«Υπεραιωνόβιες» σε ό,τι αφορά τον σχεδιασμό τους σχολικές αίθουσες, που υποχρεώνουν τους μαθητές περίπου … σε ακαμψία και περιορίζουν τις όποιες κινήσεις τους σε μισό τετραγωνικό μέτρο, αποτελούν μέχρι και σήμερα το κυρίαρχο μοντέλο για τη διαρρύθμιση των χώρων διδασκαλίας στα σχολεία. Είτε πρόκειται για Δημοτικά, είτε για Γυμνάσια, ή Λύκεια, η τυπική διάταξη των θρανίων στην τάξη (σε παράλληλες σειρές, το ένα πίσω από το άλλο) παραμένει ουσιαστικά η ίδια από το 1895! Αντίστοιχα, στις αίθουσες των νηπιαγωγείων κυριαρχεί μία ομοιομορφία και οι τοίχοι τους «μιλούν» περισσότερο για την εργασία των εκπαιδευτικών, παρά για την παρουσία των παιδιών.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις επισημάνθηκαν στο Διεπιστημονικό Συνέδριο, με θέμα: «Χώροι για το παιδί ή χώροι του παιδιού», οι εργασίες του οποίου ξεκίνησαν σήμερα το πρωί, στο Κέντρο Διάδοσης Ερευνητικών Αποτελεσμάτων του ΑΠΘ.
«Αίθουσες σχεδιασμένες για τη Συνδιδακτική Μέθοδο»
«Η Πολιτεία μέσα από τους θεσμούς της δίνει χώρους, που θεωρητικά είναι σχεδιασμένοι για το παιδί, αλλά περισσότερο δημιουργούν προβλήματα στο παιδί. Βρισκόμαστε μπροστά σε αμετάβλητα χαρακτηριστικά των σχολικών αιθουσών από το 1895. Τα χαρακτηριστικά αυτά είχαν έναν λόγο ύπαρξης και εξυπηρετούσαν την εφαρμογή της παραδοσιακής «συνδιδακτικής» μεθόδου διδασκαλίας (θεσμοθετήθηκε το 1880), η οποία είναι επικεντρωμένη στον δάσκαλο και χαρακτηρίζεται από τον παθητικό ρόλο του μαθητή, τον ατομικό τρόπο εργασίας, που όπως στήνεται γεννά έντονα ανταγωνιστικά στοιχεία, συρρικνώνοντας τις όποιες δυνατότητες επικοινωνίας», ανέφερε στην εισήγησή του ο Δημήτρης Γερμανός, Καθηγητής του Τμήματος Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του ΑΠΘ, σημειώνοντας ότι η διάταξη των θρανίων και των υπόλοιπων αντικειμένων παραπέμπει άμεσα στη χρήση του χώρου και κατ’ επέκταση στη διδακτική προσέγγιση.
«Μόνο τρεις οι εκπαιδευτικά ορθές στάσεις του σώματος»
Ο έλεγχος της σχέσης τους σώματος του παιδιού με τον χώρο αποτελεί άλλο ένα χαρακτηριστικό στοχείο του παραδοσιακού μοντέλου διδασκαλίας, που δεν έχει αλλάξει μέχρι σήμερα στο ελληνικό σχολείο.
«Τρεις μόνο είναι οι αποδεκτές θέσεις του σώματος του παιδιού. Από τις δεκάδες θέσεις, που μπορεί να πάρει το σώμα μας, μόνο τρεις θεωρούνται εκπαιδευτικά ορθές στην τάξη του παραδοσιακού σχολείου. Δουλεύοντας στο θρανίο, όρθιο το παιδί στον πίνακα λέγοντας το μάθημα, ή όρθιο στο θρανίο λέγοντας το μάθημα. Όλες οι άλλες θέσεις είναι μη αποδεκτές», ανέφερε ο κ.Γερμανός και εξήγησε: «Στο παραδοσιακό μοντέλο διδασκαλίας ο χώρος για το παιδί έχει κάτι περίεργα χαρακτηριστικά. Είναι ανεξάρτητος από τη χρονική περίοδο, ανεξάρτητος από την ηλικία του παιδιού και ανεξάρτητος από το μέγεθος της αίθουσας διδασκαλίας. Στο σχέδιο της πρότυπης αρχιτεκτονικής οργάνωσης της αίθουσας διδασκαλίας από το 1895 έως το 2017 – ανεξάρτητα από το αν αυξήθηκε η επιφάνεια της αίθουσας διδασκαλίας στο πέρασμα των χρόνων – ο χώρος στον οποίο μπορεί το παιδί να κινηθεί, χωρίς να πάρει ειδική άδεια, είναι το μισό θρανίο του, το κάθισμά του και ο χώρος ανάμεσα στο θρανίο του και το θρανίο των από πίσω του. Δηλαδή, όσο κι αν μεταβάλλεται το εμβαδόν της αίθουσας ο χώρος του παιδιού, ο χώρος για το παιδί, είναι 0,60 τ.μ.!»
Ο καθηγητής, παρουσίασε την προσέγγιση U (user approach), μία μέθοδο για τον σχεδιασμό των σχολικών αιθουσών, που δίδει έμφαση στον τρόπο συνύπαρξης των μαθητών στην τάξη, στην ευελιξία και τη μεταβλητότητα του χώρου, την οικειότητα του χώρου, τη φαντασία και τα κέντρα ενδιαφέροντος του παιδιού, αλλά και τη δυνατότητα του παιδιού να παρεμβαίνει στον σχολικό χώρο. «Η αξιολόγηση των περισσότερων από τις 88 παρεμβάσεις που έγιναν μέχρι σήμερα στην Ελλάδα και την Κύπρο έδειξε βελτίωση της επίδοσης των παιδιών στα μαθήματά τους, βελτίωση της σχολικής του ένταξης, δημιουργία στενότερων σχέσεων μεταξύ των παιδιών αλλά με τους εκπαιδευτικούς τους, όπως και του σχολείου και της οικογένειας και του σχολείου και της τοπικής κοινωνίας», ανέφερε ο κ. Γερμανός, συμπεραίνοντας πως τελικά «στόχος μας πρέπει να είναι ο χώρος για το παιδί, να είναι ο ίδιος με τον χώρο του παιδιού».
«Όμοιες εικόνες Αγίων και ηρώων της Επανάστασης»
Πίσω στον χρόνο έχουν μείνει και οι αίθουσες των νηπιαγωγείων, παρά το ότι, όπως επισήμανε η Καθηγήτρια στο Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του ΑΠΘ, Δόμνα – Μίκα Κακανά «ο χώρος του νηπιαγωγείου θα πρέπει να λειτουργεί ως τρίτος παιδαγωγός».
«Βασικό χαρακτηριστικό στα νηπιαγωγεία παραμένει η ομοιομορφία. Βλέπουμε χώρους στους οποίους οι τοίχοι ουσιαστικά μιλούν και αντί να αναδεικνύουν το έργο των παιδιών, αναδεικνύουν ουσιαστικά το έργο της εκπαιδευτικού», σημείωσε η κ.Κακανά. «Ο παιδαγωγικός σχεδιασμός αντανακλάται στον χώρο», επισήμανε και εξήγησε: «Μπαίνοντας κανείς σε μία τάξη ξέρει πάρα πολύ καλά με τι ασχολούνται τα παιδιά. Δεν έχουν καμία σχέση οι δράσεις που αναπτύσσονται εκεί με την ενεργητική μάθηση. Βλέπει κανείς στερεότυπες εργασίες, π.χ. με αφορμή το Πάσχα όμοια αυγά, όμοιες εικόνες Αγίων, τους ήρωες της Επανάστασης, πράγματα που δεν έχουν κανένα νόημα για το σημερινό παιδί, το οποίο θα βγει στην πραγματικότητα στο 2040 ουσιαστικά εντελώς ανέτοιμο από δεξιότητες».
Η καθηγήτρια σημείωσε, πάντως, ότι υπάρχουν και εξαιρέσεις και νηπιαγωγοί, οι οποίοι δουλεύουν με εντελώς διαφορετικό τρόπο, προσπαθώντας με πενιχρά μέσα να τροποποιήσουν τους χώρους. Παρατήρησε, ακόμη, πως «πέρα από αυτή την αρτηριοσκληρωτική οργάνωση του χώρου σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό, σε πάρα πολλές τάξεις της χώρας, τα παιδιά συχνά βρίσκουν χρήσεις διαφορετικές για τα αντικείμενα και τους χώρους, δημιουργούν τόπους, που οι ενήλικες δεν έχουν προβλέψει ή δεν προτίθενται να αξιοποιήσουν».
«Η έρευνα έχει δείξει ότι τα παιδιά αγαπούν να δημιουργούν τους δικούς τους κόσμους, στη δική τους κλίμακα, σε οποιοδήποτε περιβάλλον μπορούν να το χειριστούν ή να το τροποποιήσουν», επισήμανε, καταλήγοντας πως για να μετατραπεί τελικά ένας χώρος σε τρίτο παιδαγωγό «οι εκπαιδευτικοί πρέπει να προβληματιστούν, να αναστοχαστούν για το περιβάλλον της τάξης και του σχολείου τους, να προσπαθήσουν να φανταστούν νέους τρόπους χρήσης των χώρων και να εμπλέξουν τα παιδιά στη διαδικασία εντοπίζοντας ποιες θέσεις είναι πιο σημαντικές γι’ αυτά».
«Σχεδιάζοντας μαζί με τα παιδιά»
Την εμπειρία του σχεδιασμού χώρων για τα παιδιά από τα ίδια τα παιδιά μοιράστηκε η Σούζαν Χόφμαν, καθηγήτρια στο TU Βερολίνου και στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ. «Θέλουμε να γνωρίζουμε όσα περισσότερα μπορούμε για τους μελλοντικούς χρήστες των χώρων που θα δημιουργήσουμε. Θέλουμε να ξέρουμε τις ανάγκες και τις επιθυμίες των χρηστών, τα όνειρά τους», ανέφερε η κ.Χόφμαν, επισημαίνοντας πως ιδιαίτερα σημαντικό για την εμπλοκή των μελλοντικών χρηστών ενός χώρου στη διαδικασία σχεδιασμού του είναι το στοιχείο της ατμόσφαιρας. «Νιώθουμε την ατμόσφαιρα ανεξάρτητα αν είμαστε εκπαιδευτικοί ή αρχιτέκτονες. Τα παιδιά έχουν πολύ καλή αίσθηση της ατμόσφαιρας, η οποία έτσι αποτελεί εργαλείο επικοινωνίας και σχεδιασμού. Έτσι παίρνουμε ανατροφοδότηση στη συμμετοχική διαδικασία», εξήγησε.
Παρόλα αυτά, παρατήρησε πως σε κάποιους υπάρχει και καχυποψία, σε ό,τι αφορά τη συνεισφορά και συμμετοχή των παιδιών στον σχεδιασμό.»Κι όμως! Έχουμε λιγότερη φαντασία από τα παιδιά και είναι ωραίο να δουλεύουμε μαζί τους. Η συμμετοχική διαδικασία επαναπροσδιορίζει τον ρόλο του αρχιτέκτονα, χωρίς να σημαίνει ότι ο αρχιτέκτονας περιορίζεται στον να προσφέρει μόνο το τεχνικό υπόβαθρο για την υλοποίηση των προτάσεων των παιδιών», είπε, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Το συνέδριο, που ολοκληρώνεται την Κυριακή, συνδιοργάνωσαν τα Τμήματα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών και Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, καθώς και το Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Διοίκηση Ολικής Ποιότητας και Καινοτόμες Εφαρμογές στην Εκπαίδευση» του ΑΠΘ, σε συνεργασία με τις Αρχιτεκτονικές Σχολές ΕΜΠ και Πολυτεχνείου Κρήτης και το Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.