Το υπουργείο Εργασίας είχε προνοήσει για την κάλυψη του νομοθετικού κενού και την καταπολέμηση της παραβατικότητας στην αγορά εργασίας πολύ πριν τα γεγονότα της Μανωλάδας, εισάγοντας τον θεσμό της Οικονομικής Αστυνομίας και της συνεργασίας των υπηρεσιών των υπουργείων Εργασίας και Δημόσιας Τάξης, δήλωσε στο ΑΠΕ ο υπουργός Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Γιάννης Βρούτσης, ενώ ταυτόχρονα εξέφρασε τη λύπη του για το ότι υπήρξαν κόμματα που δεν ψήφισαν στη Βουλή τη συγκεκριμένη διάταξη.
«Tα όποια νομοθετικά κενά υπήρχαν σχετικά με τη διενέργεια ελέγχων σε οποιονδήποτε κλάδο της αγοράς εργασίας, πολύ προνοητικά – και πριν τα τραγικά γεγονότα της Μανωλάδας – καλύφθηκαν από το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εργασίας που πριν 10 ημέρες ψηφίστηκε στην Ολομέλεια της Βουλής και ήδη αποτελεί το νέο νόμο 4144/2013», τόνισε ο υπουργός Εργασίας.
«Με το νόμο αυτό εισήχθη στον αγώνα για την καταπολέμηση της παραβατικότητας σε όλο το φάσμα της αγοράς εργασίας, σε συνεργασία με το υπουργείο Δημόσιας Τάξης, ο θεσμός της Οικονομικής Αστυνομίας. Λυπούμαστε που μια τέτοια θετική πρωτοβουλία για τους εργαζόμενους, υπήρξαν κόμματα που δεν την ψήφισαν», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με στελέχη του υπουργείου Εργασίας, το νομικό πλαίσιο που ισχύει (έγγραφο του υπουργείου Εργασίας με ημερομηνία 18 Ιουνίου του 2012 (υπ’ αριθμ. 9340/362), παρέχει σαφές εργασιακό και ασφαλιστικό πλαίσιο για τους εργάτες γης, το οποίο βασίζεται στην εκάστοτε Εθνική Σύμβαση Εργασίας, ενώ οι εργοδότες είναι υποχρεωμένοι να καταθέτουν μια φορά τον χρόνο, από 15 Σεπτεμβρίου έως 15 Νοεμβρίου, πίνακα των εργαζομένων που απασχολούν.
Σύμφωνα με τα ίδια στελέχη, υπήρχαν έως την ψήφιση του νόμου, «ασάφειες» που δεν επέτρεπαν τη διενέργεια αποτελεσματικών ελέγχων για «μαύρη εργασία »στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις, κι’ αυτό παρ’ ότι από το 2010, υπήρχε πρόταση της ΓΣΕΕ για την ανάθεση στο Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας και τους επιθεωρητές του ΙΚΑ, των ελέγχων αυτών.
Όπως ανέφεραν στο ΑΠΕ στελέχη των ελεγκτικών μηχανισμών του υπουργείου Εργασίας, έχουν πραγματοποιηθεί επανειλημμένα έλεγχοι στην περιοχή της Μανωλάδας και σε άλλες περιοχές της χώρας όπου είχαν αναφερθεί παραβιάσεις τις εργατικής νομοθεσίας σε αγροτικές εκμεταλλεύσεις.
Οι έλεγχοι όμως αυτοί δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα γιατί περιορίζονταν αναγκαστικά σε συσκευαστήρια και διαλογητήρια προϊόντων που ανήκουν στην αρμοδιότητα του ΙΚΑ. Δεν μπορούσαν να επεκταθούν σε θερμοκήπια και αμιγώς αγροτικές εργασίες οι οποίες εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του ΟΓΑ, που δεν διαθέτει ελεγκτικούς μηχανισμούς.
Σύμφωνα με τα ίδια στελέχη, κατά τη διάρκεια πρόσφατων ελέγχων στις περιοχές της Αργολίδας και της Κορινθίας με τη συμμετοχή για πρώτη φορά και της Οικονομικής Αστυνομίας, τα προβλήματα αυτά είχαν ξεπερασθεί καθώς οι έλεγχοι μπορούσαν να επεκταθούν σε όλους τους χώρους και στον εντοπισμό της παράνομης μετανάστευσης που συνδέεται σε αρκετές περιπτώσεις με τη «μαύρη εργασία».
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η αδήλωτη εργασία στην Ελλάδα ξεπερνά το 30% ενώ σε περιπτώσεις όπως οι επιχειρήσεις φασόν και οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις υπερβαίνει το 60% έως 70%.
Ανώτερα στελέχη των φορέων κοινωνικής ασφάλισης υποστηρίζουν ότι το 50% της αδήλωτης εργασίας αφορά αλλοδαπούς, στην πλειοψηφία τους παράνομους, ενώ από τα στοιχεία της επιθεώρησης εργασίας προκύπτει ότι το 47% των αλλοδαπών εργαζομένων που ελέγχθηκαν κατά το περασμένο έτος σε ολόκληρη τη χώρα, ήταν ανασφάλιστο.
Το ότι η ανασφάλιστη εργασία αλλοδαπών συνδέεται με την παράνομη μετανάστευση προκύπτει και από τα στοιχεία του ΟΑΕΔ σύμφωνα με τα οποία το 92% των εγγεγραμμένων στα μητρώα του ΟΑΕΔ ανέργων είναι Έλληνες, ενώ μόλις το 6% είναι υπήκοοι τρίτων χωρών, καθώς για την εγγραφή απαιτείται απόδειξη προϋπηρεσίας, μέσω της βεβαίωσης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.
Τα στελέχη του υπουργείου Εργασίας εκτιμούν ότι η διενέργεια επαρκών ελέγχων με τη συμμετοχή της οικονομικής Αστυνομίας θα συνδράμει στην τήρηση της εργατικής νομοθεσίας, κάτι που εκτός των άλλων θα δώσει και μια πραγματική ανάσα ρευστότητας στο Ασφαλιστικό Σύστημα οι απώλειες του οποίου από την ανασφάλιστη εργασία ξεπερνούν τα 6,5 δισ. ευρώ.