Η συμπόρευση των δυνάμεων της γνώσης, της υγιούς επιχειρηματικότητας και της κοινωνίας των πολιτών αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ανάκαμψη και την εδραίωση συνθηκών ευημερίας, υπογράμμισε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας πριν από λίγο στην Εσπερίδα της Πρωτοβουλίας για Παιδεία και Ανάπτυξη (ΠΡΩ.ΠΑΙΔΕΙ.Α), με θέμα: «ΑΕΙ, Έρευνα, Καινοτομία Επιχειρηματικότητα και Ανάπτυξη.
Όπως ανέφερε, η έξοδος από την κρίση μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να αποτελέσει το σημείο εισόδου σε μία διατηρήσιμη πορεία ανάπτυξης της οικονομίας, η οποία θα βασίζεται στην καινοτομία, στη νέα γνώση και την καλύτερη αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων.
Ο ίδιος επισήμανε ότι η ενθάρρυνση και η ενίσχυση της έρευνας, η διάχυση της τεχνολογίας και η τόνωση της επιχειρηματικότητας και των επενδύσεων αποτελούν το τρίπτυχο για την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου, η οποία θα εστιάζει στη δημιουργία αξίας μέσω της διασύνδεσης του, απομονωμένου σήμερα, δημόσιου ερευνητικού συστήματος με τον παραγωγικό τομέα, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην αναπτυξιακή διαδικασία.
Στο πλαίσιο της διαμόρφωσης ενός εθνικού σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας για την επανένταξη της ελληνικής οικονομίας σε νέα αναπτυξιακή τροχιά με οδηγό ένα νέο παραγωγικό πρότυπο, η Ελλάδα, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, θα πρέπει να επενδύσει συνδυασμένα στις τρεις αυτές δυνάμεις. Η παραγωγή, η διάχυση και η αξιοποίηση της γνώσης συγκροτούν το απαραίτητο υπόβαθρο για να σταθεί η ελληνική επιχειρηματικότητα και η ελληνική οικονομία γενικότερα στις νέες συνθήκες μίας αναδυόμενης οικονομίας της γνώσης, σημείωσε.
Βασικό ρόλο σ’ αυτή την εξέλιξη, σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, μπορούν να έχουν οι επιχειρήσεις, οι οποίες όμως λειτουργούν σε περιβάλλον που επηρεάζονται σε μεγάλο ακόμη βαθμό από το κράτος. Η ύπαρξη του κατάλληλου, ευέλικτου θεσμικού πλαισίου και η λήψη των απαραίτητων μέτρων για την υποστήριξη της υπάρχουσας επιχειρηματικής δραστηριότητας, όπως και για την προώθηση της νέας επιχειρηματικότητας, μπορούν να επιδράσουν ουσιαστικά στην πορεία του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας μιας χώρας, υπογράμμισε. Η δημόσια παρέμβαση, προσέθεσε, μπορεί να ενθαρρύνει τόσο τη διάχυση της τεχνολογίας, δηλαδή τη στήριξη της εμπορικής αξιοποίησης της ερευνητικής δραστηριότητας που παράγεται στα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα όσο και τη δημιουργία παραγωγικής διεξόδου στις φιλοδοξίες των χαρισματικών και ταλαντούχων νέων επιστημόνων.
«Η επιστημονική έρευνα απαιτεί σοβαρή και διαρκή χρηματοδότηση, αξιοκρατία, εξωστρέφεια και στενή συνεργασία με την επιστημονική κοινότητα. Απαιτεί επίσης την κουλτούρα του επιχειρηματικού ρίσκου, της επένδυσης σε καινοτόμες δραστηριότητες, που θα αποφέρουν κέρδος σε βάθος χρόνου. Ο ιδιωτικός τομέας οφείλει να εμπιστευθεί το καινοτόμο ταλέντο των νέων Ελλήνων επιστημόνων» επισημαίνει χαρακτηριστικά.