«Η Γροιλανδία δεν είναι προς πώληση και δεν θα είναι ποτέ» ήταν η απάντηση που έλαβε ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος εξέφρασε το ενδιαφέρον του για τη στρατηγικής σημασίας περιοχή του Αρκτικού κύκλου.

Το ενδιαφέρον του Τραμπ για τη Γροιλανδία έγινε σαφές ήδη από την πρώτη θητεία του στην προεδρία των ΗΠΑ, όταν ένας πλούσιος φίλος του από τη Νέα Υόρκη, ο Ρόναλντ Σ. Λοντέρ, κληρονόμος της ομώνυμης εταιρείας καλλυντικών, του έβαλε την ιδέα στο μυαλό.

Στον Λευκό Οίκο του Τραμπ το 2019, το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας ξαφνικά εντρυφούσε στις λεπτομέρειες για το πώς οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έφερναν εις πέρας μια απόκτηση γης τέτοιου μεγέθους. Ο Τραμπ συνέχισε να πιέζει για το θέμα τη Δανία, η οποία τον απέρριπτε σταθερά.

Ο Τραμπ δεν ήταν ο πρώτος πρόεδρος που έθετε το θέμα: Ο Χάρι Σ. Τρούμαν ήθελε να αγοράσει τη Γροιλανδία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλαίσιο της στρατηγικής του Ψυχρού Πολέμου για την απομάκρυνση των σοβιετικών δυνάμεων. Ο Τραμπ μπορεί να προβάλει ένα παράλληλο επιχείρημα, ιδίως καθώς η Ρωσία, η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες διαγκωνίζονται για τον έλεγχο των αρκτικών οδών για την εμπορική ναυτιλία και τα ναυτικά μέσα.

Οι ειδικοί της Αρκτικής δεν απέρριψαν την προσφορά του Τραμπ για τη Γροιλανδία ως αστείο. «Δεν γελούν και πολλοί άνθρωποι τώρα με αυτό» δήλωσε ο Μαρκ Γιάκομπσεν, αναπληρωτής καθηγητής στο Βασιλικό Κολέγιο Άμυνας της Δανίας, ο οποίος επικεντρώνεται στην ασφάλεια της Αρκτικής.

Ο Γιάκομπσεν σημείωσε ότι η αντίδραση της Δανίας στην τελευταία προσφορά του Τραμπ ήταν οργισμένη (ένας δανός πολιτικός την αποκάλεσε «έναν ασυνήθιστα περίεργο τρόπο για να είσαι σύμμαχος»). Όμως, είπε, οι κάτοικοι της Γροιλανδίας, οι οποίοι επιδιώκουν εδώ και καιρό την ανεξαρτησία τους, μπορεί να επιδιώξουν να χρησιμοποιήσουν το ενδιαφέρον του Τραμπ ως ευκαιρία για την περαιτέρω ενίσχυση των οικονομικών δεσμών με τις ΗΠΑ.

Από το 2009, η Γροιλανδία είχε το δικαίωμα να κηρύξει την ανεξαρτησία της, αλλά η αχανής περιοχή των περίπου 56.000 κατοίκων εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη Δανία και δεν επέλεξε ποτέ να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο. Το ενδιαφέρον του Τραμπ θα μπορούσε να δώσει στη Γροιλανδία ένα άνοιγμα για περισσότερες αμερικανικές επενδύσεις, μεταξύ άλλων στον τουρισμό ή στην εξόρυξη σπάνιων γαιών, είπε, σύμφωνα με τους «New York Times».

«Ήταν τρελό όταν οι ΗΠΑ απέκτησαν την Αλάσκα; Ήταν τρελό όταν οι ΗΠΑ έχτισαν τη Διώρυγα του Παναμά;» αναρωτήθηκε η Σέρι Γκούντμαν, πρώην αξιωματούχος του Πενταγώνου και ανώτερη συνεργάτης του Polar Institute του Wilson Center, μιας δεξαμενής σκέψης με έδρα την Ουάσιγκτον.

Η Γκούντμαν, της οποίας το βιβλίο «Threat Multiplier: Climate, Military Leadership, and the Fight for Global Security» επικεντρώνεται εν μέρει στην Αρκτική, δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ισχυρό συμφέρον να διασφαλίσουν ότι ιδίως η Κίνα δεν θα αναπτύξει ισχυρή παρουσία στη Γροιλανδία.

Οι φιλοδοξίες του Πεκίνου στην Αρκτική έχουν αυξηθεί και το 2018 παρουσίασε σχέδια για την κατασκευή υποδομών και την ανάπτυξη των ναυτιλιακών οδών που ανοίγουν λόγω της κλιματικής αλλαγής. Η Γκούντμαν δήλωσε ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να συνεχίσουν να εμποδίζουν την Κίνα να αποκτήσει ερείσματα στο κατώφλι της Βόρειας Αμερικής, αλλά δήλωσε ότι οι κάτοικοι της Γροιλανδίας πρέπει να αποφασίσουν μόνοι τους για την τύχη τους.

«Θέλουμε να έχουμε όλα αυτά τα εδάφη κοντά στο δικό μας ηπειρωτικό έδαφος για να μας προστατεύουν και επίσης για να αποτρέψουμε έναν αντίπαλο από το να τα χρησιμοποιήσει ως στρατηγικό μας μειονέκτημα» δήλωσε η Γκούντμαν. «Από την άλλη πλευρά, υπάρχει το Διεθνές Δίκαιο και η διεθνής τάξη και κυριαρχία και η Γροιλανδία εξακολουθεί να αποτελεί μέρος της Δανίας».