Να περιμένουμε να δούμε και να αναλύσουμε τα χαρακτηριστικά της σεισμικής διέγερσης προτού προβούμε σε εκτιμήσεις για το αν ο σεισμός των 4,7 Ρίχτερ στην περιοχή του Κιλκίς ήταν ο κύριος, συνέστησε ο καθηγητής Σεισμολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) Μανώλης Σκορδίλης, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων.
Ερωτηθείς αν ο σεισμός που σημειώθηκε ήταν ο κύριος, ο κ. Σκορδίλης απάντησε πως κανείς δεν μπορεί να το πει αυτό απόλυτα αυτή τη στιγμή και συνέστησε: «Να περιμένουμε λίγο -τουλάχιστον ένα 24ωρο- να δούμε τα χαρακτηριστικά αυτής της ακολουθίας».
Αυτή τη στιγμή -εξήγησε ο καθηγητής Σεισμολογίας του ΑΠΘ- «μαζεύουμε ήδη στοιχεία και προχωρούμε στην ανάλυση της σεισμικής διέγερσης, αλλά για να έχουμε εμείς πρώτα πληροφορίες θα πρέπει να μας δώσει η φύση αυτές τις πληροφορίες. Όσο περισσότερους μικροσεισμούς απ’ αυτή τη διέγερση έχουμε, τόσο περισσότερο συμπαγής είναι η εικόνα που παίρνουμε».
Μέχρι στιγμής, σύμφωνα με τον κ. Σκορδίλη, «οι πληροφορίες που υπάρχουν είναι ότι ο χώρος όπου εκδηλώθηκε ο σεισμός δεν φαίνεται να έχει δώσει στο παρελθόν κάποιο μεγάλο γεγονός» και δεν συνδέεται με γνωστούς μεγάλους σεισμούς στην περιοχή, όπως του 1931, με επίκεντρο το Βαλάντοβο (μέγεθος 6,7 Ρίχτερ).
«Δεν συνδέεται άμεσα ούτε μ’ εκείνο το περιστατικό ούτε με τη σεισμική δραστηριότητα που είχαμε το 1978 εδώ, στην περιοχή των λιμνών, ούτε με άλλους μεγάλους σεισμούς του χώρου. Ανήκει, όμως, στην ίδια μεγάλη σεισμική ζώνη, που είναι γνωστή ως σερβομακεδονική ζώνη, μια ζώνη με βορειοδυτική-νοτιοανατολική διεύθυνση, που περνάει μέσα από την Ελλάδα ερχόμενη βόρεια από τα Βαλκάνια, περνώντας σχεδόν παράλληλα με τον ποταμό Αξιό προς τα δυτικά και τον Στρυμώνα προς τα δυτικά. Είναι μια ζώνη που κατά καιρούς δίνει διάφορα ισχυρά γεγονότα και είναι η πλέον ενεργή σεισμικά ζώνη του βορειοελλαδικού χώρου».
Επανέλαβε δε πως εκείνο στο οποίο εστιάζουν τώρα οι σεισμολόγοι είναι να υπάρξουν κάποιες πληροφορίες «σχετικά με τη συγκεκριμένη σεισμική δραστηριότητα», δηλαδή να υπάρξουν πληροφορίες σχετικά με το ρήγμα που έδωσε τον σεισμό αυτόν, γιατί απ’ αυτά τα στοιχεία θα γίνει δυνατή η εκτίμηση «κατά πόσον ο χώρος που έχει διεγερθεί δικαιολογεί κάποια ανησυχία ενός πιθανά ισχυρότερου σεισμού ή αν ο χώρος που διεγέρθηκε δικαιολογεί την εκδήλωση ενός σεισμού της τάξης του ίδιου μεγέθους μ’ αυτόν που έχει ήδη γίνει».