Αν η Ασφάλεια ξεπέρασε την ΕΣΑ σε κτηνώδη φαντασία και «πειραματικά» βασανιστήρια κατά τη διάρκεια της Χούντας των Συνταγματαρχών, αυτό είναι ένα ερώτημα που μόνο σαδιστές απασχολεί. Γεγονός είναι ότι εκείνη τη μαύρη για το έθνος περίοδο οι βασανιστές έγιναν όργανα της κρατικής εξουσίας και αξιοποιήθηκαν αβέρτα από το καθεστώς, κάνοντας τη φρίκη και τον όλεθρο ζοφερή καθημερινότητα για κάθε αντιφρονούντα και εχθρό του μιλιταρισμού. Αυτά θα νόμιζε κανείς ότι αφορούσαν αποκλειστικά στο ούτως ή άλλως έκνομο καθεστώς των πραξικοπηματιών, αν και η πραγματικότητα εμφανίζεται εδώ σαφώς πιο σκοτεινή. Μεταπολιτευτικά, όλα αυτά τα ανθρωπόμορφα κτήνη σύρθηκαν στο δικαστήριο από τη δημοκρατική νομιμότητα, το αποτέλεσμα της δίκης δεν δικαίωσε όμως τις προσδοκίες του απλού πολίτη. Όσοι μιλούσαν για την κάθαρση που ποτέ δεν ήρθε, φαινόταν να δικαιώνονταν. Οι δίκες των βασανιστών έλαβαν χώρα από το καλοκαίρι ώς και τον χειμώνα του 1975, έναν χρόνο μετά την πτώση της δικτατορίας δηλαδή, σε Αθήνα, Πάτρα και Χαλκίδα, όταν είδε έκπληκτο αλλά και έντρομο το πανελλήνιο τους περισσότερους κατηγορουμένους να πέφτουν στα μαλακά και μερικούς μάλιστα να αθωώνονται κιόλας! Μεταξύ των αθωωθέντων και οι διαβόητοι ασφαλίτες Ευάγγελος Μάλλιος και Πέτρος Μπάμπαλης, παρά τις οκάδες των κατηγοριών εναντίον τους. Μέσα στο πανδαιμόνιο που επικρατεί, μια τρομοκρατική οργάνωση που είχε μόλις ένα παρθενικό χτύπημα στη φαρέτρα της, κάποια «17 Νοέμβρη», αλλά και μια εντελώς νεοσύστατη («Ιούνης ’78») αποφασίσουν να παίξουν τους αυτόκλητους τιμωρούς, ρίχνοντας νεκρούς τους δύο απότακτους αστυνομικούς και αρχιβασανιστές της Χούντας. Ο Μάλλιος σκοτώνεται τον Δεκέμβριο του 1976 από τα πυρά της «17 Νοέμβρη» και ο Μπάμπαλης τον Ιανουάριο του 1979 από την οργάνωση «Ιούνης ’78». Ο απόηχος του χτυπήματος του Μάλλιου δονεί συθέμελα Ελλάδα και Αμερική και τραντάζει το οικοδόμημα της εθνικής ενότητας. «Βάλλεται ο Καραμανλής», «Το ίδιο όπλο που σκότωσε τον Γουέλς χρησιμοποίησαν οι δολοφόνοι του Μάλλιου», κραυγάζουν με πηχυαίους τίτλους οι ελληνικές εφημερίδες στις 18 Δεκεμβρίου 1976. Ο Καραμανλής ενημερώνεται αμέσως μετά την επιστροφή του από το Πακιστάν για την εκρηκτική κατάσταση που προέκυψε μετά τη δολοφονία του απότακτου αστυνόμου Ευάγγελου Μάλλιου (14 Δεκεμβρίου) και τα έκτροπα που σημειώθηκαν μετά την κηδεία του. «Ο υπουργός Άμυνας ανέφερε σε μένα και στον αμερικανό πρέσβη χθες το βράδυ ότι η δολοφονία του Μάλλιου μπορεί να έχει επικίνδυνες πολιτικές προεκτάσεις», τηλεγραφεί επειγόντως ο Ρίτσαρντς (16 Δεκεμβρίου 1976 – FCO9/2396). Ο Ευάγγελος Αβέρωφ σπεύδει να επισημάνει στους συνομιλητές του ότι «τον Μάλλιο τον εκτιμούσαν πολλοί στην υπηρεσία του» και να τον καθαγιάσει: «Ο Μάλλιος δεν ήταν βασανιστής, μολονότι, όπως πολλοί άλλοι στη θέση του, είχε μάλλον χαστουκίσει κρατούμενους στη διάρκεια των ανακρίσεων». Ήταν απλώς η κακιά συγκυρία που τον είχε φέρει να υπηρετεί στο τμήμα εκείνο της Ασφάλειας που ανέκρινε τους κομμουνιστές κατά τη διάρκεια της Χούντας. Ο Αβέρωφ σημειώνει μάλιστα με νόημα πως «ορισμένοι εθνικιστές αξιωματικοί ίσως καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι κινδυνεύει η ζωή τους και ότι έφθασε η ώρα να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους». Όσο για τον βρετανό πρεσβευτή στην Αθήνα, λαμβάνοντας υπόψη τις εκτιμήσεις του υπουργού Αμύνης της κυβέρνησης Καραμανλή, δεν παραλείπει να σημειώσει στο τηλεγράφημά του προς το Foreign Office: «Ο Αβέρωφ βεβαίως ανήκει στη δεξιά πτέρυγα της κυβέρνησης και τα καθήκοντά του αυτήν την περίοδο, αλλά και οι πολιτικές του φιλοδοξίες μακροπρόθεσμα, τον κάνουν να αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη ανεκτικότητα τις απρεπείς πράξεις του προηγούμενου καθεστώτος. Αλλά γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η προειδοποίησή του για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις, που μπορεί να έχει η δολοφονία του Μάλλιου στους κύκλους της Δεξιάς, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη». Είναι ξεκάθαρο ότι τα μίση είναι νωπά και η Ιστορία δεν έχει ακόμα κατασταλάξει στο τι πράγματι είχε γίνει. Ταυτοχρόνως, ένας νέος τρόμος έχει αρχίσει να αναδύεται στη χώρα. Την Τρίτη, 23 Δεκεμβρίου 1975, στις 22:30 το βράδυ, είχε δολοφονηθεί έξω από το σπίτι του στην οδό Βασιλίσσης Φρειδερίκης 5, στο Παλαιό Ψυχικό, ο σταθμάρχης της CIA στην Ελλάδα, Ρίτσαρντ Γουέλς. Τρία άτομα κατέβηκαν από κλεμμένο αυτοκίνητο και ο ένας από αυτούς πυροβόλησε τρεις φορές «με το πιστόλι του Κολτ (διαμετρήματος 45)», όπως αναφερόταν στην προκήρυξη μιας άγνωστης τρομοκρατικής οργάνωσης που είχε στείλει στη γαλλική «Liberation». Τρεις ημέρες μετά τη δολοφονική ενέργεια «απηγορεύθη στις ελληνικές εφημερίδες η δημοσίευση πληροφοριών και φωτογραφιών για την υπόθεση», όπως μας πληροφορεί η «Καθημερινή» στο φύλλο της 28ης Δεκεμβρίου 1975, από τον τότε εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Δημήτρη Τσεβά, για να διευκολυνθεί η διενεργούμενη ανακριτική έρευνα. Η Αστυνομία δεν έδωσε ιδιαίτερη βάση στην ανάληψη της ευθύνης από μια παντελώς άγνωστη ως τότε οργάνωση με την επωνυμία «Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη». Κάποιοι αξιωματικοί υποστήριξαν ότι η άκρα Αριστερά αλλά και η άκρα Δεξιά προσπαθούσαν να σπιλώσουν η μία την άλλη στέλνοντας ψευδείς ανακοινώσεις στα ΜΜΕ. Οι πρώτες έρευνες πάντως έγιναν ανάμεσα στους «εξτρεμιστές» αλλά και σε πρόσωπα που συνδέονταν με την «κυπριακή υπόθεση». Έναν χρόνο αργότερα, την Τρίτη, 14 Δεκεμβρίου 1976, στις 10:15 μ.μ., δολοφονείται στην οδό Άτλαντος, στο Παλαιό Φάληρο, ο απότακτος αστυνομικός και βασανιστής της χούντας Ευάγγελος Μάλλιος. Δύο άτομα τον εκτελούν με το ίδιο 45άρι με το οποίο δολοφονήθηκε και ο Γουέλς. Λίγο προτού ξεψυχήσει στη Γενική Κλινική Παλαιού Φαλήρου, ο Μάλλιος φωνάζει στους γιατρούς: «1973 [προφανώς πινακίδες κυκλοφορίας], ένας ψηλός και μία κοπέλα». Το ίδιο νούμερο επαναλάμβανε και τη στιγμή που έπεφτε αιμόφυρτος στον δρόμο. Ο ελληνικός Τύπος προβαίνει σε εκτιμήσεις: «Παράγοντες των αρχών ασφαλείας πιστεύουν πως πίσω από την επωνυμία αυτή [17 Νοέμβρη] κρύβεται κάποια άλλη οργάνωση που έχει αντικειμενικό σκοπό τη δημιουργία ανώμαλων καταστάσεων». Η αστυνομία εκτιμά ότι η έδρα της οργάνωσης που εμφανίστηκε πριν από δύο χρόνια ήταν στο Μόντρεαλ του Καναδά και από στοιχεία που προέκυψαν αργότερα δόθηκε η εντύπωση ότι υπήρξαν παρακλάδια της σε Αθήνα και Ρώμη. «Έργο επαγγελματιών ο φόνος του Μάλλιου», μας πληροφορεί «Το Βήμα» στις 16 Δεκεμβρίου 1976 και συμπληρώνει στον υπέρτιτλο: «Πολλές ομοιότητες με τον φόνο του σταθμάρχη της CIA Γουέλς». Η «Ελευθεροτυπία» σημειώνει την προηγούμενη μέρα (15 Δεκεμβρίου 1976): «Διευκολύνει η δολοφονία τους κύκλους της ανωμαλίας – Η Χούντα ξενύχτησε δίπλα στο πρώτο της παλικάρι». Μέσα στο ανοίκειο αυτό πλαίσιο, μερίδα της ελληνικής κοινής γνώμης επικροτεί τη δεύτερη αυτή επίθεση της διαβόητης αργότερα τρομοκρατικής σέχτας, καθώς ήταν ακόμα αποτροπιασμένη από την αθώωση των αρχιβασανιστών της δικτατορίας. Η ίδια η «17 Νοέμβρη» ομολογεί στην προκήρυξή της που άφησε στον τόπο του εγκλήματος: «Αποφασίσαμε να εκτελέσουμε παραδειγματικά έναν από τους κύριους αρχιβασανιστές, τον πασίγνωστο Ευάγγελο Μάλλιο. Ο αστυνόμος Μάλλιος δεν ήταν κανένα τσιράκι που εκτελούσε διαταγές ανωτέρων. Μαζί με τους ομοίους του, Λάμπρου, Μπάμπαλη, Καραπαναγιώτη, ήσαν τα αφεντικά στα μπουντρούμια της Μπουμπουλίνας και της Μεσογείων. Χιλιάδες αγωνιστές υπέφεραν στα χέρια τους. Σήμερα τα καθάρματα αυτά κυκλοφορούν ελεύθερα και κοροϊδεύουν τα θύματά τους και τον ελληνικό λαό. Κανένας θεσμός δεν μπόρεσε να τους τιμωρήσει. (…) Αν και πολλοί αξιωματικοί, ανάμεσά τους και ο Μάλλιος, κατηγορήθηκαν για τα βασανιστήρια, δικάστηκαν επιεικώς και σχεδόν έμειναν ατιμώρητοι». Διαβάστε όλη την προκήρυξη εδώ. Αυτή ήταν η ατμόσφαιρα που οι αυτόκλητοι υπερασπιστές του νόμου και της τάξης δολοφόνησαν τον απότακτο αστυνομικό, εγκαινιάζοντας μια μακρά περίοδο ρεβανσισμού κατά των χουντικών που έπεφταν στα μαλακά…
Η περιβόητη δίκη
Το ημερολόγιο έγραφε 11 Νοεμβρίου 1975 και ο τόπος είναι μια αίθουσα του Μεικτού Κακουργιοδικείου της Χαλκίδας, μια αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη από κόσμο. Εκεί θα έμπαιναν υποτίθεται οι τίτλους τέλους για τη μαύρη σελίδα της Χούντας με την καταδίκη των βασανιστών της Ασφάλειας Αθηνών, δικαιώνοντας το κοινωνικό αίτημα για τιμωρία των δημίων. Είχε προηγηθεί η δίκη των βασανιστών της ΕΑΤ-ΕΣΑ τον Ιούλιο-Οκτώβριο του 1975 στο Στρατοδικείο Αθηνών, όπου δεν ανταποκρίνεται στο κοινό αίσθημα περί καταδίκης των δραστών. Οι ποινές των αρχιβασανιστών στρατιωτικών και των υφιστάμενών τους ΕΣΑτζήδων περιορίζονται σε ελάχιστα χρόνια, μήνες ή ακόμα και στην αθώωσή τους. Με το δεδικασμένο να μη μοιάζει ευνοϊκό ξεκινά λοιπόν η δίκη του Μάλλιου και των συναδέλφων του (Μπάμπαλης, Λουκόπουλος, Κραββαρίτης, Σμαΐλης, Καραπαναγιώτης, Τσικριπής, Γκάνος, Παύλου, Κανούσης, Ζούζουλας, Γώγος, Κανέλος, Κωστάκης) για βασανισμούς πολιτικών κρατουμένων στο διάστημα Νοεμβρίου 1973-Ιουλίου 1974. Ο Μάλλιος δηλώνει ατάραχος στο δικαστήριο στις 24 Νοεμβρίου: «Είμαι εναντίον του βασανισμού. Δεν είναι δυνατόν να βασανίζονται άνθρωποι που περιέρχονται στην εξουσία του κράτους». Παρά το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι κραυγάζουν κάτι εθνικιστικές κορώνες σαν αυτό το περιβόητο «τα μπουντρούμια ήμουν εγώ» του Μπάμπαλη, το δημοκρατικό πανελλήνιο θα πέσει για δεύτερη φορά από τα σύννεφα όταν ακούσει την απόφαση του κακουργιοδικείου στις 30 Νοεμβρίου 1930: τέσσερις αθωώνονται, άλλοι τέσσερις παύουν να διώκονται για μη εμπρόθεσμη έγκληση (μεταξύ αυτών και ο Μπάμπαλης) και οι άλλοι τρώνε 4-5 μήνες με τριετή αναστολή. Όσο για τον Μάλλιο, του ρίχνουν 10 μήνες με δικαίωμα εξαγοράς. Ο Μάλλιος βγαίνει ελεύθερος και ωραίος από τη δικαστική αίθουσα με μια ποινή σχεδόν συμβολική. Η οργή της κοινής γνώμης είναι διάχυτη, όχι μόνο για την αθωωτική ετυμηγορία, αλλά και λόγω της εξωφρενικής συμπεριφοράς δικαστών και κατηγορουμένων, οι οποίοι έφτασαν να ανακρίνουν τους μάρτυρες κατηγορίες για την κομμουνιστική τους δράση! Φτάνουν ακόμα και να ισχυριστούν πως οι ευδιάκριτες κακώσεις που φέρουν τα θύματά τους είναι αποτέλεσμα αυτοτραυματισμού. Και γίνονται κάπως πιστευτοί. «Οι κατηγορούμενοι είναι προκλητικοί», λέει ο ελληνικός Τύπος, «γελάνε την ώρα που τα θύματά τους καταθέτουν για τα απάνθρωπα βασανιστήρια που υπέστησαν στην Ασφάλεια. Συνεχίζουν τον πόλεμο λάσπης κατά των μαρτύρων κατηγορίας, υποστηρίζοντας για μερικούς απ’ αυτούς ότι συνεργάστηκαν με την Ασφάλεια». Μέσα σε αυτά, δεν είναι λίγοι αυτοί που προειδοποιούν ότι αν δεν δικαιωθεί το αίσθημα της νομιμότητας με την καταδίκη των αρχιβασανιστών τότε κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει φαινόμενα αυτοδικίας. Το λέει ακόμα και ο Αλέκος Παναγούλης, ο οποίος στην κατάθεσή του στη δίκη των ΕΣΑτζήδων αναφέρει: «Έχουμε την πληροφορία ότι γίνονται πιέσεις προκειμένου να απαλλαγούν μερικοί από τους κατηγορουμένους. Ας σκεφτούν όλοι αυτοί που ενεργούν με αυτόν τον τρόπο ότι μόνο η απόδοση δικαιοσύνης μπορεί να εμποδίσει την αυτοδικία»…
Ποιος ήταν ο δήμιος της Χούντας
Ο βασανιστής της Ασφάλειας ήταν αστυνόμος Α’ της Αστυνομίας Πόλεων που τοποθετήθηκε στη «νευραλγική» Υπηρεσία Διώξεως Κομμουνισμού από το 1958 έως το 1964, όταν εκδιώχθηκε από την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου. Επανήλθε βέβαια λίγους μήνες αργότερα και τώρα είχε αυξημένες αρμοδιότητες. Μάλλιος και Μπάμπαλης είναι αυτοί που παραδίδουν τα αεροπορικά εισιτήρια για το Παρίσι στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, έχοντας από πλευράς της Γενικής Ασφάλειας την ευθύνη για την ομαλή αναχώρηση αυτού και της συνοδείας του για τη γαλλική πρωτεύουσα. Ταυτοχρόνως, στην υπηρεσία του φαίνεται να απολαμβάνει κύρος, καθώς είχε κατορθώσει να διεισδύσει με πράκτορές του στον μηχανισμό του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Μεγάλες δόξες θα γνώριζε βέβαια στη διάρκεια του απριλιανού πραξικοπήματος όταν ανέλαβε επικεφαλής της Υπηρεσίας Πληροφοριών στην Αστυνομία Πόλεων. Υπηρετούσε με τον βαθμό του αστυνόμου Α’ στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών, αρχικά στο κολαστήριο της οδού Μπουμπουλίνας και στη συνέχεια στο κτίριο της Λεωφόρου Μεσογείων, που μετέτρεψε σε τόπο μαρτυρίου για τόσους και τόσους αντιφρονούντες και εχθρούς του χουντικού καθεστώτος. Μετά την πτώση των πραξικοπηματιών, ο Μάλλιος κατηγορήθηκε για βασανισμούς πολιτών και τον Σεπτέμβριο του 1974 τέθηκε σε διαθεσιμότητα και ανακρίθηκε. Τελικά παραπέμφθηκε σε δίκη, καταδικάστηκε σε ποινή συμβολική και αποπέμφθηκε από την Αστυνομία Πόλεων. Κι αυτό ήταν τελικά όλο, προκαλώντας κύματα λαϊκής οργής αλλά και αγανάκτηση από όσους είχαν βασανιστεί και ξυλοκοπηθεί αγρίως από τον αστυνόμο και πατέρα δύο παιδιών. Γιατί όσα συνέβαιναν στην οδό Μπουμπουλίνας στον αριθμό 20, πίσω ακριβώς από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στα Εξάρχεια, αποτελούν ένα αιματοβαμμένο κεφάλαιο της σύγχρονης νεοελληνικής ιστορίας. Εκεί ήταν η έδρα της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Αθηνών και ένα από τα πιο γνωστά κέντρα βασανιστηρίων κατά την περίοδο της δικτατορίας. Στην περιβόητη εξάλλου «ταράτσα της Μπουμπουλίνας» οδηγούνταν οι συλληφθέντες από την ασφάλεια της Χούντας όπου και βασανίζονταν με απάνθρωπες μεθόδους. Η γειτονιά ανατρίχιαζε στην επταετία από τους θρήνους και τις κραυγές των αντιστασιακών που κρατούνταν στην Μπουμπουλίνας, το έκνομο άντρο του Μάλλιου, του Μπάμπαλη, του Λάμπρου και τόσων ακόμα. Σε αυτή την αιματοβαμμένη «ταράτσα» πεθαίνει κάθε μέρα η Ελλάδα με εκατοντάδες αγωνιστές της δημοκρατίας να υπομένουν φρικτά βασανιστήρια. Ανάμεσά τους, ο Ανδρέας Λεντάκης και ο Μίκης Θεοδωράκης, που επινοούν έναν κώδικα επικοινωνίας με χτυπήματα στον τοίχο. Τα «τραγούδια του Αντρέα» τα περιγράφουν γλαφυρά: «Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Αντρέα, μετρώ τους χτύπους τον πόνο μετρώ. Πίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα ‘μαστε παρέα. Τακ-τακ εσύ, τακ-τακ εγώ»…
Η δολοφονία και ο απόηχος
Λιγότερο από έναν χρόνο μετά τη δίκη του, στις 14 Δεκεμβρίου 1976 και ώρα 22:15, ο απότακτος αστυνομικός Ευάγγελος Μάλλιος πέφτει νεκρός από τις σφαίρες «ενός ψηλού και μιας κοπέλας», όπως φωνάζει λίγο προτού ξεψυχήσει. Η «17Ν» φαινόταν να αποδίδει δικαιοσύνη για τη μαύρη επταετία της Χούντας και η πράξη της βρίσκει λαϊκό έρεισμα σε μεγάλη μερίδα του κόσμου.
Ο Μάλλιος ήταν προβεβλημένο στέλεχος του νόμου της Χούντας και ένας από τους γνωστότερους βασανιστές της δικτατορίας και η νεαρή τρομοκρατική οργάνωση φάνταζε τώρα τιμωρός του καθεστώτος. Οι τίτλοι τέλους θα πέσουν στην επεισοδιακή κηδεία του αστυνομικού, όταν ομάδα φασιστών θα προκαλέσουν βίαια επεισόδια. Ήταν το πρωινό της 16ης Δεκεμβρίου στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών που έδωσαν το «παρών» εκατοντάδες φασίστες, εθνικιστές και λογής «πατριώτες», πλάι σε κυβερνητικά στελέχη του πραξικοπηματικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου. Πρωτεργάτες των επεισοδίων είναι γνωστοί ακροδεξιοί, οι οποίοι μετά την εξόδιο ακολουθία αποδύθηκαν σε πραγματικό λιντσάρισμα των δημοσιογράφων, πέντε από τους οποίους κατέληξαν στο νοσοκομείο. Μεταξύ των εξτρεμιστών ήταν οι Νικόλαος Μιχαλολιάκος και Αντώνιος Γερονικολάου, οι οποίοι και συνελήφθησαν. Μαζί τους συνελήφθη και ο Νικόλας Σιμωνετάτος, ενώ ο Αριστοτέλης Καλέντζης, για τον οποίο είχε εκδοθεί ένταλμα, δεν βρέθηκε και συνελήφθη αργότερα. Οι ακροδεξιοί και σφοδροί νοσταλγοί της Χούντας φωνάζουν αντικομμουνιστικά συνθήματα και ξυλοκοπούν αγρίως πέντε δημοσιογράφους υπό την ανοχή της αστυνομίας. Μέσα σε αυτή την εκρηκτική κατάσταση δεν λείπουν και οι φωνές που μιλούν για «προβοκάτσια» εκ μέρους των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών ή άλλων «σκοτεινών κύκλων» και συμφερόντων που επιζητούν την πολιτική αναστάτωση της χώρας. Μετά τη νεκρώσιμο ακολουθία και στο περιθώριο πια της ακροδεξιάς αναταραχής, το φέρετρο του Μάλλιου εξέρχεται από την εκκλησία σκεπασμένο με την ελληνική σημαία. Η σύζυγος του αναφωνεί με αναφιλητά: «Γι’ αυτή τη σημαία έπεσες, Βαγγέλη»…