Τα «ξύλινα τείχη» της Ελλάδος ταξίδεψαν με τον designer Γιώργο Βαφειάδη στη Ρώμη και από εκεί σε ολόκληρο τον κόσμο. Απέκτησαν ταυτότητα και δημιούργησαν ένα από τα διάσημα ατελιέ σχεδίασης και κατασκευής πολυτελών σκαφών με αμέτρητες διακρίσεις σε Μονακό, Λονδίνο, Νέα Υόρκη και Τοκυο! Και όλα αυτά, ξεκινώντας κυριολεκτικά από το μηδέν για τον ιδρυτή του «Studio Vafiadis», Γιώργο Βαφειάδη!

Συνέντευξη στον Θεόδωρο Στέφο

Σήμερα, στην εταιρεία, που όχι μόνο σχεδίασε αλλά και κατασκεύασε «πλωτό στάβλο» σε θαλαμηγό για έναν τεξανό μεγιστάνα, προστέθηκε δίπλα στο όνομα του Γιώργου Βαφειάδη και αυτό του γιου του, Στέφανο Βαφειάδη.

– Στέφανο, θέλω να θυμηθείς και να μου περιγράψεις την πρώτη συνεργασία με τον πατέρα σου, Γιώργο Βαφειάδη.

Η πρώτη συνεργασία με τον πατέρα μου ήταν για ένα πολύ ενδιαφέρον concept ενός πελάτη, που ήθελε ένα σκάφος εμπνευσμένο από μια γνωστή ιταλική μάρκα σπορ αυτοκινήτων. Είχα μόλις αποφοιτήσει και ήμουν πολύ ενθουσιασμένος με την ιδέα. Το αποτέλεσμα στην αρχή ήταν πραγματικά εξωφρενικό: γι’ αυτόν τον λόγο αυτό το έργο ονομάστηκε «Extravagant». Οι επιφάνειες ήταν πολύπλευρες και πολύ κοφτερές. Ήταν μια περίοδος που οι άνθρωποι ήταν πολύ «τολμηροί», θα μπορούσαμε να πούμε, με τα σχήματα, και τα σκάφη εξακολουθούσαν να έχουν πολύ σπορ επιρροές.

Τελικά, αν και το έργο της κατασκευής του σκάφους – θαλαμηγού στη συνέχεια «μαλάκωσε», πριν γίνει η παρουσίαση από τον πατέρα μου στον πελάτη, αυτός έμεινε πολύ ευχαριστημένος. Έτσι, από κοινού πήραμε την απόφαση και φτιάξαμε μια πολύ επιτυχημένη σειρά πολυτελών γιοτ, που προέκυψε ακριβώς από αυτό το concept.

Ο Γιώργος Βαφειάδης με τον γιο του, Στέφανο

– Με την πάροδο του χρόνου, ακόμα κι αν είναι μικρή αυτή η περίοδος στην ουσία, υπήρξαν διαφορές ή ακόμη και αυτό που λέμε «ένταση» ανάμεσα σε σένα και τον πατέρα σου (στην κατασκευή, τη σχεδίαση, ή σε κάποιο άλλο τομέα ενός project).

Είμαστε ξεχωριστοί άνθρωποι, οπότε είναι φυσιολογικό να υπάρχουν διαφορές. Ευτυχώς! Δεν σου κρύβω πως έμαθα πολλά από αυτόν και η σχεδιαστική μου μέθοδος σίγουρα επηρεάστηκε, για να πετύχω το καλύτερο, από τις δικές του παροτρύνσεις και προτροπές. Σίγουρα μοιραζόμαστε πολύ πάθος για τη δουλειά μας. Μου αρέσει πολύ να ζωγραφίζω, όπως και εκείνος, και κάθε έργο «γεννιέται» πάνω στο χαρτί. Κάτι που είναι πολύ σπάνιο σήμερα με τη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών! Σίγουρα έχω το δικό μου στυλ, το οποίο προσπαθώ να διατηρήσω, εμπνευσμένο από την ελληνική αρμονία της γλυπτικής, τη λειτουργικότητα της αρχιτεκτονικής και τα συναισθήματα που προκαλεί ο σχεδιασμός του αυτοκινήτου, που αποτελούν το DNA μου.

– Τι θαυμάζεις στον πατέρα σου, Γιώργο Βαφειάδη;

Πολλά πράγματα. Το μεγάλο του ταλέντο, όχι μόνο στον σχεδιασμό αλλά και στη διαχείριση έργων και στο πώς να παραδίδει πάντα τα πάντα στην εντέλεια! Και δη ένα σκάφος-θαλαμηγό πολλών μέτρων. Ο αληθινά μεγάλος αλτρουισμός του είναι ένα άλλο πολύ σπάνιο χαρακτηριστικό στον σημερινό κόσμο. Η ταχύτητα στη διεκπεραίωση των πραγμάτων είναι επίσης πάντα ένα χαρακτηριστικό που διακρίνει το Studio Vafiadis, την εταιρεία μας. Ο μπαμπάς το συγκρίνει πάντα με ένα εστιατόριο, όπου το φαγητό πρέπει να βγαίνει γρήγορα και τέλειο.

Το μεγάλο προσόν του από σχεδιαστική άποψη, που κανείς δεν έχει σαν αυτόν, είναι να δημιουργεί σχέδια που είναι διαχρονικά και δεν θα παλιώσουν ποτέ. Αν δούμε τα σκάφη που κατασκεύασε το στούντιο από το πρώτο, το «Gran Mudder», το 1980, μέχρι τα πιο σύγχρονα, δεν φαίνεται να χάνουν ποτέ τη γοητεία και την ηλικία τους.

– Υπήρξε στιγμή που ένιωσες λίγο παραπάνω το βάρος της εταιρείας «Στούντιο Βαφειάδης» και αναρωτήθηκες αν θα τα καταφέρεις;

Ναι, υπάρχουν πάντα στιγμές κρίσης, αλλά δεν έχω δει ποτέ τη ζωή μου έξω από αυτό το στούντιο, που είναι η ταυτότητά μου και η οικογένειά μου. Στις οικογενειακές επιχειρήσεις, το εγώ πολύ συχνά διαφθείρει τους ανθρώπους και κυριαρχεί η επιθυμία να διεκδικήσουν τον εαυτό τους πάνω από τους άλλους, κάτι που είναι πολύ επιβλαβές. Ξέρω πολλές εταιρείες που έχουν αποτύχει εξαιτίας αυτού και είναι πραγματικά κρίμα. Δεν θα ήθελα ποτέ να τελειώσει έτσι.

Ο Στέφανο Βαφειάδης

– Σε πόσα projects έχεις συμμετάσχει μαζί με τον πατέρα σου από την αρχή της πορείας σου και ποια είναι αυτά;

Θυμάμαι δυο συγκεκριμένα, εκεί που άφησα την καρδιά μου: το ένα ήταν ένα ανοιχτό Mangusta 50 μέτρων, μοντέλο 165, από το οποίο φτιάξαμε πολύ όμορφους εσωτερικούς χώρους, αλλά που σπάνια φαινόταν, λόγω της μυστικότητας του έργου και ενός πολύ «συγκρατημένου» πελάτη. Αυτό το σκάφος ονομαζόταν Pumpkin. Ένα άλλο, πολύ όμορφο έργο, στο οποίο είχα την τύχη να συμμετάσχω, είναι το 72 μ. που κατασκευάστηκε για την Golden Yachts, «O’ Pari 3», που ήταν το πρώτο μεγάλο σκάφος που δούλεψα, για το οποίο είμαι πολύ περήφανος για το «Studio Vafiadis». Η θαλαμηγός αυτή είναι ένα πολύ όμορφο έργο, με διαχρονικές γραμμές, που εξακολουθούν να ενθουσιάζουν τόσο πολύ ακόμη και σήμερα, μετά από 8 χρόνια, όσο και την πρώτη μέρα.

– Έχετε ταξιδέψει πολύ με τον πατέρα σου, αυτό είναι βέβαιο, δεδομένης της φύσης της δουλειάς σας. Σε ποια θέση θα τοποθετούσατε την Ελλάδα και σε ποια την Ιταλία όσον αφορά την κατασκευή πολυτελών γιοτ και γενικότερα στον τομέα εργασίας σας;

Η Ιταλία αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη στον σχεδιασμό πολυτελών θαλαμηγών στον κόσμο και οι αριθμοί το αποδεικνύουν. Η Ελλάδα έχει σίγουρα μεγάλες δυνατότητες στον ναυτικό τομέα. Πολλά όμορφα πλοία έχουν ήδη ναυπηγηθεί στην Ελλάδα και νιώθω ότι αυτές τις μέρες γράφουμε την ιστορία του ελληνικού κλάδου του yachting με υπέροχες δημιουργίες, που δεν είναι τίποτα λιγότερο από σκάφη που προέρχονται από πιο «καθιερωμένες» χώρες, ας πούμε, στη ναυπήγηση σκαφών. Είμαι σίγουρος ότι η Ελλάδα θα γίνει ένας από τους πιο σημαντικούς «παίκτες» στο μέλλον. Η δεξιοτεχνία, η δουλειά και η ιδιοφυΐα του ελληνικού λαού είναι απαράμιλλη στον κόσμο και θα μπορούσαν να κάνουν πραγματική διαφορά στην κατασκευή σκαφών υψηλού επιπέδου.

– Θα σκεφτόσασταν, από κοινού μαζί με τον πατέρα σου, να ανοίξετε ένα γραφείο στην Ελλάδα στο εγγύς μέλλον, παρόμοιο με αυτό που έχετε στη Ρώμη;

Αυτή τη στιγμή δεν είναι στο άμεσο μέλλον μια τέτοια κίνηση, αλλά σίγουρα θα ήταν μια πολύ καλή επένδυση και θα υπήρχαν, επίσης, καλοί λόγοι να ανοίξουμε ένα ελληνικό υποκατάστημα. Πρώτον, γιατί θα ήθελα να έρχομαι ακόμα πιο συχνά στην Ελλάδα, όπου περνάω ήδη πολύ χρόνο. Δεύτερον, πολλοί από τους πελάτες μας δραστηριοποιούνται και ζουν στην Ελλάδα και θα είχαν στενότερη επαφή με την εταιρεία. Και τρίτον και σημαντικότερο, αυτό το στούντιο ναυπήγησης να είναι δίπλα στη θάλασσα.