Ο Παύλος Φύσσας δεν ζει. Δεν είναι ανάμεσα στους ανθρώπους που αγαπούσε και τον αγαπούσαν. Δεν βρίσκεται στην αγκαλιά της αγαπημένης του, ούτε πλέον παρακολουθεί τα ματς του αγαπημένου του Ολυμπιακού. Ο Παύλος Φύσσας είναι νεκρός. Το αίμα του βάφει ακόμα το πεζοδρόμιο της Παναγή Τσαλδάρη. Το μαχαίρι του δολοφόνου ακόμα στάζει αίμα.
Γράφει ο Νίκος Δεμισιώτης
Ο Παύλος Φύσσας δεν ζει. Θα ήταν υπέροχο να ζούσε, αλλά δεν ζει. Αν ζούσε θα έγραφε τις μουσικές του. Ενοχλητικές για κάποιους αλλά, τουλάχιστον, αυτός ποτέ δεν άρπαξε ένα μαχαίρι για να βγει στο δρόμο και να στερήσει τη ζωή από κάποιον άλλο. Ακόμα κι αν αυτός ο άλλος ήταν ιδεολογικά εχθρός του.
Ο Παύλος Φύσσας δεν ζει. Δεν θα ξαναβρεθεί ποτέ με τους φίλους του για να τα πιούν και να τραγουδήσουν παρέα. Του στέρησε αυτό το δικαίωμα ένας άνθρωπος τυφλωμένος από μίσος. Που εκεί που καθόταν ήρεμος στον καναπέ του, δέχθηκε ένα τηλεφώνημα, σηκώθηκε, πήρε το στιλέτο του και πήγε να σκοτώσει έναν άνθρωπο.
Ο Παύλος Φύσσας δεν ζει. Έπεσε νεκρός γιατί αποφάσισε πως πρέπει να κοιτάξει το θηρίο στα μάτια. Να κάτσει εκεί, να ορθώσει το ανάστημά του και να του φράξει το δρόμο. Να το εμποδίσει να κάνει μεγαλύτερο κακό. Δεν έτρεξε, δεν κρύφτηκε, δεν κιότεψε. Και το θηρίο τον κατασπάραξε.
Ο Παύλος Φύσσας δεν ζει. Τον σκότωσαν αυτοί που θεωρούν πως ήταν περισσότερο Έλληνες από εκείνον. Από εκείνον που είχε γράψει και τραγούδησε: «Με λένε Παύλο Φύσσα από τον Περαία, Έλληνας μ’ ό,τι συνάδει αυτό -όχι μια σημαία, μελανοχίτωνας γόνος του Αχιλλέα και του Καραϊσκάκη- Κι αν ξέρω κάτι είναι πως γεννήθηκα ήδη με δυο καταδίκες βαριές πάνω στην πλάτη».
Ο Παύλος Φύσσας δεν ζει. Δεν πρόκειται να αγκαλιάσει και πάλι τη μητέρα του. Αυτή την σύγχρονη πρωταγωνίστρια μιας αρχαίας τραγωδίας που έθαψε το σπλάχνο της επειδή «ενοχλούσε γιατί ήταν αντιφασίστας». Που με ήλιο, με βροχή, με χιόνια, με κρύο, με ζέστη, βρίσκεται μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου. Ακούραστη. Αλύγιστη.
Ο Παύλος Φύσσας δεν ζει. Δεν θα κάτσει ποτέ ξανά να μιλήσει με τον πατέρα του για τα πολιτικά. Κάποιοι αποφάσισαν πως «όσο μίλησε για τα πολιτικά μίλησε. Τώρα πρέπει να σωπάσει. Μια για πάντα».
Ο Παύλος Φύσσας δεν ζει. Τον δολοφόνησε κάποιος που κρατούσε ένα μαχαίρι πάνω στο οποίο δεν υπήρχαν μόνο τα δικά του αποτυπώματα. Υπήρχαν πολλά ακόμα. Πάρα πολλά. Χιλιάδες.
Ο Παύλος Φύσσας δεν ζει. Έτυχε πάνω στο γύρισμα του καιρού και της ιστορίας που επέτρεψε στα φαντάσματα να βγουν ξανά στην επιφάνεια. Που κόβουν βόλτες σε μια ήπειρο της οποίας οι ηγέτες αποφάσισαν να βάλουν τα κέρδη και τους αριθμούς πάνω από τους ανθρώπους και έστρωσαν το δρόμο της επιστροφής στα φαντάσματα.
Καλά τα συνθήματα που λένε το αντίθετο σε μια προσπάθεια να δείξουν τη συνέχεια του αγώνα αλλά ο Παύλος Φύσσας δεν ζει. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να το λέμε και να το φωνάζουμε κάθε ημέρα. Όχι για να ξύνουμε πληγές αλλά για να θυμούνται όλοι πως ο φασισμός μπορεί σήμερα να έρθει για κάποιον άλλο, αύριο, όμως, θα έρθει για εσένα.