Τα ξημερώματα της Τρίτης 2 Απριλίου 2018 ο Βασίλης Λυριτζής αφήνει την τελευταία του πνοή στον Άγιο Σάββα σε ηλικία 62 ετών. Ο γνωστός δημοσιογράφος έφυγε από τη ζωή χτυπημένος από τον καρκίνο, έπειτα από σύντομη νοσηλεία του σε νοσοκομείο.
Την είδηση του θανάτου ανακοίνωσε το τηλεοπτικό άλλο του μισό και κουμπάρος του Δημήτρης Οικονόμου. «Είναι σαν να έχασα τον αδερφό μου. Είναι ένα βαρύ πλήγμα για μένα. Αυτό μόνο μπορώ να πω» είχε πει.
Η σύζυγός του Ελένη Αντωνιάδη με ανάρτησή τους στο Facebook συγκινεί. Σκέφτεται πώς θα ήταν η ζωή της με τον αγαπημένο της αν ζούσε εν μέσω πανδημίας. Πώς θα διαμορφωνόταν η καθημερινότητά τους. Πόσο θα αγαπούσε ο Βασίλης Λυριτζής την καραντίνα, πόσο θα χαιρόταν με την τηλεργασία.
«Δέκα χρόνια είχες πει ότι ήθελες ακόμα όταν μάθαμε για την αρρώστια σου. Αν ζούσες καλέ μου, η ζωή θα ήταν πολύχρωμη!» γράφει.
Η ανάρτηση στο Facebook
«Αν ζούσε ο Βασίλης…
Οι μάσκες θα είχαν μια τρύπα στο κέντρο για να περνάει η πίπα του τσιγάρου και φυσικά θα ήταν ψιλοκαμένες όπως τα πουκάμισα, τα καλύμματα, τα σεντόνια…
Σε κάθε σημείο του σπιτιού θα υπήρχαν μάσκες διαφόρων σχεδίων και χρωμάτων και αντισηπτικά φυσικά, μια και θα ήταν τα μοναδικά στα οποία θα μπορούσε να εκτονώσει τον καταναλωτισμό του.
Θα ήταν χαρούμενος, γιατί επιτέλους θα μέναμε κλεισμένοι σπίτι και δεν θα τον έτρεχα σε μπαρ, τσιπουράδικα, ταξίδια.
Κάθε φορά που κάποιος από μας θα άνοιγε την πόρτα, θα ακουγόταν η φωνή του: «Πού πάτε ρε παιδιά, κώλο δε βάζετε κάτω!» κι αυτή τη φορά θα είχε δίκιο.
Δεκάδες μέτρα καλωδίων θα σέρνονταν παντού. Κι εγώ αυτή τη φορά δε θα γκρίνιαζα. Οι υπολογιστές, τα λάπτοπ, τα τάμπλετ και τα smartphone θα είχαν καλύψει κάθε ελεύθερο σημείο. Τα δίκτυα θα έτρεχαν με χίλια! Μπορεί να είχαμε και δική μας πλατφόρμα. Η ευτυχία θα ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, όταν θα έφτιαχνε το ιδανικότερο περιβάλλον ψηφιακής τάξης για να κάνω τηλεμάθημα στους μαθητές μου. Στο τέλος θα δίδασκε και ο ίδιος από τη χαρά του που επιτέλους το κόλλημά του με την ψηφιακή ζωή έγινε πραγματικότητα!
Μπορεί και πιλάτες να έκανε με zoom! Η κουζίνα θα είχε πάρει φωτιά. Θα τρώγαμε γκουρμέ μια και η μαγειρική ήταν η τελευταία αγάπη του, χωρίς να ξεπεράσει τον Ολυμπιακό. Θα βάζαμε τα κιλά το ένα μετά το άλλο, όμως μια χαρά θα μας έβλεπε πάλι.
Βγάζοντας τη Χαρά,το σκύλο μας, βόλτα θα είχε γνωρίσει και τους υπόλοιπους κατοίκους της περιοχής αφού μαζεύονται πλέον στη γειτονιά μας μια και δεν μπορούν να πάνε σε άλλο δήμο.
Η Χαρά θα ζούσε την ευτυχέστερη περίοδο της ζωής της από τις βόλτες με τον αγαπημένο της. Θα έβλεπα ή θα άκουγα ειδήσεις, γιατί θα υπήρχε η φωνή εκείνου του ψύχραιμου, του αισιόδοξου, του αντικειμενικού, του γεμάτου χιούμορ δημοσιογράφου.
«Γιατί το μεγάλο πρόβλημα της δημοσιογραφίας, όπως έλεγε, είναι πως επειδή βρίσκεται πολύ κοντά στην εξουσία, συχνά χάνει το όριο και γίνεται ένα με αυτήν. Δουλειά μας όμως είναι να ασκούμε κριτική στις εξουσίες πάσης φύσεως. Όποιος δεν το κάνει χάνει τον ρόλο του ως δημοσιογράφος».
Θα χαιρόταν βλέποντας τα παιδιά μας ανεξάρτητα να προχωρούν, να πετυχαίνουν τους στόχους τους, (πάντα μου έλεγε όταν εγώ αγχωνόμουν να μην ανησυχώ, θα τα καταφέρουν) να ασχολούνται με την πολιτική, να συμμετέχουν στις κοινωνικές αντιδράσεις για την καταπάτηση δικαιωμάτων. Θα καμάρωνε για τη διαφορετική, δική τους άποψη, παρόλο που θα τα γονάτιζε χρησιμοποιώντας αμέτρητα επιχειρήματα για να υποστηρίξει τη δική του γνώμη. Το σπίτι θα θύμιζε όπως παλιά πολιτικό καφενείο.
Αν ζούσε ο Βασίλης…
Δέκα χρόνια είχες πει ότι ήθελες ακόμα όταν μάθαμε για την αρρώστια σου.
Αν ζούσες καλέ μου, η ζωή θα ήταν πολύχρωμη!».