Ποσότητα – μαμούθ των 4.500.000 λίτρων πετρελαίου ναυτιλίας είχε ρίξει στην αγορά, όπως αναφέρει η αστυνομία, βαφτίζοντάς το πετρέλαιο θέρμανσης η εγκληματική οργάνωση λαθρεμπορίας καυσίμων η οποία έβαλε μέσα το Δημόσιο σε διαφυγόντες δασμούς και φόρους πάνω από 3.500.000 ευρώ.
Η μεθοδολογία που ακολουθούσε η εγκληματική οργάνωση διακρίνονταν σε διαφορετικά-επιμέρους επίπεδα δράσης, σε όλη τη διαδικασία μεταφοράς, διακίνησης, παράδοσης και παραλαβής ναυτιλιακού καυσίμου.
Πιο αναλυτικά, όπως προέκυψε από την έρευνα, αρχικά οι οδηγοί βυτιοφόρων-υπάλληλοι της εταιρείας, κατά την μετάβασή τους στα σημεία ελλιμενισμού διαφόρων πλοίων, ανά την επικράτεια (πλοία ακτοπλοϊκών γραμμών, επαγγελματικά και ποντοπόρα) δεν παρέδιδαν ολόκληρη την ποσότητα του πετρελαίου, η οποία αναγράφονταν στα παραστατικά.
Ακολούθως, το υπόλοιπο του πετρελαίου το επέστρεφαν στην εταιρεία και στη συνέχεια οι αρχηγοί της εγκληματικής οργάνωσης το διέθεταν εκ νέου στο εμπόριο, μέσω «συνεργαζόμενων» πρατηρίων υγρών καυσίμων, ενώ σε πολλές περιπτώσεις το επαναδιέθεταν αυτούσιο στους πλοιοκτήτες. Μέχρι στιγμής έχει προκύψει ότι η εγκληματική οργάνωση «συνεργαζόταν» με δώδεκα (12) πρατήρια υγρών καυσίμων στην Αττική.
Επιπλέον προέκυψε ότι, σε πολλές περιπτώσεις, άτομα που εμπλέκονταν στη διαδικασία μεταφοράς, διακίνησης, παράδοσης και παραλαβής των καυσίμων, ενεργούσαν και για λογαριασμό τους.
Ειδικότερα, υπάλληλοι-οδηγοί των βυτιοφόρων, κατά την επιστροφή του παράνομα παρακρατηθέντος ναυτιλιακού καυσίμου, δεν το επέστρεφαν στο σύνολό του, αλλά παρακρατούσαν και για ίδιο όφελος μεγάλες ποσότητες, τις οποίες διέθεταν με χαμηλότερη τιμή σε συγκεκριμένους πρατηριούχους, αποκομίζοντας έτσι μεγάλα χρηματικά ποσά.
Σε άλλη περίπτωση μηχανικός πλοίου, ο οποίος συνελήφθη, είχε παρακρατήσει για ίδιο όφελος έντεκα (11) τόνους ναυτιλιακό καύσιμο και προσπαθούσε να βρει τρόπο να το διαθέσει στους οδηγούς των βυτιοφόρων, με διαγραφόμενη την προοπτική για συνεχή ανεφοδιασμό του συγκεκριμένου πλοίου και παράνομη παρακράτηση 3 έως 4 τόνων καυσίμων εβδομαδιαίως.
Τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης για να ξεπερνούν τις διαδικασίες ελέγχου κατά την παράδοση στα ελλιμενισμένα πλοία των ποσοτήτων που είχαν παραγγελθεί (πετρέλευση) και να παραπλανούν τους αρμόδιους Τελωνειακούς υπαλλήλους ελεγκτές ή τους υπεύθυνους των πληρωμάτων για την παραλαβή του καυσίμου, χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα τεχνάσματα.
Ενδεικτικά, σε προσυνεννόηση με συγκεκριμένο χειριστή γεφυροπλάστιγγας για βαριά οχήματα στο κεντρικό λιμάνι του Πειραιά, εμφάνιζαν πλασματικές μετρήσεις κατά την ζύγιση του βυτιοφόρου. Οι πλασματικές μετρήσεις πραγματοποιούνταν με παρέμβαση από πριν στο λογισμικό των ηλεκτρονικών συστημάτων της γεφυροπλάστιγγας, έτσι ώστε να διασφαλίζεται το «κατά παραγγελία» επιδιωκόμενο κάθε φορά αποτέλεσμα. Για την άμεση συνέργεια στη διαδικασία αυτή ο χειριστής γεφυροπλάστιγγας, ελάμβανε ως αμοιβή για κάθε μετρικό τόνο 150€, (ένας μετρικός τόνος πετρελαίου ισούται με 1.200 λίτρα).
Στη περίπτωση όμως που ο αρμόδιος για την παραλαβή του καυσίμου συνεργούσε στην απάτη, στο να παραλάβει δηλαδή λιγότερη από την ποσότητα που αναγράφονταν στα παραστατικά, δεν πραγματοποιούσαν ζύγιση ή κατέστρεφαν τα ζυγολόγια.
Σε άλλες περιπτώσεις γέμιζαν με νερό κάποιο από τα διαμερίσματα της δεξαμενής του βυτιοφόρου, αυξάνοντας έτσι τεχνηέντως το μικτό βάρος του οχήματος, το οποίο μετά την αφαίρεση του απόβαρου, προσμετρούνταν ως μεταφερόμενο καύσιμο.