Η σεξουαλική παρενόχληση είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που τις τελευταίες δεκαετίες συνεχώς διογκώνεται, ωστόσο οι υποθέσεις που φτάνουν στα δικαστήρια δεν είναι ανάλογες των περιστατικών που σημειώνονται, καθώς πολλά από τα θύματα διστάζουν να το καταγγείλουν.
Έρευνες που έχουν διεξαχθεί σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταδεικνύουν ότι η σεξουαλική παρενόχληση είναι γυναικεία υπόθεση.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Αδέσμευτος τύπος», το 35% των εργαζόμενων γυναικών έχουν υπάρξει τουλάχιστον μια φορά θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης στον εργασιακό τους χώρο. Το αντίστοιχο ποσοστό στους άνδρες φτάνει το 10%.
Πολλά περιστατικά σημειώνονται και μεταξύ ομοφυλοφίλων, τα οποία ωστόσο δεν γίνονται γνωστά λόγω του ότι τα θύματα φοβούνται τον ενδεχόμενο διασυρμό.
Παράλληλα, σε έρευνα που έγινε στην Ελλάδα από το Κέντρο Ερευνών για θέματα Ισότητας, το ποσοστό των ατόμων που έχουν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση ανέρχεται στο 10%.
Σε όποιο φύλο και αν ανήκει το άτομο που παρενοχλείται, η πίεση που δέχεται είναι τόσο μεγάλη που αυτό έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στην ψυχολογία του.
Συχνά παρατηρείται το φαινόμενο οι άνθρωποι αυτοί να νιώθουν ότι οι ίδιοι ευθύνονται για την άσχημη κατάσταση που βιώνουν και γι’ αυτό οδηγούνται ακόμα και στην παραίτηση.
Από την άλλη μερικοί αναγκάζονται να αποσιωπήσουν την παραβατική συμπεριφορά, ειδικά όταν αυτή προέρχεται από προϊστάμενό τους, για να μην απολυθούν. Σύμφωνα με τους ειδικούς η σεξουαλική παρενόχληση μπορεί να θεωρηθεί ένας «ιός» που μολύνει τον εργασιακό χώρο, ενώ υποχρέωση του κάθε εργοδότη είναι να εξασφαλίσει ένα υγιές περιβάλλον για τους εργαζόμενους.
Σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο, σεξουαλική παρενόχληση είναι «οποιαδήποτε μορφή ανεπιθύμητης λεκτικής, μη λεκτικής ή σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα με σκοπό την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου, ιδίως με τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος».
Επιπλέον η σεξουαλική παρενόχληση εξομοιώνεται με διάκριση λόγω φύλου, που αφορά στον ίδιο βαθμό άνδρες και γυναίκες, και απαγορεύεται στον εργασιακό χώρο αλλά και κατά την αναζήτηση εργασίας.
Μπορεί να εκδηλώνεται με πράξεις όπως π.χ. περιττά αγγίγματα στο σώμα ή και με λέξεις, όπως π.χ. ανεπιθύμητες ερωτικές και ανήθικες προτάσεις.
Η παρενόχληση μπορεί να εκδηλώνεται επίσης και με αισχρές χειρονομίες, καθώς και με συμπεριφορά που δυσφημεί, γελοιοποιεί ή είναι ενοχλητική για τo εργαζόμενο άτομο.
Σύμφωνα με τον νέο νόμο που ισχύει από το 2006, όταν μια υπόθεση σεξουαλικής παρενόχλησης δικάζεται σε αστικό επίπεδο, με σκοπό δηλαδή τη χρηματική αποζημίωση του θύματος, ο κατηγορούμενος είναι αυτός που καλείται να αποδείξει ότι δεν έκανε την παράνομη πράξη. Του ανήκει δηλαδή αυτό που οι νομικοί ονομάζουν «ειδικό βάρος απόδειξης».
Αντίθετα στα ποινικά δικαστήρια αυτός που καταγγέλλει το περιστατικό καλείται να αποδείξει ότι ο καταγγελλόμενος έκανε την παραβατική πράξη.
Πάντως, σύμφωνα με μελέτες, η συντριπτική πλειοψηφία των δραστών είναι άνδρες, καθώς παραδοσιακά κατέχουν ανώτερες ιεραρχικά θέσεις.
Ωστόσο υπάρχουν και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου που μπορούν να το κατατάξουν στην κατηγορία του «θύματος» ή του «θύτη».
Ειδικότερα άτομα που εμφανίζονται πιο ευάλωτα και παθητικά ή είναι μικρότερα σε ηλικία και νεοεισερχόμενα στον εργασιακό χώρο έχουν περισσότερες πιθανότητες να πέσουν θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης.
Επίσης το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και η έλλειψη αυτοεκτίμησης καθιστούν κάποιον εύκολο θύμα.
Την ίδια στιγμή οι νέες, άγαμες ή διαζευγμένες γυναίκες καθώς και οι εργαζόμενες σε μη παραδοσιακές για το φύλο τους εργασίες, είναι δυσανάλογα «εκτεθειμένες» στον κίνδυνο σε σχέση με τις υπόλοιπες γυναίκες.