Η μάχη για το εμβόλιο του κορονοϊού πήρε μόλις φωτιά, με μια δεύτερη αμερικανική εταιρία να ανακοινώνει πως το δικό της σκεύασμα είναι κατά 94,5% αποτελεσματικό. Αρκετοί είναι πλέον οι υποψήφιοι που έχουν μπει για τα καλά στην κούρσα και περιμένουν την τελική έγκριση των υγειονομικών θεσμών.
Ποιος έχει όμως κεφάλι;
Πριν από μία βδομάδα, ήταν η αμερικανική Pfizer με τον γερμανό συνεργάτη της, την εταιρία βιοτεχνολογίας BioNTech, που ανακοίνωναν ότι το δικό τους εμβόλιο έχει αποτελεσματικότητα στο 90%.
Μέσα σε όλα, υπάρχει και το ρωσικό εμβόλιο Sputnik V, για το οποίο οι δοκιμές του Gamaleya Institute έδειξαν στις 11 Νοεμβρίου ότι είναι κατά 92% αποτελεσματικό.
Τώρα ο πλανήτης περιμένει και τα δεδομένα αποτελεσματικότητας της AstraZeneca, η συνεργασία της οποίας με το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης είχε χαρακτηριστεί εδώ και καιρό ελπιδοφόρα. Η εταιρία έχει ανακοινώσει ότι θα δημοσιεύσει τα αποτελέσματά της μέσα στον Νοέμβριο ή τον Δεκέμβριο.
Και βέβαια υπάρχει πάντα και το εμβόλιο της Johnson & Johnson, η οποία έχει δηλώσει πως θα ανακοινώσει ποσοστό αποτελεσματικότητας μέσα στη χρονιά.
Η Moderna είναι η δεύτερη αμερικανική εταιρία που έδωσε μόλις στοιχεία για την αποτελεσματικότητα του δικού της εμβολίου, κάνοντας λόγο για 94,5% αποτελεσματικότητα.
Τι γίνεται όμως σε αυτές τις δοκιμές που κρίνουν την αποδοτικότητα ενός σκευάσματος;
Σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, το εμβόλιο ελέγχεται απέναντι σε ένα placebo σκεύασμα, συνήθως ένα αλατούχο διάλυμα, σε υγιείς εθελοντές, ώστε να κριθεί αν ο δείκτης μόλυνσης του κορονοϊού μειώνεται σημαντικά σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (του placebo).
Οι δοκιμές βασίζονται σε ανθρώπους που έχουν κολλήσει «φυσικά» τον ιό, κι έτσι ο χρόνος στον οποίο αποδίδουν αποτελέσματα ποικίλει σημαντικά.
Στο εμβόλιο της Moderna, για παράδειγμα, η ανάλυση έγινε σε 95 ανθρώπους που εμφάνισαν κορονοϊό. Το σκεύασμα της Pfizer βασίστηκε σε 94 κρούσματα, ενώ το εμβόλιο της Ρωσίας έγινε σε 20 ανθρώπους.
Πόσο καλά όμως πρέπει να δουλεύει ένα εμβόλιο για να πάρει έγκριση; Κι εδώ οι εκτιμήσεις ποικίλουν.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αξιώνει αποτελεσματικότητα τουλάχιστον 70%, ο αμερικανικός FDA μιλά για «τουλάχιστον 50%», ενώ ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων έχει υποστηρίξει ότι μπορεί να δεχτεί ακόμα και χαμηλότερο ποσοστό αποτελεσματικότητας.