Ο Σπύρος Καλογήρου γεννήθηκε στην Αθήνα (Κυψέλη) στις 3 Νοεμβρίου του 1922 και πέθανε στις 27 Ιουνίου του 2009.
Έγινε γνωστός μέσα από τις καταπληκτικές του ερμηνείες και ταυτίστηκε με τον ρόλο του κακού στην μεγάλη οθόνη. Χαρακτηριστική ήταν η τρεμάμενη φωνή του και το άγριο παρουσιαστικό του.
Όπως αναφέρει το Wikipedia μετά το δημοτικό τελείωσε την Σεβαστουπούλειο Εργατική Σχολή, όπου γράφτηκε για το φαγητό που προσέφεραν στους σπουδαστές μιας και η οικογένειά του ήταν πολύ φτωχή.
Από τα εφηβικά του χρόνια εργαζόταν ως φωτογράφος και διατηρούσε ένα φωτογραφείο μαζί με τον αδερφό του, το οποίο του εξασφάλιζε ικανοποιητικά κέρδη. Παράλληλα ασχολούνταν ερασιτεχνικά με το θέατρο και έγραφε και στίχους, τους οποίους διάβαζε στον ραδιοφωνικό σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων. Εκεί τον άκουσε κάποτε ένας σκηνοθέτης και τον προέτρεψε να ασχοληθεί επαγγελματικά με την ηθοποιία και να γραφτεί σε μια σχολή υποκριτικής. Όταν ο Καλογήρου αρνήθηκε, ο σκηνοθέτης της ΥΕΝΕΔ επέμεινε και τελικά τον πήρε από το χέρι και τον πήγε στην Δραματική Σχολή του Ελληνικού Ωδείου.
Εκεί εκτός από τα εφόδια που πήρε για την μετέπειτα καριέρα του, είχε την τύχη να γνωρίσει το 1952 και την γυναίκα της ζωής του, την κατά 13 χρόνια μικρότερή του ηθοποιό Ευαγγελία Σαμιωτάκη.
Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1955, με τον θίασο του Ν. Χατζίσκου στον «Ερωτόκριτο» και ακολούθησε ο «Άμλετ». Η θεατρική του σταδιοδρομία άρχισε ουσιαστικά να διαμορφώνεται με την ένταξή του στο «Θέατρο Τέχνης» του Καρόλου Κουν, το 1960, με το οποίο έπαιξε σε ιστορικές παραστάσεις (π.χ. «Όρνιθες», «Πέρσες») σε Ελλάδα και εξωτερικό. Συνεργάστηκε με τους θιάσους των Λαιμού, Ροντήρη, Μινωτή, Σολωμού, Κουν, Κατράκη, Μυράτ, Λαμπέτη, Κατερίνας κ.ά.
Έπαιξε σε πολλές ταινίες, και στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, και όταν έκανε αντίστοιχους ρόλους ήταν πολύ πειστικός. Συμμετείχε και σε πολλές θεατρικές παραστάσεις αλλά δεν είχε πολλές συνεργασίες με την γυναίκα του, καθώς εκείνη ήταν στο Εθνικό Θέατρο και ο ίδιος ασχολούνταν με το ελεύθερο θέατρο. Μετά το ’80 έκαναν τον δικό τους θίασο, ανέβασαν παραστάσεις και πραγματοποίησαν περιοδείες. Έπαιξε σε περίπου διακόσια θεατρικά έργα και σε όλα τα είδη του θεάτρου, κλασικούς και σύγχρονους συγγραφείς, από θέατρο του παραλόγου (Ιονέσκο) μέχρι επιθεώρηση, αλλά και σε πολλά του ελληνικού δραματολογίου.
Από τους τελευταίους, χαρακτηριστικούς ρόλους του στη σκηνή, στον οποίο υπήρξε απολαυστικός, ήταν αυτός του Λουκά στο «Λόγω Φάτσας» του Γιώργου Διαλεγμένου, που σκηνοθέτησε ο Αντώνης Αντύπας στο «Απλό Θέατρο» (1993-1995). Το καλοκαίρι του 1996 εμφανίστηκε με τον Θύμιο Καρακατσάνη στο «Καραγκιόζη-Ντριμ», ερμηνεύοντας τον Μπάρμπα-Γιώργο, ενώ το 1999 έπαιξε στο πλευρό της Μιμής Ντενίση στο «Εγώ η Λασκαρίνα».
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1955 στην ταινία του Ντίμη Δαδήρα «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας». Έκτοτε συμμετείχε σε περισσότερες από 60 ταινίες, μαζί με τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού σινεμά. Εμφανίστηκε σε περίπου 55 ταινίες, ανάμεσά τους οι: «Η Αθήνα τη νύχτα», «Στεφανία», «Κοντσέρτο για πολυβόλα», «Η νεράιδα και το παλικάρι», «Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά», «Η Μαρία της σιωπής», «Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο», «Στάκαμαν».
Όμως, η ταινία που άφησε εποχή ήταν η «Λόλα», στην οποία ο Σπύρος Καλογήρου είχε πει την αξέχαστη φράση «Είναι πολλά τα λεφτά Άρη», προς τον τότε συμπρωταγωνιστή του Νίκο Κούρκουλο, για τα «μάτια» της Τζένης Καρέζη.
Το 1966, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, του απονεμήθηκε τιμητική διάκριση για την ερμηνεία του στη μικρού μήκους ταινία «Τζίμης ο Τίγρης» του Παντελή Βούλγαρη και οι κριτικοί κινηματογράφου τού απένειμαν το 1971 τον Αργυρό Απόλλωνα για τον ρόλο του στην ταινία «Κατάχρηση εξουσίας». Τιμήθηκε με τη Χρυσή Κεφαλή του «Θεάτρου Βαχτάγκοφ» της Μόσχας. Εμφανίστηκε και σε τηλεοπτικές σειρές («Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή»).
Είχε έναν γιο και μία εγγονή. Στις 27 Ιουνίου 2009 πέθανε στο Τζάνειο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν από την Πρωτομαγιά.
«Ο θάνατός του, με οδήγησε στην κατάθλιψη, ναι. Είχα κλειστεί στον Ωρωπό, στον επίγειο παράδεισο των 8,5 στρεμμάτων που δημιουργήσαμε και ζούσαμε με τον Σπύρο. Ήμουν συνέχεια στο δωμάτιό μου, δεν άφηνα ούτε την κοπέλα που με φρόντιζε να μπει και της έλεγα να κλείσει το φως. Δεν ήθελα να βλέπω ούτε τον γιο μου ούτε και την εγγονή μου» είχε δηλώσει η Ευαγγελία Σαμιωτάκη το 2017.
«Πολλές φορές σκέφτηκα να βάλω τέλος στη ζωή μου. Με σταμάτησε, όμως, καταρχήν το παιδί και η εγγονή μου κι αν θες η αμαρτία αυτής της πράξης. Έλεγα ότι αυτό είναι για τους δειλούς και όχι για τους γενναίους σαν κι εμένα. Οι γενναίοι σηκώνονται στα πόδια τους και προχωρούν. Την αυτοκτονία την θεωρώ υποχώρηση. Οι άνθρωποι φεύγουν όταν τους ξεχνάμε. Στην κάμαρά μου έχω τις πιο αγαπημένες του φωτογραφίες και τον βλέπω. Το ρολόι είναι σταματημένο την ώρα που πέθανε ο Σπύρος και έχω τη ρόμπα του κρεμασμένη εκεί που την άφηνε. Έχω κάνει το δωμάτιό του σαν μουσείο. Χαίρομαι, όμως, γιατί δεν αφήσαμε κανένα κενό ανάμεσά μας. Δείχναμε την αγάπη μας, εκείνος με τα ποιήματά του κι εγώ με τις πράξεις μου» πρόσθεσε η ηθοποιός που πέθανε το 2017.