Τις έβλεπες παντού. Οι κουβέρτες της Νάουσας ήταν σε κάθε σπίτι της χώρας, είχαν περίοπτη θέση στην προίκα της περασμένης γενιάς και φυλάσσονταν ως «κόρη οφθαλμού» μέχρι τη μεγάλη μέρα.
Η μια πάνω στην άλλη, τακτοποιημένες στα ψηλότερα ράφια της ντουλάπας, τόσες, όσες και ο αριθμός των παιδιών της οικογένειας. Οι χνουδωτές, μαλακές φυλάσσονταν με ειδικό τρόπο, μέσα στις διαφανείς ειδικές τσάντες.
Άλλοτε τις συναντούσαμε απλωμένες πάνω στα κρεβάτια όπου συγκεντρώνονταν τα δώρα γάμου την παραμονή του μυστηρίου. Καταλάμβαναν το χώρο τους, δίπλα στους επίσης δημοφιλείς για την περίσταση βραστήρες και ήταν συνήθως το «καλό δώρο» από τους κοντινούς συγγενείς, θείους και θείες.
Όπως και στην προίκα των νεογέννητων, σε μικρότερο μέγεθος σε γαλάζιες και ροζ αποχρώσεις, είχαν ρόλο πρωταγωνιστικό. Μέχρι και στριμωγμένη στις βαλίτσες, ταξίδευε στην άλλη άκρη της γης ως απόκτημα από το ταξίδι στην πόλη της Ημαθίας.
Η κουβέρτα της Νάουσας ήταν όντως σχεδόν παντού. Πριν από μερικά χρόνια κάνοντας τη διαδρομή προς την πόλη, στα ψηλά του Βερμίου, οι κουβέρτες ήταν σαν να σε καλούσαν να τις αγοράσεις… Μαγνήτιζαν τα βλέμματα θέλοντας και μη, κρεμασμένες στα καταστήματα πάνω στο δρόμο, σε δεκάδες σχέδια και χρώματα …σαν ατραξιόν της περιοχής. Παρά τις αντιρρήσεις των κατασκευαστών, οι περισσότεροι πωλητές τις είχαν στα σύρματα και στα μανταλάκια για να προσελκύουν τους πελάτες.
Ο τελευταίος των «κουβερτάδων» μίλησε με νοσταλγία στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Η εταιρεία του κ. Κώστα Παπαφιλίππου, ιδρύθηκε το 1978 από τον Χριστόδουλο Παπαφιλίππου. Υπήρξε από τους πρώτους της συγκεκριμένης βιοτεχνίας και σήμερα γιος και εγγονός συνεχίζουν την παράδοση της Νάουσας στην κατασκευή κουβερτών άριστης ποιότητας.
Ιστορίες για την κουβερτομανία
Ξετυλίγοντας το κουβάρι των αναμνήσεων, έχει να αφηγηθεί πολλές ιστορίες για τη… κουβερτομανία της προπερασμένης δεκαετίας. Για την κυρία Μαρία που προμηθευόταν κουβέρτες για την προίκα των παιδιών πριν καλά καλά αποφοιτήσουν από το σχολείο, μέχρι τον κύριο Νίκο που άφησε άλλα πράγματα πίσω στην πατρίδα, για να χωρέσει η Ναουσαίικη κουβέρτα στις αποσκευές του αυτοκίνητου, στην επιστροφή για τη Γερμανία.
«Δεν υπήρχε σπίτι που να μην έχει κουβέρτα από τα μέρη μας. Οι κρύες νύχτες του χειμώνα είχαν την υπογραφή της Ναουσαίας κουβέρτας που οι νοικοκυρές τη θεωρούσαν κορυφαία στο είδος της. Ζήσαμε την εποχή της απόλυτης δόξας και κυριαρχίας της, αλλά σήμερα όλο αυτό έχει αλλάξει μορφή, έχουν πέσει τίτλοι και μια νέα αρχή» εξηγεί ο κ. Παπαφιλίππου.
Η κουβέρτα σήμα κατατεθέν της Νάουσας που έγραψε μια μεγάλη ιστορία μοιάζει να έχει κάνει τον κύκλο της, βάζοντας τελεία στη διαδρομή και την λάμψη εκείνης της εποχής. Ελάχιστα καταστήματα παρέμειναν και πολλά έβαλαν λουκέτο. Η εταιρεία του κ. Κώστα ξεκίνησε βγάζοντας νήματα για κουβέρτες και μετά το 1990 όταν έκλεισε η πασίγνωστη Βέτλανς Νάουσα , πήραν τα δικαιώματα, όπως και το όνομα της εταιρείας.
«Υπάρχει κόσμος που τηλεφωνεί ακόμη και σήμερα ζητώντας την κουβέρτα την παλιά, τη γνήσια»
«Υπάρχει κόσμος που τηλεφωνεί ακόμη και σήμερα. Ιδίως επικοινωνούν οι κυρίες μεγαλύτερης ηλικίας και ζητούν την κουβέρτα. Την παλιά, την κλασική, την γνήσια εκείνη που δεν χαλούσε όσα χρόνια και να περνούσαν χάρη στην εξαιρετική ποιότητά της. Τη θέλουν για το νοικοκυριό. Για τα παιδιά τους. Για τον σημερινό εξοπλισμό στα είδη, στα λευκά είδη του σπιτιού, την προίκα που έλεγαν κάποτε» αναφέρει ο κ. Παπαφιλίππου.
«Οι κουβέρτες δεν είναι κρεμασμένες στον δρόμο, δεν μου άρεσε ποτέ αυτό, αλλά είναι αναρτημένες στο σάιτ της επιχείρησης μας, οπότε μπαίνουν εκεί και παραγγέλνουν οι φανατικοί μας πελάτες» σημειώνει.
Σήμερα το εργοστάσιο είναι το μοναδικό που έχει παραμείνει. Η κουβέρτα της διπλανής πόρτας όμως δεν φτιάχνεται στη Νάουσα. Πριν από δυο χρόνια τα μηχανήματα πουλήθηκαν, ωστόσο δίνουν τις παραγγελίες τους στο εργοστάσιο που τα αγόρασε με τις προδιαγραφές και τις οδηγίες για την ύφανσή τους και παραλαμβάνουν την κουβέρτα έτοιμη τη Νάουσα. Παραγωγή στην Ελλάδα δεν υπάρχει και ο κ Παπαφιλίππου ήταν ο τελευταίος εργοστασιάρχης για μάλλινες και ακρυλικές κουβέρτες.
Το εργοστάσιο σήμερα εξοπλίζει νοσοκομεία, φυλακές, δομές, κλινικές αστυνομία, αεροπορία αλλά και πολλά ξενοδοχεία της χώρας και έχει κατασκευάσει εκατοντάδες χιλιάδες κουβέρτες στη διάρκεια της παραγωγής του.
«Το θέμα είναι πως τα μαγαζιά σταμάτησαν να πουλούν, γιατί υπάρχει μαζική εισαγωγή κατώτερης ποιότητας αλλά πολύ φθηνότερες από την Κίνα, οπότε η ιστορία εκείνης της κουβέρτας έχει κλείσει τον κύκλο της» λέει ο επιχειρηματίας.
Η Νάουσα, οι κουβέρτες και η ιστορία τους
«Τα γυαλιά μου, τα γυαλιά μου να δω ότι γράφει Βέτλανς Νάουσα» ήταν μια διαφήμιση τηλεοπτική που είχε αφήσει ιστορία και οι λίγο μεγαλύτερης ηλικίας τηλεθεατές σίγουρα θυμούνται, μιας και είχε τεράστια απήχηση στον κόσμο, είχε μπει στα σπίτια όλων και πολλοί ήταν αυτοί που έσπευδαν να αγοράσουν την κουβέρτα με την γνωστή υπογραφή.
«Σχεδόν κάθε νοικοκυριό είχε την κουβέρτα Βέτλανς» λέει ο ιστορικός ερευνητής-λαογράφος της Νάουσας Τάκης Μπάιτσης, μιλώντας στο ΑΠΕ- ΜΠΕ. Αναλύοντας την ιστορία, τον πολιτισμό, την παράδοση της όμορφης πόλης, συνδυάζει ένα μεγάλο κεφάλαιο της με την κλασική κουβέρτα και πόσο αυτή αγαπήθηκε από τον κόσμο.
«Εννοείται πως έχω στο σπίτι μου όπως και όλοι σχεδόν οι φίλοι και γνωστοί μου. Δεν θα ξεχάσω πως υπήρξε μια εποχή που έρχονταν κόσμος στην Νάουσα, επισκέπτες από κοντινά και μακρινά μέρη και έπαιρναν το γνωστό κρασί της περιοχής και κουβέρτες λέγοντας πως είναι αθάνατες» σημειώνει. Η εικόνα με τις κουβέρτες πάνω στο δρόμο, όπως λέει ήταν σαν κράχτης και η φήμη της πόλης ήταν «αγκαλιά» με την χνουδωτή κουβέρτα της. Εξηγεί πως στην περιοχή υπήρχαν βιοτεχνίες πριν το 1882 και πολύ γρήγορα η Νάουσα έγινε η πόλη της κουβέρτας.
« Πέραν των οικοτεχνιών που ασχολούνταν με την ξυλογλυπτική υπήρξε και η υφαντική. Η Νάουσα διακρίνονταν για τα υφαντουργεία, όπως τα λέγαν τα υφάσματα, τα χαβλιά, που πήγαιναν στην Ευρώπη από πολύ παλιά. Πέραν αυτών ύφαιναν για οικοσκευή κουβέρτες.
Τα χρυσά γράμματα γράφτηκαν στη δεκαετία του 70 όταν ξεκίνησε η γραμμή παραγωγής της Βέτλανς Νάουσα με την γνωστή κουβέρτα που ήταν… ανάρπαστη. Το εργοστάσιο είχε δώδεκα χιλιάδες κουβέρτες παραγωγής τη μέρα και λειτούργησε μέχρι το 89.
Ο κ. Μπάιτσης σπούδασε κλωστοϋφαντουργία και από το 1922 μέχρι το 1990 δούλευε ως κλωστοϋφαντουργός σε νηματουργεία της πόλης. Στην πλάτη του κουβαλά είκοσι χρόνια βιώματα και πολύ περισσότερες μνήμες για τη ζήτηση και την λατρεία στην κουβέρτα αλλά και την πτώση της με οικονομικό αντίκτυπο στην περιοχή και τεράστιο πλήγμα για πολλούς εργαζόμενους.
Πηγή φωτογραφιών: Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων/ κ.Παπαφιλίππου