Ο ISIS τον κυνήγησε μέσα στα βουνά, χρειάστηκε να αλλάξει πολλές φορές διακινητές και διαδρομές, να βρεθεί σε φυλακές και να κολυμπήσει στα παγωμένα νερά του Αιγαίου, προτού «κολλήσει» στην Ειδομένη.
Ο Σέιφ, ένας νεαρός Γεζίντι από το βόρειο Ιράκ, έχει ήδη «γράψει» πολλά χιλιόμετρα στους δρόμους της προσφυγιάς. Έφυγε κυνηγημένος από τη Ζοράβα -ένα μικρό χωριό στην περιοχή του Σιντζάρ- τρεις φορές επιχείρησε να περάσει, μέσω Τουρκίας, στην Ελλάδα και από εκεί να συνεχίσει για τη βόρεια Ευρώπη κι άλλες τόσες να περάσει από την Τουρκία στη Βουλγαρία και μετά στη Σερβία. Ύστερα από μια πραγματική «οδύσσεια» κατάφερε να βρεθεί τελικά στη Μυτιλήνη, από εκεί στην Αθήνα και μετά στην Ειδομένη, όπου τα όνειρά του για μια καλύτερη ζωή «σκάλωσαν» στον φράχτη της ουδέτερης ζώνης Ελλάδας- πΓΔΜ.
«Όταν ο ISIS έφτασε στη Ζοράβα αποφασίσαμε να φύγουμε μαζί με τους συγγενείς μου και να πάμε στα βουνά της Σινζτάρ. Ο θείος μου έφερε ένα αυτοκίνητο από γειτονικό χωριό και καθώς είχαμε λίγο πετρέλαιο αποφασίσαμε να φτάσουμε όσο πιο ψηλά γινόταν στο βουνό. Το PKK μας είχε ανοίξει τον δρόμο, αλλά προτού φτάσουμε στις δυνάμεις του, εμφανίστηκαν ξαφνικά μπροστά μας οι άνδρες του ISIS. Μας ρώτησαν πού πηγαίνουμε κι εμείς τους απαντήσαμε ότι εκεί ήταν το χωριό μας και θα μέναμε εκεί. Ξέραμε πως αν λέγαμε το αντίθετο, θα τους εξαγριώναμε», διηγείται στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο νεαρός Γεζίντι, με την ευγενική φυσιογνωμία.
«Μας πήραν όσα χρήματα είχαμε πάνω μας και τα αυτοκίνητα. Ενώ μας έκαναν σωματικό έλεγχο, είχαν κολλημένο το πιστόλι στο κεφάλι μας. Δεν λέγαμε τίποτα ούτε απαντούσαμε στις προκλήσεις» εξιστορεί την προσωπική του περιπέτεια ο Σέιφ και συνεχίζει: «Πήραν τα αυτοκίνητα και μας είπαν να μείνουμε εκεί ώσπου να γυρίσουν. Μόλις όμως έφυγαν, αποφασίσαμε να φύγουμε κι εμείς περπατώντας και αναζητώντας μέρος να κρυφτούμε. Βρίσκαμε τις πόρτες όλων των σπιτιών στο χωριό, όπου είχαμε φτάσει, κλειστές. Οι περισσότεροι είχαν φύγει για να δραπετεύσουν κι αυτοί από τη μανία του ISIS. Μόλις εντοπίζαμε κάποιο σπίτι χωρίς πόρτα μπαίναμε μέσα κι έτσι κινούμασταν από το ένα μέρος στο άλλο».
Ο Γιάσερ, άλλα μέλη της οικογένειάς του και κάποιοι συγγενείς κατάφεραν να επιστρέψουν στα βουνά μέσω ενός Γεζίντι μαχητή που είχε κατέβει στο χωριό για να πάρει φαγητό για τους υπόλοιπους. Έτσι έμαθε και νέα από κάποιους άλλους συγγενείς του, που είχαν ακολουθήσει διαφορετική πορεία από τη δική τους.
«Επτά ημέρες μείναμε συνολικά στο βουνό. Μου τηλεφώνησε μετά ο θείος μου που ήταν σε ασφαλές μέρος στο Κουρδιστάν και μου είπε πως θα φέρει αυτοκίνητο και πετρέλαιο και αν μπορούσαμε κι εμείς να βρούμε ακόμη ένα αυτοκίνητο εκεί, στα βουνά, για να μπορέσουμε να δραπετεύσουμε. Έτσι κι έγινε και τελικά βρεθήκαμε στη Συρία και μετά στο Κουρδιστάν. Ήταν τότε που ο πατέρας μου, ο οποίος είχε ήδη φύγει στις ΗΠΑ, μας είπε πως η κατάσταση στο Ιράκ δεν ήταν πλέον ασφαλής και πως θα έπρεπε να περάσουμε στην Ευρώπη» θυμάται ο νεαρός Γεζίντι.
Πρώτος σταθμός του ταξιδιού η Τουρκία, «από εκεί που αρχίζουν όλα», όπως λέει ο Σέιφ. «Μείναμε ενάμιση χρόνο στην Τουρκία και μετά η υπόλοιπη οικογένειά μου πήγε στις ΗΠΑ μέσω της διαδικασίας της οικογενειακής επανένωσης, ενώ εγώ έμεινα πίσω γιατί ήμουν μεγαλύτερος από 20 ετών. Πήγαν η μητέρα μου και τα μικρότερα αδέλφια μου (τέσσερα αγόρια και ένα κορίτσι). Έχω κι έναν αδελφό στη Γερμανία. Αυτός κατάφερε και πέρασε με τη γυναίκα του όταν ήταν ακόμη ανοιχτά τα σύνορα» σημειώνει.
Το πέρασμα, ωστόσο, από την Τουρκία στην Ευρώπη αποδείχθηκε εφιάλτης και εξηγεί τι ακριβώς εννοεί: «Αρχικά προσπάθησα να περάσω από το Τσανάκαλε στη Μυτιλήνη, αλλά με συνέλαβε ο τουρκικός στρατός και με έστειλε πίσω. Το ίδιο συνέβη και τη δεύτερη φορά, ώσπου την τρίτη αποφάσισα να αλλάξω διακινητές. Από το Μπόντρουμ προσπαθήσαμε να περάσουμε στη Χίο, αλλά αυτός που ανέλαβε να μας περάσει δεν ήξερε τη διαδρομή και μείναμε τέσσερις ώρες στα ανοιχτά. Η βάρκα μας ήταν ξύλινη και άρχισε να μπάζει νερά, με αποτέλεσμα να βυθιστεί. Όλοι βρεθήκαμε στη θάλασσα κι έξι άνθρωποι γύρω μου πέθαναν. Τότε αποφασίσαμε να στείλουμε μήνυμα στο 112 (ευρωπαϊκός αριθμός έκτακτης ανάγκης). Ήρθε τελικά η τουρκική ακτοφυλακή και μας περισυνέλεξε. Κάποιοι πήγαν στο νοσοκομείο κι εγώ κατέληξα στη φυλακή, όπου έμειναν για μία μέρα. Μετά πήγα στο νοσοκομείο της Σμύρνης, όπου είχαν μεταφέρει κάποιον συγγενή μου, για να τον φροντίσω. Φοβήθηκα να περάσω διά της θαλάσσιας οδού. Αποφάσισα να περάσω από Τουρκία στη Βουλγαρία και από εκεί στη Σερβία. Έφτασα μια φορά κοντά στα σύνορα με τη Σερβία, αλλά ήταν Βούλγαροι αστυνομικοί εκεί και έτσι αναγκαστήκαμε να γυρίσουμε στην Αδριανούπολη (Edirne). Ξαναπροσπάθησα να πάω μέσω Βουλγαρίας, αλλά μας έπιασαν οι αστυνομικοί. Και η τρίτη φορά ήταν αποτυχημένη. Δέκα ώρες περπατούσαμε και ο καιρός ήταν κακός. Είχε πολύ κρύο. Οι διακινητές μάς είπαν, όταν φτάνουμε προς τα σύνορα, αν δούμε ένα αυτοκίνητο να πηγαίνει σιγά σιγά να μπούμε γρήγορα μέσα. Αλλά το αυτοκίνητο στο οποίο μπήκαμε δεν ανήκε σε διακινητές κι έτσι ο οδηγός κάλεσε την αστυνομία, μας συνέλαβαν και γι ακόμη μια φορά κατέληξα στη φυλακή».
Η «οδύσσεια» του Σέιφ έλαβε τέλος -ή έτσι νόμιζε τουλάχιστον- πριν από περίπου ενάμιση μήνα, όταν κατάφερε τελικά να περάσει από τη Σμύρνη στη Λέσβο, με σκοπό να φτάσει στην Ειδομένη και από εκεί να συνεχίσει το ταξίδι του. «Κολλημένος» στην ακριτική αυτή περιοχή, το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα μπορέσει να κάνει το επόμενο βήμα και να ξεκινήσει κι αυτός, όπως η υπόλοιπη οικογένειά του, τη νέα του ζωή.