To lockdown που επέβαλε η πανδημία του κορονοϊού προκάλεσε σημαντικά προβλήματα στη συγκομιδή των μυδιών με αποτέλεσμα, αντί να καταλήξουν στο πιάτο των καταναλωτών σε Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία και Γαλλία, 20.000 τόνοι να κινδυνεύουν να βρεθούν στον βυθό του Θερμαϊκού Κόλπου.
Αν η αρνητική αυτή εξέλιξη επιβεβαιωθεί, εγκυμονεί πιθανούς κινδύνους τόσο για την ελληνική παραγωγή μυδιών το 2021 (ο Θερμαϊκός Κόλπος κι ιδίως το βορειοδυτικό τμήμα του παράγει το 85% των μυδιών στην Ελλάδα, περίπου 40.000 τόνους ετησίως, με το 90% να εξάγεται), όσο και για το περιβάλλον.
Αν τα οστρακοειδή δεν συγκομισθούν και πεθάνουν, θα καταλήξουν μαζικά στον βυθό, δημιουργώντας ενδεχομένως εστίες ανάπτυξης μικροοργανισμών, πιθανώς παθογόνων.
Όσο περνούν οι εβδομάδες τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος επιβεβαίωσης αυτού του σεναρίου, λόγω αύξησης των θερμοκρασιών και αυτό ώθησε τη διοίκηση του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (ΕΒΕΘ) να στείλει σχετική επιστολή στους τρεις συναρμόδιους υπουργούς και τον περιφερειάρχη Κ.Μακεδονίας, ζητώντας τη λήψη άμεσων μέτρων.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, o καθηγητής Αναγνώστης Αργυρίου, αναπληρωτής διευθυντής του Ινστιτούτου Εφαρμοσμένων Βιοεπιστημών (ΙΝΕΒ) του Εθνικού Κέντρου Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ), εξηγεί ότι για όσα μύδια δεν πουληθούν μέχρι το τέλος Ιουλίου, επιβάλλεται να αναληφθεί άμεσα δράση, γιατί τα χρονικά περιθώρια για την αντιμετώπιση του προβλήματος στενεύουν, όσο αυξάνεται η θερμοκρασία.
Όπως λέει, όσο ο υδράργυρος ανεβαίνει στα παράκτια νερά, τόσο αυξάνεται η θνησιμότητα των μυδιών με εμπορεύσιμο μέγεθος.
«Άμεσα χρειάζεται να ληφθούν οι απαιτούμενες αποφάσεις για όσα μύδια δεν πουληθούν, για να γίνουν οι διορθωτικές κινήσεις για την παραγωγή του 2021.
Μια λύση θα ήταν η Πολιτεία να δώσει μια μικρή επιδότηση, της τάξης των λίγων λεπτών του ευρώ ανά κιλό, για να σηκωθούν τα διχτάκια πάνω στα οποία καλλιεργούνται τα μύδια, να συλλεχθούν όσα δεν μπορούν πια να πουληθούν και να μεταποιηθούν σε κάτι άλλο, στο πλαίσιο της λογικής της κυκλικής οικονομίας» σημειώνει.
Και προσθέτει «πως αν τα μύδια πεθάνουν, τότε το οργανικό φορτίο που θα προκύψει θα παραμείνει στον βυθό, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε εστία ανάπτυξης μικροβίων, πιθανώς και παθογόνων.
Βέβαια, προσθέτει, η πιθανή υποβάθμιση που θα προκύψει μπορεί να επηρεάσει και άλλες οικονομικές δραστηριότητες πριν το οικοσύστημα ισορροπήσει εκ νέου κι επανέλθει»
Κατά τον κ. Αργυρίου, η μη διάθεση των οστρακοειδών μέχρι το τέλος Ιουλίου, θα έχει επίσης ως αποτέλεσμα την αδυναμία διαχείρισης του γόνου των μυδιών, με αποτέλεσμα να ελλοχεύει κίνδυνος για σημαντική μείωση ή και απουσία της παραγωγής μυδιών το 2021. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Όπως εξηγεί ο ερευνητής, όταν τα μύδια παραμένουν στη μονάδα χωρίς να συλλεχθούν λόγω μη διάθεσής τους, δεν υπάρχει διαθέσιμος χώρος για την εισαγωγή γόνου που θα δώσει την παραγωγή της επόμενης χρονιάς.
«Σαν να κάνουμε αναγκαστικά δεύτερη παραγωγή μέσα στην ίδια χρονιά»
«Είναι σαν να είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε μια δεύτερη παραγωγή μέσα στην ίδια χρονιά, σε επίπεδο τόσο εργασίας, όσο και δαπανών», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του Συλλόγου Οστρακοκαλλιεργητών Κυμίνων «Ο Ποσειδών», Κώστας Βερβίτης.
Όπως επισημαίνει πέραν του ότι οι εξαγωγές έχουν μειωθεί πάρα πολύ και οι τιμές πώλησης έχουν συρρικνωθεί, οι καλλιεργητές καλούνται τώρα να κάνουν σημαντική επένδυση χρόνου και χρήματος, για να ανασύρουν τα μύδια και να τα βάλουν σε νέα διχτάκια.
Πάνω από το 90% της παραγωγής μυδιών παραδοσιακά εξάγεται, αλλά φέτος η ζήτηση είναι μειωμένη στο 20%-30% της περσινής («αν πέρυσι στείλαμε 100 φορτηγά, φέτος στέλνουμε 20-30»), καθώς οι βασικές αγορές των ελληνικών οστρακοειδών, η Ιταλία, η Γαλλία κι η Ισπανία, επλήγησαν βαριά από την COVID-19 κι ο τουρισμός τους -οι άνθρωποι δηλαδή που σε μεγάλο βαθμό καταναλώνουν τα ελληνικά μύδια στα εστιατόρια των τριών χωρών- έχει μειωθεί αντίστοιχα.
Η κυριότερη περίοδος διάθεσης των ελληνικών μυδιών στο εξωτερικό είναι το διάστημα Μαΐου-Σεπτεμβρίου κάθε έτους, με την πλειονότητα της παραγωγής να διατίθεται τον Μάιο και τον Ιούνιο, οπότε και δεν διατίθενται μύδια από άλλες περιοχές της Ευρώπης.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, εξηγεί ο κ. Βερβίτης, τα μύδια που βρίσκονται στις αρμαθιές θα έμπαιναν τώρα στα τσουβάλια, ώστε να γίνουν οι διαδικασίες για να εξαχθούν.
Φέτος όμως, αυτό δεν συμβαίνει… Τα μύδια από τις αρμαθιές πρέπει να «τραβηχτούν» και να μπουν σε καινούργια δίχτυα, ώστε να μην καταλήξουν στον βυθό. Αυτό συνεπάγεται πολλή δουλειά από πλευράς των παραγωγών και φυσικά, μια επιπλέον επιβάρυνση των παραγωγών, τόσο για εργασία, όσο και για προμήθεια των καινούργιων διχτυών.
«Θεωρώ ότι η 15η Αυγούστου είναι το τελευταίο περιθώριο για να δώσουμε την παραγωγή μας χωρίς απώλειες», σημειώνει και προσθέτει ότι όσα μύδια διατέθηκαν πωλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές, ήτοι 0,32 ευρώ/κιλό, έναντι περίπου 50 λεπτών πέρυσι.
Ο κλάδος μας δεν λαμβάνει επιδοτήσεις από την ΕΕ, δεν είμαστε καν στον ΕΛΓΑ, ώστε να αποζημιωθούμε για τις απώλειές μας.
Αυτό που ζητάμε είναι μια έκτακτη οικονομική ενίσχυση, ώστε να καλυφθούν οι απώλειές μας σε παραγωγή, οι πρόσθετες δαπάνες (π.χ., προμήθεια καινούργιων διχτυών) κι η εργασία» καταλήγει ο κ.Βερβίτης, εκπρόσωπος των μυδοκαλλιεργητών των Κυμίνων, οπου λειτουργούν 59 μονάδες, δυναμικότητας 8.000-9.000 τόνων ετησίως, έναντι 23-25 στη Χαλάστρα και περίπου 70 στον Μακρύγιαλο Πιερίας.
Στις οστρακοκαλλιέργειες της Κεντρικής Μακεδονίας απασχολούνται περίπου 2.500 εργαζόμενοι, χωρίς σε αυτούς να περιλαμβάνεται ο αριθμός εκείνων που εργάζονται σε συναφείς εργασίες, όπως π.χ. αποφλοιωτήρια, Κέντρα Αποστολής και Κέντρα Εξυγίανσης.
Δεύτερος σε δυναμικότητα κλάδος της ελληνικής υδατοκαλλιέργειας σε όρους αξίας
Στην προαναφερθείσα επιστολή του ΕΒΕΘ, που απευθύνεται στους υπουργούς Αγροτικής Ανάπτυξης, Μάκη Βορίδη, Περιβάλλοντος, Κωστή Χατζηδάκη κι Ανάπτυξης, Αδωνι Γεωργιάδη, στον υφυπουργό Εσωτερικών (Μακεδονίας-Θράκης), Θεόδωρο Καράογλου και τον περιφερειάρχη Κ.Μακεδονίας, Απόστολο Τζιτζικώστα, χαρακτηρίζει το ζήτημα με τις μυδοκαλλιέργειες ως φλέγον και ζητά την άμεση λήψη μέτρων.
Στην επιστολή υπογραμμίζεται η έμφαση που δίδει το ΕΒΕΘ στη γαλάζια ανάπτυξη, υπενθυμίζοντας ότι ένα από τα τρέχοντα έργα του είναι το BLUE_BOOST (Πρόγραμμα ADRION).
«Περιήλθε πρόσφατα στη γνώση μας, χάρη στην πολύτιμη συμβολή των κυρίων Κωνσταντίνου Μωραϊτίδη, μέλους της Διοικητικής Επιτροπής – Υπευθύνου Συμβουλευτικής Υποστήριξης του ΕΒΕΘ, M.Sc. Χημικού ΑΠΘ και Κωνσταντίνου Κουκάρα, PhD Βιολόγου, Μεταδιδακτορικού Ερευνητή του Ινστιτούτου Εφαρμοσμένων Βιοεπιστημών του ΕΚΕΤΑ κι ένα φλέγον ζήτημα, που ανέκυψε εξαιτίας της πρόσφατης πανδημίας του Κορονοϊού, η οποία πλήττει πολυάριθμους κλάδους της Γαλάζιας Ανάπτυξης. Ένας από τους “γαλάζιους” κλάδους που πλήττονται είναι και η οστρακοκαλλιέργεια, η οποία αποτελεί το δεύτερο αξιολογικά σε δυναμικότητα κλάδο της ελληνικής υδατοκαλλιέργειας, που αφορά σχεδόν αποκλειστικά στη μυδοκαλλιέργεια του είδους Μytilus galloprovincialis», υπογραμμίζεται στην επιστολή.