Για τη μάχη που δίνουν κατά του κορονοϊού μιλούν στη Deutsche Welle δύο Ελληνίδες νοσηλεύτριες που ζουν και εργάζονται στη Γερμανία. Πρόκειται για την Άννα και τη Βασιλική που εξηγούν τις δύσκολες συνθήκες που βιώνουν ενώ παράλληλα αναλύουν τα όσα βλέπουν καθημερινά με τα μάτια τους.
«Τον πρώτο καιρό κουβάλαγα όλες τις εικόνες στο σπίτι. Σκεφτόμουν τι θα μπορούσα να έχω κάνει καλύτερα, μήπως παρέλειψα κάτι. Τώρα έχουμε μπει σε μια σωστή ροή της δουλειάς και όλο αυτό κυλάει κάπως αυτόματα» λέει με χαμηλή φωνή η Άννα Πάνου.
Είναι νοσηλεύτρια και εδώ και έξι χρόνια βρίσκεται στη Γερμανία. Τα τελευταία δυο χρόνια εργάζεται σε ένα νοσοκομείο στο Χάιλμπρον. Το Γυναικολογικό Τμήμα όπου δούλευε μετατράπηκε σε πτέρυγα για ασθενείς με κορονοϊό πριν από ένα μήνα.
«Έχω δυο παιδάκια και μια ηλικιωμένη μητέρα που ζει μαζί μας. Στην αρχή όταν άκουσα πως οι ασθενείς που θα φροντίζουμε θα είναι με κορονοϊό φοβήθηκα πολύ. Έναν μήνα μετά μπορώ να πω ότι έχουμε συνηθίσει στις καινούργιες συνθήκες. Προσπαθούμε και παίρνουμε όλα τα απαραίτητα μέτρα για να προστατευθούμε. Νομίζω πως είμαστε σε καλό δρόμο και χαίρομαι πολύ που μπορούμε να βοηθήσουμε» αναφέρει η 39χρονη νοσηλεύτρια.
Η Άννα έφυγε μαζί με τον άντρας της από την Αθήνα εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και εγκαταστάθηκε στη Γερμανία πριν από έξι χρόνια. Το 2006 τελείωσε τις σπουδές νοσηλευτικής στο ΤΕΙ Αθήνας.
Παράλληλα απέκτησε και τη δωδεκάχρονη σήμερα κόρη της και θέλησε να αφιερωθεί σε αυτήν.
«Η νοσηλευτική ήταν όμως πάντα το πάθος μου. Ήταν αυτό που πάντα ήθελα να κάνω. Πριν από δυο χρόνια βρήκα μια σχετική ιστοσελίδα για την απασχόληση νοσηλευτών κι έτσι απέκτησα τη δουλειά σε αυτό το νοσοκομείο» δηλώνει γεμάτη ικανοποίηση.
Οι ηλικιωμένοι δεν έχουν πια κοινές δραστηριότητες
Η οικονομική κρίση ήταν και ο λόγος που οδήγησε την 37χρονη Βασιλική Γκοσμποδίνη από τη Θεσσαλονίκη να εγκατασταθεί μαζί με τον σύζυγό της νοσηλευτή στο Ντίσελντορφ. Η Βασιλική είχε σπουδάσει πληροφορική και εργαζόταν στη Siemens.
«Φτιάχναμε τσιπάκια για πυραύλους» λέει. Όταν η εταιρεία πήγε στη Βουλγαρία έμεινε χωρίς δουλειά. Δύσκολα τα πράγματα και για τον άντρα της και έτσι η λύση της Γερμανίας ήταν μονόδρομος.
Ο σύζυγος της βρήκε εύκολα δουλειά σε ένα συγκρότημα φροντίδας ηλικιωμένων έξω από το Ντίσελντορφ όπου σήμερα εργάζονται και οι δυο. Η ίδια πήρε την απόφαση να σπουδάσει για τρία χρόνια νοσηλευτική μετά από παρότρυνση κυρίως του προϊσταμένου του συζύγου της.
Στο συγκρότημα όπου εργάζεται ζουν 56 ηλικιωμένοι. «Όταν ξεκίνησε η κρίση του κορονοϊού πήραμε αμέσως μέτρα. Έκλεισαν για όλους οι πόρτες. Συγγενείς και φίλοι μπορούν να δουν τους δικούς τους μόνο από μακριά. Μπορούν να βγουν στο μπαλκόνι και να χαιρετηθούν.
Ακόμα, όλο το προσωπικό φοράει μάσκες. Χρησιμοποιούμε συχνότερα αντισηπτικά και κάνουμε απολυμάνσεις. Οι ένοικοι δεν επιτρέπεται πλέον να έχουν κοινές δραστηριότητες. Ακόμα σταμάτησαν να έρχονται οι φυσιοθεραπευτές, οι κομμώτριες, οι ποδολόγοι. Κρατάμε τις αποστάσεις των δυο μέτρων» σημειώνει η Βασιλική, η οποία συμπληρώνει με ανακούφιση ότι ευτυχώς μέχρι στιγμής δεν έχουν κανένα κρούσμα.
«Καμιά φορά σκέφτομαι πως θα μπορούσαν να είναι ο παππούς μου και η γιαγιά μου. Θα πρέπει να προσέχουμε πολύ μην πάθουν κάτι» συμπληρώνει με τρυφερότητα.
Εικόνες που δεν ξεχνιούνται
Η καθημερινότητα της Άννας στο νοσοκομείο του Χάιλμπρον με τους ασθενείς με κορονοϊό είναι πιο σκληρή. Κάποιες εικόνες δεν θα τις ξεχάσει ποτέ.
«Ένα πρωί μπήκα στο θάλαμο όπου νοσηλευόταν μια 58χρονη ασθενής. Ήμουν νυχτερινή βάρδια. Όλη τη νύχτα όλα κυλούσαν καλά, όλα ήταν πολύ ήσυχα, οι μετρήσεις σωστές. Από τη μια στιγμή στην άλλη κυριολεκτικά αυτό άλλαξε. Ξαφνικά τη βλέπω ότι είχε δυσκολία στην αναπνοή.
Χρειάστηκε να αντιδράσουμε πολύ γρήγορα και να την μεταφέρουμε στην εντατική. Ήταν έξι παρά δέκα το πρωί. Λίγο πριν από τη λήξη της βάρδιας μου. Μετά από δυο μέρες μάθαμε πως η ασθενής κατέληξε. Κι όμως εκείνη τη νύχτα ήταν τόσο καλά, τόσο αισιόδοξη, όλο έλεγε ”είμαι καλά”» εξηγεί η Άννα με φανερή τη συγκίνηση στη φωνή της.
Γενικά πάντως δηλώνει αισιόδοξη και πιστεύει ότι τα πράγματα θα πάνε καλά παρόλο που «την τελευταία εβδομάδα είχαμε αρκετούς θανάτους. Κυρίως ηλικιωμένοι με αρκετά προβλήματα υγείας. Στην αρχή ήμασταν όλοι πολύ αισιόδοξοι αλλά όσο να ναι μας αποθάρρυνε η τελευταία εβδομάδα».
«Δεν με νοιάζει να πεθάνω…»
Στο συγκρότημα όπου εργάζεται η Βασιλική τα αισθήματα των ενοίκων είναι ανάμεικτα: «Κάποιοι μου λένε πως έχω ζήσει πολύ, δεν έχω κανέναν δικό μου και δεν με νοιάζει να πεθάνω. Άλλοι πάλι δεν έχουν καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει.
Είμαστε και λίγο απομονωμένα εδώ μέσα σε ένα δάσος. Αυτοί που ενοχλούνται περισσότερο είναι αυτοί που έβγαιναν συχνά έξω και έκαναν τα ψώνια και τις βόλτες τους. Αυτοί δυσανασχετούν, δεν τους χωράει ο τόπος και είναι φυσικό».
Η Βασιλική δεν φοβάται μην κολλήσει κορονοϊό. Περισσότερο ανησυχεί για τους δικούς της στην Ελλάδα γιατί δεν είναι κοντά τους. Είναι όμως πολύ ευχαριστημένη με τα μέτρα που έχουν παρθεί και αυτό την ανακουφίζει και της δίνει ένα αίσθημα ασφάλειας όπως λέει.
Για την Άννα η νοσηλευτική ήταν πάντα το πάθος της, όπως τονίζει με ενθουσιασμό. Επέλεξε να κάνει μια μεγάλη παύση για να μεγαλώσει τα δυο της παιδιά αλλά τώρα είναι πολύ χαρούμενη που εδώ και δυο χρόνια μπορεί να εργάζεται και να προσφέρει στους ανθρώπους που το έχουν ανάγκη.