Σε σφράγισμα της υπόγειας αποθήκης τροφίμων του νοσοκομείου «Έλενα Βενιζέλου» προχώρησε η διοίκηση του νοσηλευτικού ιδρύματος, έως ότου ολοκληρωθεί ο έλεγχος δειγμάτων από νερά που διέρρευσαν στην αποθήκη, τα αποτελέσματα του οποίου αναμένονται την Παρασκευή, 20 Οκτωβρίου.
Ωστόσο, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Δημόσια Νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ), κατήγγειλε ότι «στα πρώτα δείγματα σε νερά του υπογείου ανιχνεύθηκε το βακτήριο της χολέρας και υπάρχει κίνδυνος για γυναίκες, παιδιά και εργαζόμενους».
Αναφέρει ότι «στο υπόγειο της αποθήκης τροφίμων έξι μήνες τρέχουν νερά» και παρά τις διαμαρτυρίες του Σωματείου και των εργαζομένων «η διοίκηση δεν αποκατέστησε τη βλάβη και το πρόβλημα συνεχίζεται ακόμη και σήμερα» και ζητάει τη λήψη άμεσων μέτρων.
Η απάντηση της διοίκησης του Νοσοκομείου
Στις 5 Οκτωβρίου, η επόπτρια Δημόσιας Υγείας έστειλε προς έλεγχο στο Μικροβιολογικό Εργαστήριο του νοσοκομείου, δείγματα τα οποία έλαβε από συγκεντρωμένα ύδατα στην αποθήκη ξηράς τροφής, που βρίσκεται στο Α΄ υπόγειο του κτιρίου Α΄. Τα ύδατα διέρρευσαν στην αποθήκη από το δάπεδο του γειτνιάζοντος χώρου του ηλεκτρικού υποσταθμού.
Η βοήθεια του Μικροβιολογικού Εργαστηρίου ζητήθηκε για μια πρώτη εκτίμηση της μικροβιολογικής σύστασης του δείγματος. Το εργαστήριο, αναρμόδιο για έλεγχο υδάτων, έκανε μόνο ποιοτική καλλιέργεια και όχι ποσοτική, η οποία γίνεται στα εξουσιοδοτημένα κέντρα (ΚΕΔΥ- Κεντρικό Εργαστήριο Δημόσιας Υγείας).
Για τα αποτελέσματα (ανεύρεση δυνητικά εντεροπαθογόνων μικροοργανισμών), ενημερώθηκαν άμεσα, στις 13 Οκτωβρίου, η επόπτρια Δημόσιας Υγείας, η διευθύντρια της Ιατρικής Υπηρεσίας, η Επιτροπή Νοσοκομειακών Λοιμώξεων και η Διοίκηση του νοσοκομείου, οι οποίοι και αποφάσισαν το σφράγισμα της αποθήκης.
Άμεσα επίσης, ζητήθηκε η έκτακτη συνδρομή του ΚΕΔΥ, το οποίο δέχθηκε να τους σταλεί δείγμα για πλήρη έλεγχο. Τα αποτελέσματα αναμένονται την Παρασκευή. Μέχρι τότε, ο χώρος έχει σφραγιστεί και η Τεχνική Υπηρεσία έχει αναλάβει την αντιμετώπιση του προβλήματος των συγκεντρωμένων υδάτων, λαμβάνοντας ατομικά μέτρα προστασίας που υποδεικνύονται από την επόπτρια Δημόσιας Υγείας και την Επιτροπή Νοσοκομειακών Λοιμώξεων.