Οι υποκλοπές της «News of the World» και η πτώση της αυτοκρατορίας του Μέρντοκ κάθε άλλο παρά κάθαρση του Τύπου από τα μεγάλα του ελαττώματα σημαίνουν.

Με τον θάνατο του δημοσιογράφου, που πρώτος μίλησε για τις υποκλοπές της «News of the World», με παραιτήσεις θεσμικών αξιωματούχων που διευκόλυναν τις ανοίκειες μεθόδους «ψυχαγωγικής ενημέρωσης» της μιντιακής αυτοκρατορίας του Μέρντοκ, με το σκάνδαλο να αγγίζει το πρωθυπουργικό περιβάλλον της Βρετανίας, η σκιά πέφτει βαριά όχι μόνο στις επιχειρήσεις Τύπου του μεγιστάνα αλλά και στο παγκόσμιο πεδίο της λειτουργίας του Τύπου.
Μπορεί να δήλωσε on camera «ντροπιασμένος» ο γηραιός πλέον, πλην πανίσχυρος ώς χθες, άνδρας της μιντιακής κοσμογονίας που συντελέστηκε τη δεκαετία του ’80 και να φαίνεται ότι πληρώνει αυτός τον λογαριασμό του κυνισμού που και ο ίδιος υπηρέτησε, ενδεχομένως και ο γιος του, στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για μια ολόκληρη εποχή του Τύπου που έφτασε στα όριά της.

Ποιος θα φανταζόταν στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ότι θα έφτανε η στιγμή που θα βρισκόταν σε αλγεινή θέση ο Ρούπερτ Μέρντοκ. Τότε που δημιουργούσε τη μιντιακή αυτοκρατορία του προκαλώντας τις πρώτες ανησυχίες σχετικώς με την υπερσυγκέντρωση μέσων ενημέρωσης στα χέρια ελάχιστων μεγιστάνων και τις πρώτες εμβριθείς αναλύσεις, πανεπιστημιακές έρευνες, άρθρα για τις μεγάλες αλλαγές στον Τύπο, με τους αυστηρούς του κανόνες να χαλαρώνουν μπροστά στο κέρδος και την εξουσία των υπερσυγκροτημάτων.

Μέχρι τη στιγμή που ζήτησε συγγνώμη για το σοβαρότατο και ασυγχώρητο από μια δημοκρατία με θεσμούς που λειτουργούν έγκλημα της υποκλοπής τηλεφώνων από την εφημερίδα του «News of the World» και έβαλε λουκέτο στην εφημερίδα, ο Ρούπερτ Μέρντοκ ήταν ο αδιαμφισβήτητος νικητής της παγκόσμιας κούρσας της ενημέρωσης.

Αυστραλός, με εξαιρετικές σπουδές στη Βρετανία που έμειναν ανολοκλήρωτες όταν χρειάστηκε να επιστρέψει στην πατρίδα του για να αναλάβει την εφημερίδα του αποθανόντος πατρός («The News»), εκμεταλλεύτηκε άριστα τη χρυσή εποχή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, της χρηματιστηριακής φρενιτίδας που συνδυάστηκε και συνδέθηκε με την ενημερωτική φρενιτίδα, την εποχή του CNN της παγκοσμιοποιημένης πληροφόρησης, του τηλεοπτικού ριάλιτι και της κοσμογονίας «Οπρα».

Ολα αυτά διαμόρφωσαν την ατμόσφαιρα της μεγάλης αγοράς των μίντια, όπου η πληροφορία έγινε αποκλειστικώς «προϊόν» και ο παραδοσιακός ρόλος του δημοσιογράφου αναδιαμορφώθηκε καθώς προστέθηκαν στοιχεία, ανοίκεια μέχρι τότε με το δημοσιογραφικό λειτούργημα.

Εγινε ψυχαγωγός, λίγο σκηνοθέτης, έγινε σόουμαν στον τομέα της τηλεοπτικής ενημέρωσης, έγινε κυνικός πωλητής, έγινε διαμορφωτής καταναλωτικών ηθών και στο σκληρό κυνήγι του ανταγωνισμού έγινε αυτός που στήριξε την κατάλυση του δημόσιου από το ιδιωτικό και διευκόλυνε την επικράτηση ενός ύπουλου φασισμού, της περιβόητης «διαφάνειας» της ζωής διασημοτήτων παντός είδους. Εδώ ακριβώς χάθηκε και το μέτρο, καθώς το είδος αυτό του δημοσιογραφικού λόγου που θάμπωνε το βλέμμα του λαϊκού κοινού επηρέασε την πολιτική σκηνή και παρήγε πολιτικά αποτελέσματα.

Στα τριάντα αυτά χρόνια που διαμορφώθηκαν οι κολοσσιαίες μιντιακές αυτοκρατορίες, διαμορφώθηκαν και δημοσιογραφικές νοοτροπίες που επέτρεψαν σε αλλοτινούς εφιάλτες της δημοκρατίας να γίνουν μέσα μαζικής ψυχαγωγίας. Από μέθοδος φασιστικών, αυταρχικών καθεστώτων, η παρακολούθηση της ιδιωτικής ζωής εξελίχθηκε μέσα από τον κιτρινισμό των εφημερίδων και του τηλεοπτικού ριάλιτι σε μέθοδο ανάπτυξης μιας κουλτούρας της «κλειδαρότρυπας».

Δεν ήταν εφεύρεση των εντύπων του Μέρντοκ όλο αυτό. Ο σκληρός ανταγωνισμός όμως τα οδήγησε, όπως αποκαλύφθηκε, να ξεπεράσουν τα όρια. Αν και η ατυχία τους ήταν ότι αποκαλύφθηκαν. Γιατί όσο και να παριστάνουν τους έκπληκτους, εχθροί και φίλοι, πολλοί καταφεύγουν, είτε με την κάλυψη των εντύπων τους είτε μόνοι, προκειμένου να εξασφαλίσουν «λαυράκι»σε μεθόδους όπως της «News of the World» – υποκλοπών τηλεφωνημάτων και email προσώπων της επικαιρότητας. Και το πιο σημαντικό είναι ότι το γνωρίζουν απολύτως οι ισχυροί της πολιτικής, συνεργάζονται και συχνά πυκνά χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες αυτού του είδους της «δημοσιογραφίας».

Αλλά ας μη γελιόμαστε. Η αποκάλυψη των υποκλοπών και ιδίως της ανατριχιαστικής υπόθεσης του θανάτου μιας νεαρής στην εφηβεία με την εφημερίδα του Μέρντοκ να παραπλανά τις Αχές προκειμένου να εξασφαλίζει «καυτό» υλικό για το κανιβαλικό κοινό, θαυμάσια θα μπορούσε να ενταχθεί στον πόλεμο των μίντια και στη σκληρή πολιτική αντιπαράθεση, χωρίς ουδόλως να αποτελέσει κάθαρση για τον παγκόσμιο Τύπο.