Σε 11.528 έφθασε το πλήθος των ρευματοκλοπών που εντοπίσθηκαν το 2016, σχεδόν τετραπλάσιο σε σχέση με το 2011 που ήταν 3.226, ενώ από τις αρχές έως και τον Οκτώβριο 2017, το σύνολο των μηνύσεων που υπέβαλε η Εταιρία και έφθασαν στο ακροατήριο σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη για υποθέσεις εντοπισμένων ρευματοκλοπών δεκαπλασιάστηκε και διαμορφώθηκε σε 2.971 έναντι 324 το 2015.
Τα στοιχεία παραθέτει ο Διαχειριστής του Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΔΔΗΕ), προσθέτοντας ότι έχει εξαντλήσει όλα τα διαθέσιμα μέσα για την καταπολέμηση του φαινομένου και τον εντοπισμό των παραβατών. Ωστόσο, προσθέτει ότι «παρά τη θεαματική αύξηση του αριθμού των εντοπισμένων κρουσμάτων, την εντατικοποίηση των ελέγχων, την επίσπευση των διαδικασιών και τη συστηματική υποβολή μηνύσεων από πλευράς ΔΕΔΔΗΕ, το φαινόμενο δεν φαίνεται να ανακόπτεται. Το γεγονός αυτό όμως δεν οφείλεται σε καμία περίπτωση σε ολιγωρία, αναποτελεσματικότητα ή παθητική στάση του ΔΕΔΔΗΕ, ο οποίος εξαντλεί όλα τα περιθώρια δράσεων στο πεδίο αυτό, όπως επιβεβαιώνεται από τη συνεχόμενη αύξηση των εντοπισμένων κρουσμάτων, προϊόν ακριβώς της δραστικής πύκνωσης των ελέγχων».
Ο ΔΕΔΔΗΕ αποδίδει την έξαρση των ρευματοκλοπών στην παρατεταμένη οικονομική κρίση και στην ανεπάρκεια, μέχρι πρότινος (συγκεκριμένα μέχρι τη θέσπιση και θέση σε ισχύ του Κώδικα Διαχείρισης του Δικτύου το 2017), του θεσμικού πλαισίου αντιμετώπισης του προβλήματος. Σημειώνει εξάλλου ότι με βάση τα επίσημα στοιχεία το κόστος της κλαπείσας ενέργειας, υπολογίζεται σε περίπου 80 εκ. ευρώ ετησίως.
Σημειώνεται ότι η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας προσανατολίζεται από το 2019 στην εφαρμογή κινήτρων για ένταση των ελέγχων για τις ρευματοκλοπές, συνδέοντας τα έσοδα του Διαχειριστή (τα οποία ορίζονται από την Αρχή) με τις επιδόσεις στον περιορισμό του φαινομένου.