικαιώματος της υιοθεσίας που απορρέει από τον γάμο, διότι ουσιαστικά τις αναπαράγει, απλά στα πλαίσια του συμφώνου.