Σκονάκι. Αυτό το «μαγικό» χαρτάκι που μας έβγαζε «ασπροπρόσωπους» μπροστά στα μάτια των καθηγητών.
Παραδεχτείτε το.
Όλοι έχουμε κάνει σκονάκι κάποια στιγμή της μαθητικής ή φοιτητικής ζωής μας.
Τα σκονάκια φυσικά με την πάροδο των χρόνων εξελίχτηκαν και έγιναν ολόκληρη… «επιστήμη».
Από χαρτάκια με κωδικοποιημένα μηνύματα, μουτζούρες με κρυμμένες λύσεις στα μαθητικά γραφεία κ.τ.λ. φτάσαμε στα γραπτά μηνύματα με τη βοήθεια των κινητών και ενδεχομένως και άλλα πολλά τεχνάσματα που δεν είχαμε φανταστεί ποτέ ότι θα υπήρχαν.
Πώς όμως φτάνει κανείς στο σημείο να αποφασίσει ότι θα «κλέψει»; Ακολουθεί κάποια λογική, είναι ένστικτο, υποσυνείδητη αντίδραση στην αδρεναλίνη και την ντοπαμίνη που εκλύεται στον οργανισμό του;
Τι είναι αυτό ακριβώς που μας κάνει να καταφεύγουμε στις «παράνομες» μεθόδους;
Σύμφωνα με μια θεωρία, που πρότεινε ο ψυχολόγος Lawrence Kohlberg το «κλέψιμο» εξαρτάται από την ηθική μας: όσο πιο ανεπτυγμένο είναι το αίσθημα της ηθικής μας, τόσο λιγότερες πιθανότητες υπάρχουν να το κάνουμε.
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος περνάει από έξι στάδια όσο μεγαλώνει, κατά τη διάρκεια των οποίων γίνεται λιγότερο εγωιστής και περισσότερος πρακτικός και λογικός σχετικά με θέματα που σχετίζονται με την ηθική. Με άλλα λόγια, υποστηρίζει ότι το «κλέψιμο» είναι το αποτέλεσμα της έλλειψης ηθικού σθένους και εκπαίδευσης.
Το 1996 ο ψυχολόγος και οικονομολόγος George Loewenstein παρουσίασε μια πιο «ψυχρή» θεωρία. Σύμφωνα με αυτή ο άνθρωπος ζυγίζει τα οφέλη της μη ηθικής πράξης με το κόστος της διάπραξης αυτής και αποφασίζει ανάλογα.
Την ίδια χρονιά οι ψυχολόγοι David Messick και Max Bazerman αντιμετώπισαν με μια πιο συναισθηματική προσέγγιση το ζήτημα, υποθέτοντας ότι, η εξαπάτηση είναι το αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερα υποκειμενικής διαδικασίας συλλογισμού που περιλαμβάνει τρία είδη επιχειρημάτων: τι και πώς σκεφτόμαστε για τον κόσμο, τους άλλους και τον εαυτό μας.
Οκτώ χρόνια μετά ο Bazerman έκανε μια προσθήκη στην αρχική του εκτίμηση. «Ως επί το πλείστον η απόφασή μας να εξαπατήσουμε ή όχι λαμβάνεται σε υποσυνείδητο επίπεδο. Είναι το αποτέλεσμα δυνάμεων που ενδεχομένως να μη γνωρίζουμε καν» είπε.
Πιο πρόσφατες μελέτες γύρω από το θέμα εξερευνούν τις λεπτές συμπεριφορικές επιδράσεις που διαμορφώνουν τη συμπεριφορά μας στην καθημερινότητά μας.
Σε ένα πείραμα που έγινε σε εργαστήριο οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι σχεδόν όλοι, αν έχουν την ευκαιρία θα κλέψουν. Μάλιστα, διαπίστωσαν ότι ακόμη και ο φωτισμός ενός χώρου επηρεάζει την απόφαση αυτή. Σε ένα πείραμα οι συμμετέχοντες που ήταν σε ένα αμυδρά φωτισμένο δωμάτιο έκλεβαν πιο συχνά συγκριτικά με όσους ήταν στο πιο φωτεινό.
Οι ειδικοί έχουν βρει ακόμη ότι είναι πιο πιθανό να κλέψουμε όταν βρισκόμαστε σε «ακατάστατο χώρο» (με σκουπίδια, γκράφιτι στους τοίχος κ.τ.λ.), όταν υπάρχουν πολλοί γύρω μας καθώς πιστεύουμε ότι η συμπεριφορά μας δε θα γίνει αντιληπτή, όταν νιώθουμε κουρασμένοι είτε σωματικά, ή ψυχικά.
Πρόσφατη έρευνα από τους ψυχολόγους Andy Yap και Dana Carney υποστηρίζει ότι όταν κάποιος παίρνει «πόζες εξουσίας», όταν για παράδειγμα στέκεται με ανοιχτά τα πόδια και τα χέρια στη μέση, είναι πιο πιθανό (συνειδητά ή όχι) να κλέψουν χρήματα ή να εξαπατήσουν σε ένα τεστ. Όταν κάποιος κάθεται στο αυτοκίνητό του σε μια θέση που του επιτρέπει να απλώνεται και να έχει χώρο, αντί να στριμώχνεται σε μια πιο στενή θέση, είναι πιο πιθανό να παραβιάσει την κυκλοφορία σε ένα προσομοιωτή οδήγησης, ενώ στην πραγματικότητα οι οδηγοί «άνετων αυτοκινήτων» έχουν περισσότερες πιθανότητες να διπλοπαρκάρουν.
Όταν μάλιστα εξαπατούμε, τείνουμε να εκλογικεύουμε τη συμπεριφορά μας. Δε μπορούμε να αλλάξουμε αυτό που έχει γίνει, έτσι αλλάζουμε τη στάση μας και την κρίση μας απέναντι στις πράξεις μας. Αυτή η «προσαρμογή» εκτός του ότι μας κάνει να νιώσουμε καλύτερα, κάνει ακόμη πιο πιθανό το ενδεχόμενο να… επαναλάβουμε την πράξη μας.
Ωστόσο, υπάρχουν και αυτοί που δεν θα «κλέψουν» ποτέ. Σύμφωνα με μελέτη των Gino και Ariely του 2011, ορισμένοι άνθρωποι δεν μπήκαν στον πειρασμό να κλέψουν, όσο κουρασμένοι κι αν ήταν. Εκείνοι που αξιολογούν την τιμιότητα, την ειλικρίνεια και τη συμπόνοια ως σημαντικά χαρακτηριστικά ενός ατόμου, παρέμειναν σταθεροί απέναντι στον «πειρασμό».