Ο Ηλίας Ψινάκης στο επεισόδιο της εκπομπής στο «Στο Γηροκομείο» που μεταδόθηκε τα ξημερώματα της Τετάρτης (13/7) από τον τηλεοπτικό σταθμό Mega στάθηκε στην ταραγμένη σχέση με τον πατέρα του που πέθανε σε ηλικία 64 ετών το 1990.
Ο παρουσιαστής της εκπομπής σε μια από τις σπάνιες φορές που μιλά για την οικογένειά του διηγήθηκε στην κάμερα την προσωπική του ιστορία.
Όπως εξήγησε η μητέρα του ήταν από πολύ καλή οικογένεια – ο παππούς του ήταν αρχίατρος του βασιλιά Κωνσταντίνου (παππού του τέως) – ενώ ο πατέρας του ήταν ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στην Ελλάδα.
Ο ίδιος τους πρώτους μήνες της ζωής του τους πέρασε σε σκάφος και 9 μηνών τον έφεραν οι γονείς του στο σπίτι.
«Δεν είχα καλή σχέση με τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν ένας πάρα πολύ άξιος άνθρωπος. Είχε την ΗΛΚΑ. Είχε εφεύρει τους αναφλεκτήρες των μπαζούκας. Κακό κάρμα βέβαια αλλά πάρα πολλά λεφτά», είπε αρχικά και συνέχισε: «Γεννήθηκα σε ένα περιβάλλον με πολύ μορφωμένους από την πλευρά της μαμάς μου και πολύ πλούσιους από την πλευρά του μπαμπά μου και τους έβλεπα όλους αυτούς χάλια. Ο πατέρας μου απαιτούσε όλοι να είναι σαν αυτόν. Για μένα άλλο ήθελε ο μπαμπάς μου άλλο η μαμά μου».
Οι δύο αποκληρώσεις σε μια μέρα και το «ό,τι μου κάνει κέφι»
Ο Ηλίας Ψινάκης ακολούθως θυμήθηκε τη μέρα που ο πατέρας του τον αποκλήρωσε δύο φορές μέσα σε μια μέρα. «Μια φορά με αποκλήρωσε μία μέρα δυο φορές και του λέω “ρε, μπαμπά δε γίνεται αυτό το πράγμα”. Μου έλεγε “να κουρευτείς αλλιώς τη Μερσεντές στον κύριο Γιάννη”. Μια μέρα τα μάζεψα, πάω στο γραφείο στον Πειραιά να το δώσω στον κύριο Γιάννη, δεν φρενάρει στα πλακάκια η Μερσεντές, μπαίνει η τζαμαρία όλη και σκάει στο καπό αλλιώς δεν θα σας μίλαγα και λέω “πες στον π… τη Μερσεντές την έδωσα και να μην με ξαναπάρει τηλέφωνο”».
«Και τότε αποφάσισα να κάνω ό,τι μου κάνει κέφι γιατί όλοι οι επιτυχημένοι τότε ήταν δυστυχισμένοι. Αν πετύχω θα είμαι σαν αυτούς; Όχι αγάπη μου!», συμπλήρωσε.
Έπειτα έδωσε κι άλλες λεπτομέρειες για την οικογενειακή ζωή του. «Σιχαινόμουν τους συγγενείς. Είχαμε ένα πολύ μεγάλο σπίτι και φέρνανε όλοι τα παιδιά τους για να παίζουμε. Και αυτό ήταν τρελό γλείψιμο και πολύ σιχαμένο και το κατάλαβα από μικρός».
«Εκεί πήρα και μερικά μαθήματα γιατί όταν χώρισε η μαμά μου με τον μπαμπά μου επειδή ο μπαμπάς μου είχε τα λεφτά ακόμα και οι συγγενείς της μητέρας μου πήγαν υπέρ του μπαμπά μου στα δικαστήρια που σφάχτηκαν».
«Με ήθελε ρομπότ»
Αυτό βέβαια τον οδήγησε να πάρει και κάποιες αποφάσεις, όπως ανέφερε στη συνέχεια. «Και από τότε επέλεξα να έχω μόνο τους φίλους μου ή τους συγγενείς που τυχαίνει να είναι φίλοι μου. Εγώ αποφάσισα να μείνω με τη μητέρα μου. Ο πατέρας μου δεν το κατάπιε αυτό. Ήταν πολύ αυταρχικός. Δεν τον χώνευα, με ήθελε ρομπότ. Ο πατέρας μου μού έλεγε “μην δέχεσαι συμβουλή. Όταν σου λένε να σου δώσουν μια συμβουλή θα τους λες δώσε μου 10.000 δολάρια”. Μια μέρα είπε να μου δώσει μια συμβουλή και του λέω “δώσε μου 10.000 δολάρια” και κόβει ένα τσεκ και μου το δίνει».