Η διαχρονική απειλή έναντι της Ελλάδας από την Τουρκία έχει παγιώσει ένα σκηνικό οιονεί πολεμικής σύγκρουσης ή εν γένει θερμών καταστάσεων, οι οποίες εκδηλώνονται από καιρού εις καιρόν λόγω της συνέπειας που επιδεικνύει η Άγκυρα στην επιθετική της πολιτικής.
Η τελευταία πολεμική πράξη με τραγικά αποτελέσματα για τον ελληνισμό ήταν η εισβολή στην Κύπρο, όπως γράφει το περιοδικό «Επίκαιρα», ενώ η παραλίγο στρατιωτική αντιπαράθεση για τα Ίμια είχε επίσης αρνητική κατάληξη, διότι η Τουρκία επέβαλε στην πράξη τη θεωρία των «γκρίζων ζωνών». Πέραν του άμεσου στρατιωτικού πεδίου, η Ελλάδα υφίσταται πίεση από τη γειτονική χώρα στους οργανισμούς που συμμετέχουν τα δύο κράτη, όπως το ΝΑΤΟ, στους οποίους μεταφέρει τις διεκδικήσεις της, ζητώντας εξαιρέσεις ελληνικών περιοχών από ασκήσεις, θέτοντας ζητήματα αποστρατικοποίησης, κυριαρχίας κ.λπ.
Ταυτόχρονα, παρεμβαίνει με όλο και πιο απροκάλυπτο τρόπο σε ζητήματα εντός της ελληνικής επικράτειας, με αιχμή τη δραστηριότητά της στη Θράκη, επιχειρώντας, όπου δεν αμφισβητεί ευθέως και επισήμως την εθνική κυριαρχία, να την υπονομεύσει στην πράξη, επιδιώκοντας συγκυριαρχία. Επίσης, προβαίνει ανοιχτά σε εχθρικές ενέργειες, αν και υποτίθεται ότι τις υλοποιεί κεκαλυμμένα, όπως στην περίπτωση της λαθρομετανάστευσης, όπου χρησιμοποιεί τη ροή πληθυσμών που διέρχονται από το έδαφός της ως εργαλείο αποσταθεροποίησης της Ελλάδας.
Σύμφωνα με τα «Επίκαιρα», αποτέλεσμα όλης αυτής της διαρκούς πίεσης είναι η χώρα μας να βρίσκεται σε μια αέναη διαδικασία απόκρουσης της τουρκικής επιθετικότητας, όχι πάντοτε επιτυχώς. Το αίτιο της συμπεριφοράς αυτής είναι η φύση του γειτονικού κράτους, το οποίο, ανεξαρτήτως της πολιτικής ή ιστορικής φάσης που διανύει, επιδεικνύει έναν αναλλοίωτο στο χρόνο επεκτατισμό και αναθεωρητισμό προς όλα τα γειτονικά κράτη και έθνη, ο οποίος στην περίπτωση της Ελλάδας τροφοδοτείται, αφενός, από τους δυσμενείς σε γενικές γραμμές για εμάς αμυντικούς συσχετισμούς, αφετέρου από τη φοβική διαχείριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων που κάνει το ελληνικό πολιτικό προσωπικό.
Η Ελλάδα δαπανά επί σειρά ετών, από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, σημαντικά ποσά για την άμυνά της, κατορθώνοντας να φτάσει κατά περιόδους σε ικανοποιητικό επίπεδο συσχετισμών και, εν πάση περιπτώσει, τέτοιο που μπορούσε να λειτουργήσει αποτρεπτικά, εφόσον θα υπήρχε και ανάλογη πολιτική βούληση, έναντι πιθανών τουρκικών επιθετικών σχεδίων.
Οι εξοπλισμοί πολλές φορές δεν απέδωσαν το μέγιστο ή ούτε καν το ικανοποιητικό αποτέλεσμα στη σχέση κόστους – οφέλους για διάφορους λόγους: υψηλό κόστος, μίζες, αποσπασματικές παραγγελίες, ανύπαρκτη μεταφορά τεχνογνωσίας, ανεκτέλεστα αντισταθμιστικά οφέλη κ.ά.
Παρά τα προβλήματα, όμως, η Ελλάδα δεν ήταν όπως την παρουσίαζαν, χαμένη από χέρι σε μια αναμέτρηση με την Τουρκία. Μεγαλύτερη απειλή συνιστούσαν και συνιστούν η ασχετοσύνη και η (εξ αυτής) φοβία των πολιτικών ή η αδιαφορία τους, απ’ ότι το αμυντικό ισοζύγιο. Είναι πολλές οι παράμετροι που θα παίξουν ρόλο στην έκβαση μιας πολεμικής σύγκρουσης.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, η Ελλάδα διολισθαίνει σε καθεστώς de facto αφοπλισμού, λόγω της ακινησίας στα εξοπλιστικά, η οποία μετατράπηκε σε τέλμα τα δύο τελευταία χρόνια λόγω μνημονίου. Σε βαθμό που οι γνωρίζοντες να κάνουν λόγο για επαπειλούμενη κατάρρευση του αμυντικού οικοδομήματος της χώρας, παρά την υποβολιμαία φιλολογία περί δήθεν εξωφρενικών ελληνικών εξοπλισμών απ’ αυτούς που θέλουν την Ελλάδα αφοπλισμένη, ώστε να προχωρήσει σε κάθε επίπεδο η μετατροπή της σε προτεκτοράτο, διαδικασία η οποία θα διευκολυνθεί από ενδεχόμενο εθνικό ακρωτηριασμό της.