Με αφορμή τη χθεσινή Γιορτή της Μητέρας, ο σχεδιαστής μόδας, Βασίλης Ζούλιας, έγραψε στον προσωπικό του λογαριασμό στο Instagram το δικό του μοναδικό «ευχαριστώ» στη μητέρα του. Ο ίδιος μίλησε για τα δύσκολα χρόνια που έζησε, αλλά και για το πώς κατάφερε να ξεπεράσει τους δαίμονές του και όλα όσα τον βασάνιζαν κατά τα νεαρά του χρόνια.
Ο ίδιος αναφέρθηκε στο πώς η αγάπη της μητέρας του τον βοήθησε να πιστέψει και ο ίδιος στον εαυτό του, καθώς εκείνη δε σταμάτησε ποτέ να είναι δίπλα του. Τα λόγια το Βασίλη Ζούλια για τη μητέρα του συγκινούν.
Δείτε την ανάρτησή του
«Αγαπημένη μου Μητέρα…χρόνια σου πολλά, σαν τώρα θυμάμαι τη στιγμή που πήρες την απόφαση να φύγεις από τον κακοποιητικό γάμο σου… έβρεχε και ήταν χειμώνας γύρω στο ΄70 στην Άνδρο… μου έβαλες ένα παλτουδάκι και κασκόλ, εσύ μια καμπαρντίνα και μαντήλι στο κεφάλι, μια βαλίτσα πράγματα και φύγαμε με το βραδινό για την Αθήνα.. η ήταν πρωί που έμοιαζε με νύχτα… σαν νεορεαλιστική ταινία του Φελλίνι…
Μπράβο σου! Ήσουνα νέα και όμορφη και πήρες τη ζωή στα χέρια σου, με τον δύσκολο δρόμο… δουλεύοντας σκληρά για να μην μου λείψει τίποτα… ενώ μπορούσες και αλλιώς, αν ήθελες… αλλά τελικά δεν μπορούσες… οι αρχές σου ήταν πάντα πάνω απ’ τις οποίες δυσκολίες…
Κακή κουβέντα απ’ το στόμα σου δεν άκουσα ποτέ και για κανέναν…. ακόμη και για τον Πατέρα μου, ή θα έλεγα, κυρίως για αυτόν.. και αν άκουγες καμία φορά την θεία μου να τον βρίζει, εσύ έλεγες… “σε παρακαλώ, Μαρία μου, είναι ο πατέρας του παιδιού μου”… σήμερα σε ευχαριστώ για αυτό… Σε ευχαριστώ που δεν με δηλητηρίασες για αυτόν, αν και θα μπορούσες… τόσα που είχες τραβήξει..
Τόσα χρόνια μόνοι μας, άνδρα δεν είδα ποτέ στο σπίτι. Και όταν ήρθε η ώρα να κάνεις τον δεύτερο γάμο σου, μου φέρθηκες σαν να ήμουνα μεγάλος… με πήγες στην Σόνια να τον γνωρίσω και αφού φάγαμε γλυκό όλοι μαζί και έφυγε μου λες… “Βασιλάκη μου τι λες; μου ζήτησε να παντρευτούμε, αλλά μόνο αν πεις εσύ το ναι”… Ήμουνα 11 χρόνων…και φυσικά είπα ναι.. Ήθελα τόσο να σε δω ευτυχισμένη. Μείνατε αγαπημένοι μέχρι το τέλος του, 49 χρόνια μετά.
Στην εφηβεία μου σε τσάκισα σαν να ήθελα να σε εκδικηθώ, σήμερα ξέρω κανείς δεν έφταιγε. Πονούσα τον εαυτό μου, πονούσα και σένα ασταμάτητα και βασανιστικά, από το χέρι σου έφυγα και πήδηξα στο κενό μπροστά σου, σαν να ήθελα να σε τελειώσω και σένα μαζί με μένα.
Θυμάμαι σου έλεγα στο παραλήρημά μου… “τι φταίω εγώ που με γέννησες για να πονάω???”. Τόσα ήξερα, τόσα έλεγα τότε.. Για όλα έφταιγες εσύ και εσύ εκεί, πάντα να πιστεύεις σε μένα και να ελπίζεις, εκεί δίπλα μου σαν σάκος του μποξ.
Κάποια στιγμή, στα 29 μου, άρχισε η θεραπεία μου και έτσι ξαναβρεθήκαμε, μπόρεσα επιτέλους να σου πω το “σ αγαπώ”… Μα πόσο δύσκολο ήταν αυτό.
Σ αγαπώ γιατί επιτέλους μ αγαπώ»