Ένα από τα βασικά ερωτήματα που απασχολεί το χώρο της δημοσιογραφίας, είναι το δίλημμα μεταξύ ταχύτητας και εγκυρότητας. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να προτιμηθεί η άμεση ενημέρωση, αφήνοντας σε δεύτερο επίπεδο την επιβεβαίωση της πληροφορίας, ή ο στόχος είναι η εγκυρότητα ακόμη και με τίμημα την αμεσότητα.
Η ιδανική κατάσταση, περιγράφεται ως ο συνδυασμός των δύο. Η «έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωση» είναι άλλωστε μια φράση κλισέ στο χώρο της δημοσιογραφίας. Και όμως, αυτό δεν είναι πάντα εφικτό. Ιδιαίτερα στην εποχή του Twitter και των κοινωνικών δικτύων, οι πληροφορίες από διάφορες πηγές πλημμυρίζουν τον Ιστό, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό περιβάλλον στο θέμα της ταχύτητας της μετάδοσης της είδησης.
Στο περιβάλλον αυτό αναγκάζονται να προσαρμοστούν και μεγαθήρια της δημοσιογραφίας όπως είναι οι New York Times, χωρίς όμως να αποφύγουν το κόστος. Αυτό αναγκάστηκε να πληρώσει η γνωστή εφημερίδα, στην κάλυψη των γεγονότων της μαζικής δολοφονίας στο σχολείο του Κονέκτικατ.
Η ακρίβεια της πληροφορίας πέρασε σε δεύτερη μοίρα, προκειμένου να ικανοποιηθεί το αίτημα της ταχύτητας. Ακόμη χειρότερα, άλλα ΜΜΕ πιστεύοντας όσα αναμετέδιδε η ιστοσελίδα της εφημερίδας, έσπευσαν να τα αναπαραγάγουν με αποτέλεσμα οι ψευδείς ειδήσεις να «παίξουν» παντού. Βέβαια κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει για αυτό την ίδια την εφημερίδα.
Χαρακτηριστικά περιστατικά της λανθασμένης ενημέρωσης, ήταν η μετάδοση του ονόματος του Ράιαν Λάντζα ως δολοφόνου, τη στιγμή που επρόκειτο για τον αδελφό του Άνταμ. Ακόμη, την επόμενη μέρα στο πρωτοσέλιδο περιγράφονταν πώς μπήκε στο σχολείο με την άδεια του διευθυντή που τον αναγνώρισε σαν «το γιο ενός συναδέλφου».
Η πραγματικότητα, ήταν πολύ διαφορετική μιας και μπήκε ντυμένος με στρατιωτική στολή και κουβαλώντας όπλα! Επιπλέον, δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί ότι η μητέρα του δούλευε ποτέ στο σχολείο.
Όπως είναι προφανές τα σφάλματα αυτά δεν πέρασαν απαρατήρητα από αναγνώστες της -κατά γενική ομολογία- έγκυρης εφημερίδας. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή μιας αναγνώστριας: «Το βαφτιστήρι της κόρης μου ήταν ένα από τα 6χρονα που δολοφονήθηκαν στο Κονέκτικατ την Παρασκευή. Πιστεύαμε ότι οι The New York Times ενδιαφέρονταν περισσότερα για να γράφουν σωστά, παρά να γράφουν γρήγορα. Δεν το πιστεύουμε πλέον». Αξίζει να σημειωθεί ότι πρόκειται για μια 75χρονη γυναίκα, οποία κατά ιδίαν δηλώσή της ήταν συνδρομήτρια από την ηλικία των 21 ετών.
Στο ερώτημα που επανέρχεται, έτσι πιο επιτακτικό από ποτέ, τα περισσότερα ΜΜΕ δυσκολεύονται να δώσουν μια απάντηση. Το μόνο που προσπαθούν να κάνουν προς το παρόν είναι να πάρουν ορισμένες προφυλάξεις και δικλείδες, όπως είναι η απόδοση των πληροφοριών σε συγκεκριμένες πηγές, όπως λχ. το γραφείο Τύπου της αστυνομίας. Αρκεί όμως αυτό;