Νέες διαστάσεις αποκτά καθημερινά η υπόθεση του θανάτου του Παντελή Παντελίδη, με την οικογένεια του να θέλει διακαώς να μάθει ποιος και τι «τον σκότωσε».
Οι γονείς του αδικοχαμένου 32χρονου τραγουδιστή, όσο και οι δυο κοπέλες που επέβαιναν στο μοιραίο τζιπ (Φρόσω και Μίνα), έχουν ορίσει δικούς τους δικηγόρους και πραγματογνώμονες, με την μεριά Παντελίδη να υποστηρίζει πως δεν οδηγούσε το τζιπ ο τραγουδιστής, και τις δυο κοπέλες να αρνούνται κατηγορηματικά (μέσω των δικηγόρων τους) ότι έπιασαν τιμόνι.
Την ίδια στιγμή, η οικογένεια του Παντελή ετοιμάζεται στις αρχές της ερχόμενης εβδομάδας να καταθέσει μηνύσεις κατά της Περιφέρειας Αττικής, του δήμου Ελληνικού και του κατασκευαστή-συντηρητή του μοιραίου στηθαίου και του κιγκλιδώματος στο οποίο προσέκρουσε το αυτοκίνητο του τραγουδιστή, το πρωινό της 18ης Φεβρουαρίου.
Σύμφωνα με το «Πρώτο Θέμα», εκείνες τις ημέρες θα παραλάβουν στα χέρια τους οι γονείς του τραγουδιστή και την δεύτερη έκθεση πραγματογνωμοσύνης των τεχνικών συμβούλων, που θα απαντά στο ερώτημα αν οδηγούσε το τζιπ ο Παντελής ή η 21χρονη Φρόσω Κυριάκου, κάτι που η ίδια το αρνείται και υποστηρίζει πως ήταν συνοδηγός, ενώ στα πίσω καθίσματα βρισκόταν η 30χρονη Μίνα Αρναούτη.
Η δεύτερη έκθεση της οικογένειας Παντελίδη, θα υποστηρίζει ότι ο 32χρονος σταρ δεν ήταν ο οδηγός του τζιπ, βασιζόμενη στα ευρήματα της πραγματογνωμοσύνης, όπως την απόσταση των 9 πόντων μπροστά της θέσης του οδηγού από αυτή του συνοδηγού.
Επίσης, όλοι περιμένουν τα αποτελέσματα των τοξικολογικών εξετάσεων, αλλά και των δειγμάτων DNA που έχουν ληφθεί από το τιμόνι, τους αερόσακους και από άλλα μέρη στο μπροστινό τμήμα του αυτοκινήτου.
Σύμφωνα πάντως με τον κύριο Καϊμακάμη, δικηγόρο της οικογένειας Παντελίδη, αυτό που τους νοιάζει πάνω απ’ όλα, είναι να απαντηθεί το ερώτημα ποιος ήταν ο οδηγός.
Στην έκθεση πάντως 60 σελίδων (με φωτογραφίες) του κυρίου Δέδε (πραγματογνώμονα της οικογένειας Παντελίδη), υπάρχουν πάσης φύσεως μετρήσεις για το στηθαίο, τους ορθοστάτες και το κιγκλίδωμα, ενώ αναφέρεται χαρακτηριστικά:
«Γενεσιουργός αιτία για την ανάβαση του αυτοκινήτου στο τσιμεντένιο στηθαίο, ήταν η ακαταλληλότητα του στηθαίου από πλευράς ύψους αλλά και από πλευράς μορφής του (…) Εάν το τοιχίο ήταν κατακόρυφο, υπό αυτή τη γωνία πρόσπτωσης, το όχημα δεν θα το είχε υπερβεί. Επίσης αν είχαν τοποθετηθεί μεταλλικές μπάρες αντίστοιχες με αυτές που τοποθετούνται σε γέφυρες, το όχημα πάλι δεν θα τις είχε υπερβεί και μετά την πρόσκρουση θα είχε οδηγηθεί προς το μέσον του οδοστρώματος (…) Αν το κιγκλίδωμα είχε συντηρηθεί κατάλληλα, κατά την εκτίμηση μου δεν θα είχε επέλθει το αποτέλεσμα».