Μάκης Πουνέντης, Μαρία Φραγκάκη και Ελένη Τσολάκη αναλαμβάνουν «δράση» μέσα από τον «Λάμψη» 92,3 να σας ψυχαγωγήσουν.
Οι τρεις ραδιοφωνικοί παραγωγοί μίλησαν στο περιοδικό «Τηλέραμα» για τη συνεργασία τους και τα όνειρά τους.
Ο Μάκης Πουνέντης, μιλώντας στο περιοδικό, είπε πώς κατέληξε στην επιλογή της Ελένης Τσολάκη και της Μαρίας Φραγκάκη: «Κρίνοντας εξ ιδίων! Γιατί εκείνο που θέλω πιο πολύ απ’ όλα πρωί πρωί είναι να έχω δίπλα μου πρόσωπα που μου φτιάχνουν την διάθεση. Που την ισιώνουν, πώς το λένε! Καλοσυνάτα, με καλή καρδιά. Έτσι παίρνω δύναμη, η οποία στη συνέχεια διοχετεύεται και στο κοινό που μας ακούει. Με την Μαρία είχαμε ξανασυνεργαστεί παλιότερα, οπότε ήξερα πόσο άψογη επαγγελματίας είναι, ενώ η Ελένη με κέρδισε από την πρώτη στιγμή που την είδα, γιατί είναι έξω καρδιά. Έτσι είναι οι Θεσσαλονικές, τους έχω μεγάλη αδυναμία. Έχει και μια ασφάλεια που με συγκινεί ιδιαιτέρως. Την πρώτη φορά που δώσαμε ραντεβού στην Αθήνα χάθηκε για …ώρες και είχε πολλή πλάκα».
Σχετικά με τις διαφορές της νέας εκπομπής, και σχολιάζοντας παράλληλα το γεγονός ότι για μια ακόμα χρονιά το πρωινό του Λάμψη 92,3 δεν έχει τίτλο, ο διευθυντής του Λάμψη 92,3 είπε: «Έτσι έκανα πάντα. Δεν βάζω τίτλους. Προτιμώ τα ονόματα των συνεργατών μου. Έτσι κι αλλιώς το ραδιόφωνο δεν είναι ποτέ υπόθεση ενός. Φέτος η εκπομπή θα είναι περισσότερο διαδραστική και θα στοχεύει στη διαρκή επικοινωνία με το κοινό μέσω των social media. Θα ποντάρουμε σε τέτοιο βαθμό σε facebook, twitter, και λοιπά applications, που στην ουσία ο κόσμος θα μας… διαμορφώνει. Με τα θέλω, και τις επιθυμίες και τις προτιμήσεις του. Η τεχνολογία βρίσκεται στο πλευρό μας».
Η Μαρία Φραγκάκη σχολίασε το νέο της ξεκίνημα ως «Πολύ όμορφο ξεκίνημα, αφού οι ακροατές μάς υποδέχτηκαν πολύ θερμά και με πολλή αγάπη», είπε. Και πρόσθεσε: «Είναι δύσκολο να κερδίσεις τον κόσμο στο ραδιόφωνο και ακόμα έχουμε δρόμο μπροστά μας, αλλά μέρα με τη μέρα γνωριζόμαστε πιο πολύ και εύχομαι να πάει ακόμα καλύτερα».
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στον Μάκη Πουνέντη και την Ελένη Τσολάκη: «Στον Μάκη μού αρέσει που είναι γεμάτος εκπλήξεις. Δεν βαριέσαι ποτέ μαζί του, είτε στον αέρα είτε εκτός. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι γνωρίζει το ραδιόφωνο όσο κανένας άλλος, και το έχει αποδείξει με την πορεία του. Την Ελένη μόλις τη γνώρισα, οπότε είναι νωρίς για να πω ότι την ξέρω. Αυτό που βλέπω όμως και μου αρέσει είναι ότι είναι ένα κορίτσι ζωηρό, χαρούμενο, έξυπνο και αυθόρμητο, που έχει το ταπεραμέντο της Θεσσαλονίκης».
Τέλος, αποκάλυψε ποιες είναι οι στιγμές που απολαμβάνει πιο πολύ στην πρωινή εκπομπή του Λάμψη 92,3: «Το πρωινό στο ραδιόφωνο είναι ειδική κατηγορία από μόνο του. Από τις 6.45 το πρωί που βγαίνουμε στον αέρα μέχρι και τις 10 που κλείνουμε είμαστε όλο κέφι και εγρήγορση. Αγαπημένη στιγμή είναι όταν παίρνουμε τα ντέφια και στήνουμε γλέντι on air, αλλά και τα τηλεφωνήματα και οι πλάκες που κάνουμε. Για να μην αναφερθώ στα ανέκδοτα του Μάκη, που έχουν μεγάλη επιτυχία».
Στο περιοδικό φυσικά μίλησε και η τρίτη της παρέας, η Ελένη Τσολάκη. «Όλα έγιναν πολύ ξαφνικά. Μέσα σε μία εβδομάδα» αποκάλυψε η Ελένη Τσολάκη για το πώς βρέθηκε στην Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη, και πρόσθεσε: «Από τα “Κορίτσια για σπίτι” έπρεπε να πάρω την απόφαση να κατέβω στην Αθήνα για τους “ΠΕΔΕΣ”. Ε, και την πήρα. Ταχύτατα. Έτσι κι αλλιώς, ύστερα από τόσο καιρό ραδιόφωνο και τηλεόραση στη Θεσσαλονίκη, ήταν το αμέσως επόμενο λογικό βήμα νομίζω. Έπειτα, είπα στον εαυτό μου: “Στο κάτω κάτω, αν δεν σου αρέσει, μπορείς πάντα να τα μαζέψεις και να γυρίσεις πίσω”» ενώ σχετικά με το τι της αρέσει στους νέους της συνεργάτες δήλωσε: «Λατρεύω το χιούμορ του Μάκη, τον θεωρώ οξυδερκή και απίστευτα συνεργάσιμο, με επιθυμία να μοιραστεί με τους συνεργάτες του τα πάντα. Αγαπώ τη φωνή της Μαρίας και πιστεύω πως είναι πανέξυπνη. Γενικά ο καθένας μας έχει δικό του στιλ, και αυτό νομίζω πως μας κάνει ιδιαίτερα ξεχωριστούς ως ομάδα».
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στους μελλοντικούς της στόχους: «Εγώ τώρα ξεκινάω, οπότε κατά κάποιον τρόπο αφήνω τη ζωή να με πάει. Έπειτα, δεν κάνω μακροπρόθεσμα σχέδια, προτιμώ να πετυχαίνω κοντινούς στόχους, τον ένα μετά τον άλλον. Άλλωστε, για να φτάσεις στην κορυφή του βουνού, πρέπει πρώτα να περάσεις από διάφορα μικρά λοφάκια»