Ιδιαίτερα επικριτικός εμφανίζεται ο φίλος του Παύλου Σιδηρόπουλου και άλλοτε μπασίστας των Απροσάρμοστων, Αλέκος Αράπης, καθώς σκιαγραφεί το μουσικό τοπίο του 2017 στην Ελλάδα. Συνέντευξη στο Γιώργο Λαμπίρη Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος Σε συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης που παραχώρησε πριν λίγο καιρό στο newsbeast.gr μίλησε τόσο για τον Παύλο Σιδηρόπουλο στο πρώτο μέρος της που δημοσιεύσαμε εδώ, όσο και για την ασέβεια που επιδεικνύουν στη μουσική οι διαγωνιζόμενοι στα εκάστοτε μουσικά τηλεπαιχνίδια. Έχοντας περάσει από πολλά και διαφορετικά κύματα πλέον προσφέρει τη μουσική του εμπειρία και τις γνώσεις του μέσα από το συγκρότημα Angel Lo Verde. Στη συζήτηση για το ίντερνετ και τη βοήθεια που μπορεί να προσφέρει σε έναν καλλιτέχνη που θέλει να προωθήσει τη δουλειά του, ο ίδιος αποστρέφεται το ρόλο του YouTube, καθώς όπως λέει, εκείνοι οι οποίοι τυγχάνουν μεγαλύτερης προβολής ήταν και θα είναι όσοι έχουν μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια και μπορούν να πληρώσουν για να διαφημίσουν τα τραγούδια τους. Για εκείνον η μουσική «είναι θρησκεία». Και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να φανταστεί τη ζωή του χωρίς αυτή. Διαβάστε τη συνέντευξη του Αλέκου Αράπης περί μουσικής και άλλων δαιμονίων στο newsbeast.gr… – Πώς βλέπεις σήμερα το τοπίο στη μουσική; Συγκροτήματα διαλύθηκαν είτε παλαιότερα είτε πρόσφατα και πλέον το ελληνικό πεντάγραμμο μοιάζει με άνυδρο τόπο. «Ακούω πολλά για καινούργια πράγματα που γεννιούνται στη μουσική. Στην πραγματικότητα όμως τίποτα δεν είναι καινούργιο… Οι παλιοί μέσα στους οποίους συγκαταλέγομαι και εγώ, άλλες φορές διαλύθηκαν λόγω διαφωνιών και άλλες φορές μεσολάβησαν σκληρότερα αίτια όπως θάνατοι. Ειδικά το 2016 έφυγαν πολλοί. Κυρίως όμως είναι πολύ δύσκολο να βαστήξει κανείς μια μπάντα ζωντανή με όλες τις απαιτήσεις που έχει όλη αυτή η φάση…» – Εσύ ωστόσο παραμένεις ενεργός έχοντας κατά καιρούς δημιουργήσει διάφορα μουσικά σχήματα… «Έτσι είναι. Έχουμε φτιάξει την Angel Lo Verde Band. Είμαστε μια μπάντα εφτά ατόμων… Οκτώ με τον ηχολήπτη! Στα φωνητικά και κρουστά η Angel Lo Verde, στα πλήκτρα ο Γιώργος Θεοδωρόπουλος, στα ντραμς ο Γιώργος Λειβαδάς, και στα δύο σαξόφωνα ο Θοδωρής Πιστόλας και ο Σαμ Μαρλιέρι, στην κιθάρα ο Σπύρος Πάζιος και στο μπάσο εγώ. Επίσης στο νέο ομώνυμο album των Angel Lo Verde, συμμετέχουν ως guest o σαξοφωνίστας του Dizzie Gilespie, Ron Holloway, στα πλήκτρα ο Florian Mikuta, στα φωνητικά η Τζένη Καπάνταη και ο Γιάννης Γεωργάκης. Από τους ξένους συμμετέχουν ο κιθαρίστας στου Dizzie Gilespie Η μουσική μας έχει ως βάση τη σόουλ. Ωστόσο η σόουλ έχει μέσα της τα πάντα όπως για παράδειγμα τη ροκ. Τα περισσότερα τραγούδια είναι δομημένα με μικρά τετράστιχα επαναλαμβανόμενα. Σαν αναβίωση αυτού που ακούγαμε στη δεκαετία του ’60 και του ’70, σόουλ, φανκ. Λόγω του ότι η Μαριάντζελλα είναι και μουσικός, καθότι παίζει μπάσο, δίνει μεγάλη σημασία στη μουσική. Αυτό που διαπιστώνω μέσα από αυτή τη μουσική είναι τι έκαναν όσοι έγραφαν κι έπαιζαν τέτοια κομμάτια πριν από 40 και 50 χρόνια. Και σήμερα είναι πιο σύγχρονοι από ποτέ. Αντιθέτως οι σύγχρονοι δεν μοιάζουν να είναι και τόσο σύγχρονοι πια. Το πρόβλημά μας στην Ελλάδα είναι ότι έχουμε ξεχάσει τι είναι μουσική. Ξεκινώντας από την ίδια τη μουσική, θα έπρεπε να μας εκπαιδεύσει από την αρχή, καθότι είμαστε όχι μόνο μουσικά, αλλά και κοινωνικά αναλφάβητοι. Από δική μου έρευνα έχω καταλάβει ότι η μουσική είναι πιο παλιά από το θεό. Κι αυτό μπορεί να το καταλάβει κανείς από το γεγονός ότι όλες οι θρησκείες περιλαμβάνουν μουσική. Καλό είναι να αντιληφθούμε τι αντίκτυπο έχει στη ζωή μας, καθότι πρόκειται για ανθρώπινο δημιούργημα και όχι θεϊκό. Το ανθρώπινο μυαλό ήταν εκείνο που γέννησε και δημιούργησε τα μουσική, η οποία αποτελεί παγκόσμιο κώδικα επικοινωνίας. Δεν χρειάζεται να γνωρίζει κανείς στη γλώσσα». – Παρόλ’ αυτά παρατηρώ ότι υπάρχει κόσμος που γυρίζει στο χθες. Αγοράζει βινύλιο και ακούει τζαζ, σόουλ, φανκ. «Δεν ισχύει για όλους αυτό που λες. Κυρίως έχει να κάνει με εκείνους που ενδιαφέρονται γι’ αυτά τα ακούσματα. Όσο για το βινύλιο όσοι έχουν κάνει στροφή και αγοράζουν ξανά δίσκους έχουν αντιληφθεί τη διαφορά που υπάρχει στο άκουσμα. Γιατί η ψηφιοποίηση της μουσικής είναι καταστροφική για τη μουσική και για τους μουσικούς. Αφαιρεί κάθε ίχνος φαντασίας και πρωτοτυπίας. Αρκεί μόνο να σκεφτείς ότι οι περισσότεροι δημιουργούν μουσική με samples, καθώς παίρνουν τη μπασογραμμή από κάποιο άλλο κομμάτι που βρίσκουν στο διαδίκτυο, βάζουν έναν άλλο στίχο, κάνουν κοπτοραπτική και έχουν να λένε ότι φτιάχνουν μουσική. Γι’ αυτό και μοιραία όλοι μοιάζουν μεταξύ τους». – Ωστόσο το διαδίκτυο δεν έκανε μόνο κακό, έκανε και καλό. Οποιοσδήποτε μπορεί να ανεβάσει τη δουλειά του στο YouTube και να την ακούσει οποιοσδήποτε από οπουδήποτε. «Αυτή είναι η μία θεωρία. Στην πράξη ο μουσικός είναι παραδομένος στο χάος. Έτσι την πάτησα κι εγώ. Θεωρητικά τα πράγματα είναι έτσι όπως τα λες. Οποιοσδήποτε ασκεί κάποια από τις λεγόμενες καλές τέχνες, θεωρητικά έχει ένα απέραντο κοινό μέσω διαδικτύου. Ωστόσο ένα από τα πολύ βασικά προβλήματα που δημιούργησε η ηλεκτρονική εποχή είναι το γεγονός ότι οι περισσότεροι νομίζουν πως η παραγωγή μουσικής δεν έχει κανένα κόστος και πως όλα είναι δωρεάν. Δεν είναι έτσι όμως. Η μουσική έχει κόστος και μάλιστα πολύ μεγάλο! Ο κόσμος σε μία προσπάθεια να χτυπήσει εκείνον που του τα χοντροέπαιρνε, πουλώντας 20 ευρώ το CD, με αμφίβολη ποιότητα και περιεχόμενο, άρχισε να ακούει μουσική από το διαδίκτυο. Το μόνο που καταφέραμε με αυτόν τον τρόπο είναι να δώσουμε περισσότερα λεφτά σε εκείνους που ήδη έχουν, και να αποκλείσουμε κάθε πιθανότητα να πάρουν λεφτά εκείνοι που δεν έχουν. Για να ακούσει κάποιος τη δουλειά του, θα την ανεβάσει στο δίκτυο. Και πώς θα πληροφορηθεί ο ακροατής ότι εγώ ανέβασα μια καινούργια δουλειά; Ο μόνος τρόπος για να γίνει είναι με διαφήμιση. Και λεφτά για διαφήμιση έχουν πολλοί λίγοι να διαθέσουν. Γιατί η φίρμα μπορεί να πληρώσει το πιο ακριβό από τα κουτάκια της διαφήμισης στο YouTube, επιλέγοντας αυτό που γεμίζει την οθόνη με μπάνερ και μαλακίες. Έτσι, με το που θα πατήσει κάποιος την οθόνη του υπολογιστή βγαίνει το τραγούδι της φίρμας κι όχι το δικό μου! Εμείς που δεν έχουμε μπορούμε να διαλέξουμε μόνο το φθηνό κουτάκι της διαφήμισης με τα 5 ή τα 7 ευρώ και θα μάθουν για το τραγούδι που βγάλαμε μόνο οι φίλοι μας. Εάν αυτό το πράγμα θεωρείται πρόοδος, με γεια τους με χαρά τους!» – Επομένως δε βγάζετε λεφτά από τη μουσική; «Όχι. Έχουν συρρικνωθεί τουλάχιστον κατά 70% τα έσοδα. Αντιθέτως τα έξοδα παραμένουν τα ίδια και περισσότερα. Σε αυτό το κλίμα βγήκαν κάποιοι ασκώντας κριτική στους μουσικούς της ΕΡΤ όταν την έκλεισε ο Σαμαράς. Το θυμάσαι φαντάζομαι… Κι άρχισαν να λένε ότι οι μουσικοί της ΕΡΤ κάνουν το χόμπι τους. Δεν ήμουν ποτέ μου στην ΕΡΤ, καθότι δεν έχω τις σπουδές για να μπω στα μουσικά σύνολα. Είμαι αυτοδίδακτος. Ωστόσο πονούσα όταν άκουγα αυτή την κριτική γιατί σκεφτόμουν κάθε φορά: “Αυτοί οι άνθρωποι τι σπούδασαν τόσα χρόνια; Το χόμπι τους;” αναρωτιόμουν σιωπηλά. Πώς μπορεί να είναι χόμπι η μουσική; Η πειθαρχία που απαιτείται για έναν μουσικό είναι αδιανόητη, ειδικά για τα μουσικά σύνολα που πάνε κάθε μέρα και κάνουν πρόβες επί προβών για να παρουσιάσουν ένα πράγμα που το μόνο που πετυχαίνει είναι να σε κάνει καλύτερα! Και αντί να ευχαριστούμε αυτούς τους ανθρώπους που έχουν την υπομονή και το κουράγιο που έχουν για να κάνουν αυτό που κάνουν, τους κάνουμε κριτική που παύουν να είναι εργαζόμενοι». – Η μουσική δεν μας κάνει μόνο καλύτερα αλλά και καλύτερους και μάλλον το έχουμε ξεχάσει… «Έχουμε ξεχάσει τι είναι η μουσική και νομίζουμε ότι είναι ένα προϊόν που παράγεται αποκλειστικά από εταιρείες. Έχουμε ξεχάσει ότι είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα που παρήγε το ανθρώπινο μυαλό. Προσωπικά δεν με ενδιαφέρει τη μουσική παίζει αυτός με τον οποίο συνεργάζομαι, αρκεί αυτό που παίζει να μπορεί να το κάνει καλά και να είναι πιστός σε αυτό που κάνει». – Μου είπες ότι παλιά μπορούσες να δείξεις πιο εύκολα τη δουλειά σου εν αντιθέσει με το σήμερα. Τι άλλαξε τότε σε σχέση με το σήμερα; «Η μουσική είναι η θρησκεία μου και δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να μην ασχολείται με αυτή. Είναι μία δική μου εσωτερική ανάγκη. Και δεν είναι εύκολο να το κάνει ο καθένας. Σκέψου τη Φόρμουλα 1. Από το σύνολο των ανθρώπων που ζουν στον πλανήτη, οδηγούν μόνο 22 άτομα. Η μουσική βέβαια δεν είναι τόσο δύσκολη όσο η Φόρμουλα 1. Ωστόσο και αυτή έχει τον κόσμο της που είναι αδυσώπητος και αν δεν τον ικανοποιήσεις σε ξεβράζει. Η μουσική επίσης δεν είναι αυτό που βλέπουμε στα διάφορα “The Voice of Greece”, όπου κάποιος τσακώνει ένα μικρόφωνο και η φωνή του ακούγεται πάση θυσία επειδή αυτό είναι το ζητούμενο. Να ακούσουμε τον τραγουδιστή. Κι αυτοί οι άνθρωποι είναι θλιβεροί όταν σκάνε στη σκηνή και προσπαθούν να επιβάλουν τη φωνή τους να ακουστεί το ίδιο. Γιατί μέχρι στιγμή οι περισσότεροι από αυτούς έχουν εξασκηθεί στο καραόκε ή στο πλέιμπακ που έχει το κουμπί του volume, το χαμηλώνουν και η μουσική βρίσκεται πάντα στην ένταση που επιθυμούν. Σε μια μπάντα όμως, μόνο ο ντράμερ παράγει τόσα ντεσιμπέλ, που για να τον υπερβεί η φωνή και να σταθεί πάνω στη σκηνή, χρειάζεται τρομακτική μελέτη. Πρέπει να μάθει να δυναμώσει το “μ” που έχει η φωνή για να έρθει στο ίδιο επίπεδο με τον κρότο του ντράμερ. Ειδάλλως ο τραγουδιστής γίνεται ένας ανάγωγος και αναιδέστατος τύπος, ο οποίος απαιτεί διαρκώς από τους μουσικούς να χαμηλώνουν για να ακούγεται εκείνος. Είμαι κάθετος σε αυτό που θα σας πω. Η μουσική δεν είναι μόνο ο τραγουδιστής. Στην πραγματικότητα είναι όλα τα υπόλοιπα. Ο κόσμος ζητάει να παίξουμε μουσική. Να βγούμε και αυτό που μας παραδόθηκε να το συνεχίσουμε και να το ξαναπαραδώσουμε σε άλλους, μεγαλύτερο, εμπεριστατωμένο, πληρέστερο, πιο εξελιγμένο. Αυτό είναι η παράδοση. Σε αντίθεση με αυτό που εννοούμε στην Ελλάδα με τη λέξη “παράδοση”, όπου κάθε φορά όταν την ακούμε βγάζουμε από την τσέπη το ελληνόμετρο!» – Επομένως είναι σαν να έχουμε έναν τραγουδιστή και μία μπάντα παντελώς αποκομμένους μεταξύ τους. «Στη χώρα μας ο τραγουδιστής είναι ένα θείο πλάσμα. Πρέπει να κοιμηθεί σε μονόκλινο δωμάτιο, είναι εκείνος που σίγουρα θα κουραστεί περισσότερο και άρα πρέπει να τον ανταμείψουμε παραπάνω. Σίγουρα θα πρέπει να ανάψουμε τη θέρμανση όταν έρθει εκείνος και όχι όταν κάνουν πρόβα οι άλλοι. Λες και οι άλλοι δεν τη χρειάζονται! Επίσης, όλο αυτό που κάναμε οι άνθρωποι στη μουσική, είναι και ο λόγος για τον οποίο οι εταιρείες μας ευγνωμονούν. Αυτό που ήθελαν να καταφέρουν από μόνες τους και δεν το κατάφεραν, έβαλαν εμάς και το πέτυχαν. Τον απόλυτο έλεγχο στη μουσική. Γιατί όταν έχουν να κάνουν με ένα πράγμα που είναι άκρως διαπεραστικό, διεισδυτικό. Κάθε ένας άνθρωπος στον πλανήτη έχει ένα κλειδί που ανοίγει μια πόρτα μέσα του. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει συνταραχθεί, να έχει ανατριχιάσει, να έχει… κάνει από ένα τραγούδι. Η μουσική δονεί τον αέρα και παράγει ένα κλειδί, το οποίο άλλον τον συγκινεί, άλλον τον εκνευρίζει, άλλον τον εξιτάρει, άλλον τον στενοχωρεί. Δημιουργεί συναισθήματα». – Τα δικά σου μουσικά βιώματα από πού πηγάζουν; «Θυμάμαι τους γονείς μου, άκουγαν τα πάντα. Όλα τα είδη μουσικής. Η μάνα μου άκουγε και ακούει έως και σήμερα κλασική μουσική τις Κυριακές. Τότε μάλιστα δεν υπήρχε η πενθήμερη εργασία και η μοναδική ελεύθερη μέρα για την οικογένεια ήταν η Κυριακή. Αυτό που έμαθα λοιπόν για τη μουσική είναι πως ό,τι με συνταράσσει το ακούω. Πλέον βλέπουμε σε μία συναυλία, ότι ο κόσμος έχει τεράστιο πρόβλημα να συνταραχθεί με αυτό που συμβαίνει. Γι’ αυτό και σηκώνουν όλοι τα κινητά και ασχολούνται με το να καταγράψουν τη στιγμή στα 4 MB του κινητού τους. Δεν σκέφτονται όμως ότι τα 4 MB του κινητού, δεν συγκρίνονται με τα δισεκατομμύρια MB του εγκεφάλου, τα οποία είναι μόνιμα και δεν πέφτουν ποτέ. Το κινητό είναι το εμπόδιο που δεν μας αφήνει να μαγευτούμε. Αρνούμαστε να μαγευτούμε. Η συναυλία είναι η πραγματική διάσταση της μουσικής». – Έγινες ποτέ έρμαιο των δισκογραφικών; «Δεν έμπλεξα ποτέ με δισκογραφικές για να έχω συμβόλαια και όλα τα σχετικά. Με τον Παύλο άλλωστε, με τον οποίο έχω βγάλει τον κυριότερο όγκο της δισκογραφίας, τα συμβόλαια τα υπέγραφε μόνο εκείνος. Εμείς δεν υπογράφαμε. Αμειβόμαστε ως μουσικοί». – Η μεγαλύτερη πρέζα είναι η μουσική; «Όπως έλεγε ο Παύλος, “καλύτερη μαστούρα είναι το ξενέρωμα”. Δεν είναι σχήμα οξύμωρο. Γιατί αυτός που κυνηγάει την πρέζα βρίσκεται σε μία ρουτίνα. Πρέπει να βγει, να ψάξει, να τη βρει, οπότε όταν φτάσει στη φάση που δεν τη χρειάζεται και είναι ξενέρωτος, νιώθει την καλύτερη μαστούρα. Καταλαβαίνει τι έχανε όλο τον καιρό που ήταν μαστούρης. Και επομένως είναι το καλύτερο ξενέρωμα. Όταν κάποιος ξυπνάει από το λήθαργο της μαστούρας και το κλουβί των 2 επί 3 που ήταν κλεισμένος, δεν ξέρει πώς να χρησιμοποιήσει την ελευθερία του. Και γενικά στην Ελλάδα δεν ξέρουμε πώς να χρησιμοποιήσουμε την ελευθερία μας. Το μόνο που ξέρουμε είναι πώς λειτουργεί η ασυδοσία. Και η ασυδοσία είναι η κακιά πλευρά της ελευθερίας. Η ελευθερία μου σταματάει εκεί που αρχίζει η δικιά σου. Το ότι είμαστε ασύδοτοι και αμόρφωτοι κοινωνικά στην Ελλάδα φαίνεται παντού. Στο δρόμο, στην ουρά, στο σούπερ μάρκετ, παντού. Αυτός που πετάγεται από το κόκκινο γιατί το κάνει; Η οικογένειά μας μεγαλώνει λέγοντάς ότι είμαστε το κέντρο του σύμπαντος και όλοι οι άλλοι ανύπαρκτοι… Κι όμως δεν είμαστε το κέντρο του σύμπαντος. Ωστόσο γι’ αυτό είναι εύκολο να παραβιάσουμε ένα κόκκινο φανάρι. Έτσι το σκεφτήκαμε. Δεν σκεφτόμαστε όμως ότι μπορεί να χτυπήσουμε πέντε άτομα που δεν έχουν λόγο να το πάθουν εκείνη τη στιγμή. Κι όλα για έναν εγωισμό. Επειδή τώρα θέλουμε και τώρα θα το κάνουμε. Δεν σκοτώνουμε κάποιον όμως επειδή τώρα μας ήρθε να το κάνουμε… Παρόλ’ αυτά εξακολουθούμε να σκοτωνόμαστε στο δρόμο και κανείς δεν τιμωρείται γι’ αυτό…».