Πριν από τρία χρόνια, ο Σαΐντ Χουσεΐν Μπακρ, Γεζίντι του βορείου Ιράκ που εδώ και χρόνια ζει κι εργάζεται στις ΗΠΑ, έζησε τον χειρότερο εφιάλτη του, όταν ο γιος του Σέιφ τού έστειλε ένα μήνυμα με τη λέξη «αντίο» μέσα από την πλημμυρισμένη βάρκα, με την οποία επιχειρούσε να περάσει από τα τουρκικά παράλια στην Ελλάδα, μαζί με άλλους πρόσφυγες.
«Ένιωσα τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μου. Χρειάστηκε να περάσουν 12 ώρες με σπασμένα νεύρα, σε συνθήκες ανείπωτης αγωνίας και θλίψης ώσπου να μάθω ότι η Τουρκική Ακτοφυλακή είχε κατορθώσει να σώσει κάποιους από τους επιβαίνοντες. Η αγωνία μου συνεχίστηκε ώσπου να ακούσω τη φωνή του Σέιφ στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής να με διαβεβαιώνει πως είναι καλά… Από τότε πέρασε πολύς καιρός αλλά η πληγή μένει ανοιχτή, κυρίως γιατί ο Σέιφ εξακολουθεί να ζει μακριά από μένα, τη μητέρα και τα αδέλφια του», λέει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο Σαΐντ Μπακρ από το Τούσον της Αριζόνας, όπου ζει τα τελευταία πεντέμισι χρόνια, όσα έχει να δει και τον γιο του…
Ο Σέιφ έφυγε κυνηγημένος από τον ISIS σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής στη βόρεια Ευρώπη, «κόλλησε» για κάποιους μήνες στον λασπότοπο της Ειδομένης και λίγο προτού την εκκένωση του άτυπου εκείνου καταυλισμού στα σύνορα Ελλάδας-πΓΔΜ κατόρθωσε, διά της οδού των διακινητών, να φτάσει στη Γερμανία, όπου έμαθε τη γλώσσα και πλέον είναι έτοιμος να διαβεί την πόρτα του Πανεπιστημίου.
Όσο κι αν θέλει, ωστόσο, να πείσει τον εαυτό του ή τους γονείς του, που αγωνιούν καθημερινά γι’ αυτόν από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ότι πέτυχε τον στόχο του, το γεγονός ότι δεν μπορεί να δει την οικογένειά του είναι σαν μια «μεγάλη πληγή που αιμορραγεί καθημερινά», όπως λέει χαρακτηριστικά.
«Δεν πρόλαβα να γνωρίσω τον μικρότερο αδελφό μου»
Ως «τραύμα» βιώνει τη μοναξιά της προσφυγιάς, μακριά από την οικογένειά του, και ο Αμάρ από τη Συρία, ο οποίος από την Ειδομένη βρέθηκε στη Βρετανία, που ήταν γι’ αυτόν όνειρο ζωής. Ένα όνειρο όμως ημιτελές, όπως λέει, καθώς τού λείπουν οι γονείς του και τ’ αδέλφια του, το μικρότερο από τα οποία δεν έχει καν γνωρίσει. «Το γεγονός ότι δεν μπορώ να δω την οικογένειά μου και δεν έχω γνωρίσει καν τον μικρότερο αδελφό μου, που γεννήθηκε ενόσω εγώ είχα “κολλήσει” στα σύνορα, στην Ειδομένη, είναι κάτι που μού βαραίνει την ψυχή, δεδομένων και των δυσκολιών με τις οποίες βρίσκεται καθημερινά αντιμέτωπη η οικογένειά μου στη Συρία», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αμάρ από το Λονδίνο, όπου σήμερα ζει.
«Μίλησα για το πόσο δύσκολο είναι να ζω στο Λονδίνο χωρίς την οικογένειά μου μόνο και μόνο επειδή κάποιοι διοικούντες θεωρούν πως είμαι αρκετά δυνατός ώστε να επιβιώσω μόνος και δεν θέτουν σε προτεραιότητα περιπτώσεις (οικογενειακής επανένωσης) όπως η δική μου», εξηγεί ο Αμάρ, ο οποίος σπουδάζει στο «London College of Fashion», έχοντας μάλιστα αριστεύσει στο πρώτο έτος, όπως λέει, ενώ παράλληλα εργάζεται.
«Όλα αυτά τα είπα στο συνέδριο προκειμένου να κατανοήσουν όσοι ήταν εκεί το μέγεθος της πίεσης που αισθάνομαι από το γεγονός ότι δεν μπορώ να είμαι μαζί με την οικογένειά μου αλλά προσπαθώ και καταφέρνω ταυτόχρονα να βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων και να είμαι παραγωγικός. Αλλά και για να τούς δώσω να καταλάβουν πως αν είχα την οικογένειά μου στο πλευρό μου θα ήμουν ακόμα πιο πετυχημένος και παραγωγικός, γεγονός που θα ωφελούσε και εμένα προσωπικά αλλά και τη χώρα στην οποία ζω», τονίζει ο νεαρός Σύρος.
Μπορεί ο Σέιφ και ο Αμάρ να είναι ενήλικοι και να πέρασαν το στάδιο εκείνο της ζωής που η μητρική αγκαλιά είναι βάλσαμο ψυχής, ιδίως σε δύσκολες καταστάσεις, όπως αυτή τού να βρίσκεσαι στον δρόμο με τον τελικό προορισμό να παραμένει αβέβαιος, αλλά για τον 14χρονο Όμαρ από το Ντέιρ Εζόρ της Συρίας, ένα χάδι από τη μάνα του είναι αυτό που, όπως λέει, τού λείπει πιο πολύ.
«Μού λείπει η μητρική αγκαλιά»
Ο Όμαρ βρέθηκε στον δρόμο της προσφυγιάς πλάι στον θείο του με στόχο να πάει στη βόρεια Ευρώπη και να διεκδικήσει μια καλύτερη ζωή σε ένα περιβάλλον ασφαλές, με ίσα δικαιώματα για όλους· «ό,τι δηλαδή δεν μπορώ να βρω στη Συρία αυτή τη στιγμή», λέει ο νεαρός με τα μεγάλα καφετιά μάτια.
«Έχω να δω τους γονείς μου πάνω από έναν χρόνο, από τότε που έφυγα από τη Συρία. Δεν ξέρω αν ζουν ή αν πέθαναν, αν υπάρχει το σπίτι μας, αν…», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ από το κέντρο του Βαγιοχωρίου, όπου τον συναντήσαμε πριν από μερικές εβδομάδες να ρωτά εναγωνίως πότε θα μπορέσει να πάει στη Γερμανία για να μπορέσει να συνεχίσει το σχολείο, να βρει δουλειά και να …φέρει τους γονείς του -αν ζουν- εκεί για να επανενωθεί η οικογένεια.
Με το ζήτημα της οικογενειακής επανένωσης και του τραύματος που προκαλεί η έλλειψή της βρίσκονται πολύ συχνά αντιμέτωποι ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί, που έρχονται σε επαφή με τους πρόσφυγες, όπως η Μελανή Βασιλοπούλου, ψυχολόγος στο Κέντρο Ημερήσιας Φροντίδας των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στην Αθήνα.
Οικογένειες διαιρεμένες, όχι μόνο στα …χαρτιά
«Είναι τεράστιο πρόβλημα γιατί οι άνθρωποι έχουν χωριστεί και για λόγους ασφαλείας και για να μπορέσουν να φτάσουν στον προορισμό τους και με τις αλλαγές που έχουν γίνει στη νομοθεσία σε ό,τι αφορά την επανένωση, πέρα από το χρονικό διάστημα που παίρνει, κάποιοι δεν θα μπορέσουν καθόλου να επανενωθούν», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Βασιλοπούλου.
«Στην αρχή, η επανένωση ήταν με συγγενείς πρώτου βαθμού, στη συνέχεια έγινε μόνο αν τα παιδιά είναι ανήλικα, αλλά δεν είναι απλό έχει δυσκολέψει πολύ η διαδικασία, με αποτέλεσμα να παραμένει μια οικογένεια διαιρεμένη για μεγάλα χρονικά διαστήματα και να προκαλούνται πολύ σοβαρά προβλήματα και στους μεν και στους δε, κι ας έχουν φτάσει στον προορισμό», σημειώνει, επισημαίνοντας πως «γίνεται σιγά σιγά μια οικογενειακή τραγωδία όλο αυτό καθώς δεν είναι μόνο στα χαρτιά διαιρεμένη η οικογένεια».
Τι είδους συμβουλή ή βοήθεια μπορεί να προσφερθεί στους ανθρώπους αυτούς σ’ αυτές τις περιπτώσεις; «Προσπαθούμε να τους κάνουμε να αποδεχθούν το γεγονός και να τους παραπέμψουμε σε νομική βοήθεια. Υπάρχουν οργανώσεις όπως το GCR (Greek Council for Refugees), που προσφέρει, χωρίς πληρωμή, νομική κάλυψη για να μπορέσουν να γνωρίζουν καλά τι τους περιμένει (τη νομοθεσία, τι επιτρέπεται και τι όχι). Επίσης, αν δεν τους επιτρέπεται η επανένωση υπάρχουν άλλες λύσεις, π.χ. περιμένουν εδώ, παίρνουν άσυλο, βγάζουν διαβατήριο και στη συνέχεια περιμένουν να ταξιδέψουν», απαντά η κ. Βασιλοπούλου.
«Εμείς», προσθέτει, «προσπαθούμε να τους στηρίξουμε με διάφορους τρόπους -και πρακτικά και ψυχολογικά- όταν έρχονται εδώ. Και πρακτικά είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει βοήθεια γι’ αυτό και όσες περισσότερες οργανώσεις υπάρχουν που μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες τους προσπαθούμε να τους συνδέσουμε μ’ αυτές και από την πλευρά της αναμονής, η διαχείριση του εαυτού τους είναι το νούμερο ένα, να μπορέσουν να αντέξουν αυτό το χρονικό διάστημα ώσπου να βρεθεί μια λύση».