Διόλου κολακευτική η ακριβής μεταφορά του ονόματός της στα ελληνικά από την αλβανική απ’ όπου υιοθετήθηκε και καθιερώθηκε η συνοικία στα βορειοανατολικά ριζά της Ακρόπολης. Στην καθομιλουμένη των γειτόνων «νονών» της, «πλάκα» σημαίνει ηλικιωμένη / πολυκαιρισμένη / γριά! Αλλά η πλούσια ελληνική γλώσσα έδωσε στον γοητευτικότερο οικισμό της Αθήνας το ευγενές «παλιά πόλη» κι ας πρόκειται όντως για συνοικία που όχι μόνον επικυρώνει τον όγκο των ετών της, αλλά χρονολογείται και από την προϊστορία. Για όσους αναρωτιούνται πώς στο βάθος των χιλιετηρίδων και με το πέρασμα κόσμου και ντουνιά από τα μονοπάτια της επιλέχθηκε για την Πλάκα αλβανικό όνομα, η απάντηση βρίσκεται κρυμμένη στις σελίδες τής σχετικά πρόσφατης ιστορίας.
Τον 12ο αι. πειρατική επιδρομή τρέπει σε φυγή τους κατοίκους της περιοχής, η οποία θα παραμείνει έρημη για τέσσερις ολόκληρους αιώνες! Θα κατοικηθεί εκ νέου την περίοδο της Τουρκοκρατίας (αυτή την εποχή οι κατοικίες περιορίζονται μόνον πέριξ του χορηγικού μνημείου του Λυσικράτη), ειδικότερα τον 16ο αι., από Αλβανούς φρουρούς της πόλης, οι οποίοι θα ακολουθηθούν από συντοπίτες τους γεωργούς.
«Από του θεάτρου του Διονύσου και καθ΄ όλον το προς ανατολάς τμήμα της πόλεως, το άκρον της σημερινής συνοικίας Πλάκας, κατώκουν οι γεωργοί Αλβανοί (αρβανίτες) όθεν και εκλήθη απ΄ αυτών κατόπιν τειχισθείσης της πόλεως επί Χασεκή η προς τα εκεί πύλη της πόλεως Αρβανίτικη» καταγράφει στην Ιστορία των Αθηνών ο ιστορικός Θ. Ν. Φιλαδελφεύς, ο οποίος προκρίνει την εκδοχή της εποχής του (β΄ μισό 19ου αι.), ότι το όνομα «Πλάκα» προήλθε από το πετρώδες έδαφος της περιοχής.
«Κάθε βράδυ, με τη δύση του ηλίου, συναντάς γύρω από την Αθήνα ολόκληρα καραβάνια Αλβανών, που επιστρέφουν με τις γυναίκες τους από τη δουλειά στα χωράφια. Μένουν σχεδόν όλοι στις κλιτύς της Ακρόπολης, στην ίδια περιοχή όπου κατοικούσαν άλλοτε οι Πελασγοί» αφηγείται, με τη σειρά του, ο Εντμόντ Αμπού. Όσο ο Γάλλος ταξιδευτής εξερευνά το 1852 τη νέα πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, κτιστάδες που έχουν καταφθάσει για δουλειά στην Αθήνα από το νησί τους, την Ανάφη -είναι περίοδος ζωηρής ανοικοδόμησής της πόλης- αναζητούν στέγη. Οι σπηλιές της βορειο-ανατολικής πλευράς του βράχου, πάνω από την Πλάκα, προσφέρονται γι αυτόν τον σκοπό.
Νωρίτερα, σ’ αυτές τις σπηλιές είχαν βολευτεί Αιθίοπες που έφεραν για υπηρέτες οι Οθωμανοί. «…Οίτινες, λέγει, είχον και ιδιαίτερον τέμενος κατά τον ναόν του Ολυμπίου Διός» αναφέρει ο Καμπούρογλου(ς). «Αράπηδες» ή «αραπάδες» τούς λέγανε. Οι πέτρες, που πατούσαν, είχαν πάρει το χρώμα τους… «Μαύρες Πέτρες». Έτσι αποκαλούσαν πια εκείνο το τμήμα της Ακρόπολης. Στη «γειτονιά των Αφρικανών κατοίκων της Ακρόπολης», αναφερόταν στο δικό του Οδοιπορικό στην Ελλάδα, την άνοιξη του 1841, ο Δανός παραμυθάς Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, που εξαντλούσε στον βράχο όλα τα πρωινά της παραμονής του στην Αθήνα. Συνήθιζε να ακολουθεί τον δρόμο του αρχαίου Περιπάτου. Είναι η περιφερειακή οδός -περίπου ενός χιλιομέτρου- που διατρέχει περιμετρικά την Ακρόπολη στα ριζά της λίγο πάνω από την οδό Τριπόδων. Στη βορειοδυτική γωνία του βράχου ο Περίπατος συναντά την Οδό Παναθηναίων, ενώ στη νότια πλευρά τμήμα του συμπίπτει με το δεύτερο διάζωμα του Διονυσιακού Θεάτρου, μέσω του οποίου οδηγεί στη δυτική πλευρά, όπου βρίσκεται το Ασκληπιείο. Από εδώ πάνω, οι μακρινοί πρόγονοι απολάμβαναν την πόλη.
Τώρα ήρθε η σειρά των νησιωτών να στεγάσουν την ανέχειά τους στις σπηλιές των «αραπάδων». Δεν έχουν άλλη επιλογή από το να εγκατασταθούν εκτός σχεδίου πόλεως. Οι Κλεάνθης και Σάουμπερτ, που έχουν χαράξει το ρυμοτομικό της Αθήνας άφησαν απ’ έξω τον βράχο και τα γύρω του. Είναι αρχαιολογικός χώρος, είπαν. Αλλά οι φτωχοί μάστορες δεν έχουν πού να στεγαστούν, καθώς η αξία της γης έχει πάρει τον ανήφορο. Τη μέρα χτίζουν την πόλη και τη νύχτα τον συνοικισμό τους… Είναι, βλέπεις, κι ένας νόμος που λέει πως αν το οίκημα που έχτισες έχει στέγη, δεν μπορούν να στο γκρεμίσουν. Έτσι, παλεύουν στα γρήγορα να στεγάσουν τα υπόσκαφα σπιτάκια τους. Εκεί. Σφιχταγκαλιασμένα, κολλημένα στον βράχο της Ακρόπολης, ασβεστωμένα, με μπλε πορτο-παράθυρα, ένας αυθεντικός νησιώτικος οικισμός στην καρδιά της πόλης. Δεν είναι τίποτα φοβερό. Ένα, το πολύ δύο, δωματιάκια μέσα κι ένας απόπατος έξω. Δυο μέτρα ύψος το σπίτι και κάμποσοι τενεκέδες με γαζίες στην αυλή. Για να γίνει υποφερτή η φτώχεια… Αυτοί οι ίδιοι γλυκαίνουν τους άγριους βράχους, σκαλίζουν σκαλοπάτια, ανοίγουν ένα υποτυπώδες «οδικό δίκτυο». Φτιάχνουν το καταφύγιό τους, που θα πάρει το όνομα του τόπου τους: «Αναφιώτικα».
«Να τη διατηρήσουμε ή να την κατεδαφίσουμε;»
Έναν αιώνα μετά, τα «Αναφιώτικα» και η Πλάκα, η παλιά αρβανίτικη συνοικία που, στο μεταξύ, έχει εξελιχθεί σε εστία «ακόλαστης ευζωίας» αλλοδαπών (και όχι μόνον) επισκεπτών, θα γίνουν η αιχμή μίας σφοδρής αντιπαράθεσης μεταξύ επιστημόνων και κρατικών λειτουργών…
Τα «Αναφιώτικα», που ανέκοψαν την πορεία του αρχαίου Περιπάτου, αποτελούν ούτε λίγο ούτε πολύ όνειδος. Όσο για την Πλάκα, η άλλοτε γαλήνια συνοικία των θεών, τώρα, με τις έντονες, φωτεινές πινακίδες, τα θορυβώδη κέντρα διασκέδασης και τους δραστήριους οίκους ανοχής, μετατράπηκε σε κέντρο του διαβόλου.
Το 1966 ξημερώνει στην Αθήνα με ένα κρίσιμο ερώτημα: «Η Πλάκα πρέπει να διατηρηθεί ή πρέπει να απαλλοτριωθεί;»
Τον πρώτο κιόλας μήνα του χρόνου έχει οργανωθεί για το θέμα κλειστό επιστημονικό συνέδριο, όπου γενικώς θα ακουστούν διάφορα λογύδρια και θα διατυπωθούν κάμποσες διαφορετικές απόψεις. Τον επόμενο κιόλας μήνα, σε αίθουσα του Δήμου Αθηναίων, σε δύο πολύωρες -για πρώτη φορά- δημόσιες διαβουλεύσεις, στις οποίες θα συμμετάσχουν 29 επιστήμονες και εκπρόσωποι της κεντρικής διοίκησης, θα ακουστούν ακραίες απόψεις, που θα απηχούν τα σημεία των καιρών.
Η χώρα βιώνει περίοδο πολιτικής αστάθειας με βραχύβιες κυβερνήσεις να διαδέχονται η μία την άλλη, η κυβέρνηση Στεφανόπουλου παραπαίει. Την πρωτοβουλία για τη διαβούλευση έχει πάρει ο υφυπουργός Δημοσίων Έργων, Αχιλλέας Λιακόπουλος, που μετράει όλους κι όλους τρεις μήνες θητείας στο κυβερνητικό πόστο (θα παραιτηθεί πριν κλείσει χρόνο), προσδοκώντας να παρουσιάσει έργο εκεί που το πράγμα φαντάζει ανεπίλυτο. Η Πλάκα παρέχει τουριστικές υπηρεσίες («παρασιτικού», και μη, ιδιωτικού χαρακτήρα), όπου σημειώνεται έντονη δραστηριότητα, σε αντίθεση με την αγροτική εκμετάλλευση και την περιορισμένη βιομηχανική ανάπτυξη -εστιασμένη κυρίως στον κατασκευαστικό τομέα- που παρουσιάζουν αποθαρρυντικούς δείκτες. Ο Τύπος βομβαρδίζει κυβέρνηση και αυτοδιοίκηση με πρωτοσέλιδα δημοσιεύματα για την «απαράδεκτη εικόνα», που παρουσιάζει η συνοικία των θεών. Ανεύθυνοι/υπεύθυνοι και «εμπειρικοί πραγματογνώμονες» καταθέτουν τις απόψεις τους. «Να απαλλοτριωθεί το σύνολο της Πλάκας. Να γίνει παγκόσμιος έρανος για να συγκεντρωθεί το ποσό, που χρειάζεται για τις αποζημιώσεις. Να γλυτώσουμε από τα εκτρώματα και την αθλιότητα. Να ανασάνει η ιστορία…» δημοσιεύουν.
Οι κάτοικοι της περιοχής βιώνουν ένα νεότευκτο δράμα «πολιτισμικο-τουριστικής ασυδοσίας». Το «τοπικό χρώμα», αλλοιωμένο από τις κακόγουστες επιγραφές από νέον, τα δυνατά χάχανα των μεθυσμένων τουριστών και οι καυγάδες των «προστατών» της νύχτας συνθέτουν σκηνικό όχι μόνον κακής αισθητικής, αλλά μάλλον και κινδύνου. Αρκετά κτίσματα έχουν δεσμευθεί από το κράτος, αλλά αποζημιώσεις δεν έχουν καταβληθεί στους ιδιοκτήτες, οι οποίοι είναι αναγκασμένοι να παραμένουν στην περιοχή. Συνεπικουρούμενοι από κορυφαίους επιστήμονες, που βλέπουν καταπάτηση της αρχαίας κληρονομιάς, αλλοίωση της αρχιτεκτονικής ισορροπίας, προσβολή της αισθητικής και κοινωνική παρακμή, αντιδρούν σθεναρά στη διατήρηση της κατάστασης.
Στον χαιρετισμό του, κατά τη διήμερη διαβούλευση στον δήμο της Αθήνας, ο υφυπουργός ενημερώνει ότι η Υπηρεσία Οικισμού έχει μελετήσει το θέμα, αλλά δεν θα προχωρήσει σε οριστικές αποφάσεις αν δεν λάβει πρώτα την εκτίμηση των ειδικών.
«Αν η Πλάκα πρέπει να διατηρηθεί, ποια είναι εκείνα τα μέσα, τα οποία νομίζετε ότι θα συντελέσουν αποτελεσματικά εις την διατήρησιν του χρώματος της περιοχής αυτής; Αν πάλι προτείνετε την απαλλοτρίωσιν, ποια είναι τα μέσα εκείνα τα οποία θα μας επιτρέψουν να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά και όχι ακαδημαϊκά το θέμα της απαλλοτριώσεως;» θα σημειώσει ο Αχ. Λιακόπουλος.
Στη διαβούλευση, παρόντος και του δημάρχου, Γ. Πλυτά, έχουν κληθεί να τοποθετηθούν τρεις καθηγητές του ΕΜΠ (Αντ. Κριεζής/Πολεοδομίας, Παν. Μιχελής/Αρχιτεκτονικής, Μορφολογίας και Ρυθμολογίας, Κυπ. Μπίρης/Αρχιτεκτονικής, Οικοδομικής), δύο καθηγητές Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ (Ν. Κοντολέων και Σπ. Μαρινάτος) ο καθηγητής της ΑΣΚΤ Π. Μυλωνάς, ένδεκα ιδιώτες αρχιτέκτονες (Ιω. Τραυλός, Κ. Λάσκαρης, Κυπ. Μπίτσιος, Αρ. Προβελέγγιος, Αλ. Παπαγεωργίου-Βενετάς, Μ. Δωρής, Γ. Μπογδάνος, Δ. Ζήβας, Αγ. Σιάγας, Αλ. Μυράτ, Ι. Ρογκάν), ο αρχαιολόγος, μέλος της Κοσμητείας Τοπίου Ανδ. Παπαγιαννόπουλος – Παλαιός, ο τεχνικός σύμβουλος του υφυπ. Δημοσίων Έργων, Π. Κομματάς, και εκπρόσωποι της Υπηρεσίας Οικισμού, του Δήμου Αθηναίων και των κατοίκων της περιοχής. Τη συζήτηση παρακολουθούν και καταγράφουν δημοσιογράφοι, ένας εκ των οποίων, ο Κώστας Μεραναίος, είναι και συντονιστής της.
«Να μετατρέψουμε την Αθήνα σε ένα απέραντο μουσείο»
Στις συνολικά οκτώ και πλέον ώρες συζήτησης, λίγο πολύ όλοι οι συμμετέχοντες θα συμφωνήσουν ότι η Πλάκα είναι ο «ζωντανός» κρίκος που δένει τη σύγχρονη πόλη με προελληνικά φύλα, με την αρχαία, τη μεσαιωνική, τη βυζαντινή, την τουρκοκρατούμενη και την οθωνική Αθήνα. Διαφωνούν, ωστόσο, στο αν και κατά πόσον είναι αναγκαίο να αναζητηθούν μαρτύρια της αρχαιότητας εις βάρος των μνημείων της νεότερης ιστορίας.
Το παράξενο είναι ότι την ομάδα των ομιλητών, που τάσσονται υπέρ μίας καθολικής απαλλοτρίωσης και μίας γενικευμένης ανασκαφής, αποτελούν αρχιτέκτονες και όχι αρχαιολόγοι, όπως ίσως θα περίμενε κανείς. Πλην του Ιωάννη Τραυλού, που εκτός από την επιστημονική ιδιότητα του αρχιτέκτονα κομίζει και εκείνη του αρχαιολόγου, οι Αντώνης Κριεζής, Κίμων Λάσκαρης, Κυπριανός Μπίρης, Παναγιώτης Μιχελής και Αριστομένης Προβελέγγιος (ο τελευταίος υποστηρίζει με πάθος τη γενικευμένη ανασκαφή) εισηγούνται είτε ισοπέδωση των υπαρχόντων οικημάτων και δημιουργία, στην περιοχή Αναφιώτικων και Πλάκας, ενός αρχαιολογικού πάρκου είτε τη διατήρηση κάποιων μεμονωμένων νεότερων κτηρίων, ιστορικών μνημείων υπό μορφήν νησίδων μέσα σε ένα αρχαιολογικό πάρκο, όπου θα διενεργηθεί γενικευμένη ή σταδιακή ανασκαφή.
Στην εισήγησή του, ο αρχιτέκτων Κ. Λάσκαρης τοποθετείται απερίφραστα: «Ας αποφασίσομε ότι το συμφέρον του τόπου, το συμφέρον από απόψεως αρχαιολογικής, είναι η Αθήνα να γίνει ένα απέραντο τουριστικό, απέραντο αρχαιολογικό μουσείο! Και έτσι θα αξιοποιήσουμε την πόλη με το μεγάλο τουριστικό ρεύμα που δημιουργείται πλέον».
Ο καθηγητής Τραυλός εξηγεί πως κατ’ αρχάς τα Αναφιώτικα κρύβουν τον Περίπατο, όπου βρίσκονται τα αρχαιότερα ιερά, τα σπήλαια του Πανός, του Απόλλωνα, της Αγραύλου, το ιερό του Έρωτα και της Αφροδίτης, ενώ σημείο εξαιρετικού ενδιαφέροντος αποτελεί και η περιοχή του Ωδείου του Περικλέους, που είναι το όριο της οδού Τριπόδων.
Υπάρχει, ωστόσο, μία σκοτεινή παράμετρος που καθιστά επικίνδυνη την πρόταση για καθολική αρχαιολογική δραστηριότητα στην Πλάκα. Ουδείς γνωρίζει τι ακριβώς θα επιφέρει ένας τέτοιος ανασκαφικός οργασμός, διότι απλούστατα δεν είναι γνωστό αν και πού ακριβώς κρύβονται αρχαία μνημεία. Αν ανασκάψει κανείς «στα τυφλά» το σύνολο της περιοχής, διατρέχει τον κίνδυνο να τη μετατρέψει σε ένα απέραντο εργοτάξιο, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Κάποιοι από τους υπέρμαχους της καθολικής απαλλοτρίωσης διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ότι πέριξ του βράχου κρύβεται ένας αρχαιολογικός θησαυρός. «Άλλωστε και οι Κλεάνθης και Σάουμπερτ γι αυτόν τον λόγο απέκλεισαν το σημείο από το σχέδιο πόλης» λένε. Αλλά δεν μπορούν να το αποδείξουν. Πώς ξεριζώνεις χιλιάδες κατοίκους από τα σπίτια τους για μία υπόθεση; Κι απ’ την άλλη, πώς μπορείς να δεχθείς την επιχειρηματολογία των «προστατών» της Πλάκας, που προεξοφλούν την ανυπαρξία αρχαιολογικών ευρημάτων στη δομημένη έκταση της συνοικίας;
Οι αμφιβολίες, που διατυπώνονται, προκαλούν την μήνι του Προβελέγγιου: «… εις την ατμόσφαιραν εδώ υπάρχει μία διάχυτος πεποίθηση ότι είμεθα η πρώτη πόλις του κόσμου. Πολύ φοβούμαι ότι είμαστε ο περίγελος του κόσμου όλου! Βρισκόμεθα εδώ να ερευνούμε πώς θα αρνηθούμε ότι υπήρξαν και οι αρχαίαι Αθήναι; […] Είναι δυνατόν εφόσον σε εκτεταμένη περιοχή υπήρχαν τείχη και ναοί και κτήρια, να αμφιβάλλωμεν αν στους πόδας της Ακροπόλεως υπήρχε η αρχαία Αθήνα;»
«Το τι θα ευρεθή δεν το ξέρουμε, αλλά ξέρουμε ότι θα είναι σημαντικό· ακόμα κι αν τίποτα δεν θα ευρεθή, θα είναι σημαντικό το πράγμα διά την ιστορίαν ιδίως της αρχαίας πόλεως» θα υπερθεματίσει ο καθηγητής Αρχαιολογίας Κοντολέων, ο οποίος, ωστόσο, συνυπολογίζοντας και τις κοινωνικές συνέπειες, τοποθετείται υπέρ μίας συμβιβαστικής λύσης, που θα προβλέπει την καθολική απαλλοτρίωση της Πλάκας, υπό την έννοια, όχι της κατεδάφισης των οικημάτων της, αλλά της ένταξής τους «εις ένα σύνολον πολεοδομικής συγκροτήσεως των Αθηνών» και της εξαίρεσης της περιοχής «από την περαιτέρω πολεοδομικήν εξέλιξιν». Όσο για το τι πρέπει να θυσιαστεί στην ανασκαφή, θα αποφασιστεί εν καιρώ και θα γίνει σταδιακά, αφού άλλωστε για κάθε ανασκαφική δραστηριότητα απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο δε Αρ. Προβελέγγιος θα επανέλθει για να διευκρινίσει ότι όταν εισηγείται αρχαιολογική αξιοποίηση του χώρου δεν εννοεί ότι θα καταστραφούν μνημεία άλλων εποχών. «Ό,τι πρέπει να σωθεί, θα σωθεί» θα πει.
«Καθολική απαλλοτρίωση; Ποια βόμβα θα κατέστρεφε τόσο κόσμο;»
Ο υφυπουργός Λιακόπουλος, πάντως, διατυπώνει ένα εύλογο ερώτημα: «Μήπως εις περίπτωσιν απαλλοτριώσεως θα απωλέσει ολόκληρος η Ελλάς και η πόλις των Αθηνών μίαν περιοχήν η οποία έχει χαρακτήρα, η οποία είναι μεστή συναισθηματικών δεσμών και είναι δεμένη με τους κατοίκους της και θα οδηγηθούμε έτσι εις την απώλειαν μίας εποχής και μίας ιστορίας;».
Απάντηση στο ερώτημα θα λάβει τόσο από τους εκπροσώπους των κατοίκων της περιοχής, της Κοσμητείας του Εθνικού Τοπίου και του Βιοτεχνικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, Ψαρρά, Σιάγα και Παπαγεωργόπουλο, αντίστοιχα, όσο κυρίως και από τον διδάκτορα της Σχολής Καλών Τεχνών, αρχιτέκτονα Παύλο Μυλωνά, οι οποίοι τάσσονται υπέρ της άποψης ότι η Πλάκα πρέπει -στο σύνολό της- να διατηρηθεί ως ζώσα ιστορική συνοικία της Αθήνας. Όλες οι εποχές έχουν το ίδιο δικαίωμα να παραμείνουν στην ιστορία, σημειώνει ο καθηγητής αποκλείοντας την «μουσειοποίηση» της Πλάκας και βεβαίως την απαλλοτρίωση των οικημάτων της, που -όπως τονίζει- θα επιφέρει νέκρωση. «Εμείς θέλουμε την περιοχή αυτή ζωντανή και υπάρχουν τρόποι να τη δεσμεύσωμεν και να την καθοδηγήσωμεν» λέει, ενώ επισημαίνει τη σημασία της αρχιτεκτονικής κλίμακας στην πολεοδομική εικόνα, που από τα κτήρια μεγαθήρια της σύγχρονης πόλης κατευθύνει ήπια τη ματιά στα μεγαλειώδη μνημεία της Ακρόπολης, μέσω των ταπεινών οικημάτων της Πλάκας.
Σαφής, ως προς το ανεφάρμοστον της πρότασης περί καθολικής απαλλοτρίωσης της περιοχής, εμφανίζεται ο εκπρόσωπος του Βιομηχανικού Επιμελητηρίου (Παπαγεωργόπουλος) και μάλιστα με ακλόνητα στοιχεία: «Η περιοχή, που σημειώνουν οι αρχαιολόγοι, κατοικείται από 340.000 κατοίκους. Έχομε 2.750 καταστήματα, όπου εργάζονται 8.750 υπάλληλοι. Σκεφτείτε αν γίνει ένας βομβαρδισμός της πόλεως, αν μπορεί να έχει τόσα θύματα και τόση καταστροφή! Πού θα πάει αυτός ο κόσμος; Πού θα μετοικήσει; Πού θα πάνε τα καταστήματα αυτά και οι επαγγελματίαι; […] Κάθονται σ΄ ένα τραπέζι 3-4 αρχαιολόγοι και παίρνουν το μολύβι και δημιουργούν μίαν κατάστασιν! Όταν απευθυνθήκαμε εις τον διευθυντήν της αρχαιολογικής υπηρεσίας της Ακροπόλεως, μας είπε: εμείς οι αρχαιολόγοι, αν μπορούσαμε, ολόκληρη την Αθήνα θα την κάναμε αρχαιολογικό χώρο». Ο κ. Παπαγεωργόπουλος αναφέρει πως ακόμη κι αν συμφωνούσαν όλοι να κρατικοποιηθεί η Πλάκα, οι αποζημιώσεις που θα έπρεπε να δοθούν ξεπερνούν κάθε φαντασία. «Αν ήμεθα στην Αμερική και είχαμε 300-500 εκατομμύρια δολάρια, οι ενδιαφερόμενοι θα εόρταζαν το γεγονός ως χαράς Ευαγγέλια!» λέει χαρακτηριστικά σημειώνοντας εμφατικά ότι «το Δημόσιον χρήματα δεν έχει!» και υπενθυμίζοντας ότι στην περιοχή υπάρχει ένα «τυραννικό καθεστώς» ομηρείας πολλών ετών, διότι παρότι έχει γίνει μερική απαλλοτρίωση δεν έχουν δοθεί αποζημιώσεις και από την άλλη απαγορεύεται η οικοδομική δραστηριότητα, ενώ οικόπεδα που αγοράστηκαν από την αρχαιολογική υπηρεσία δεν έχει υπάρξει έως τώρα αξιοποίησή τους.
Όσο η συζήτηση προχωρά, τα αίματα ανάβουν, η αντιπαράθεση οξύνεται και οι ήπιες φωνές, οι οποίες υπηρετούν την άποψη μίας μέσης λύσης, που να ενθαρρύνει την αρχαιολογική έρευνα με σεβασμό στην ιστορική φυσιογνωμία της Πλάκας, επεμβαίνουν πυροσβεστικά και κρατούν τον διάλογο σε επίπεδο κοσμιότητας. Είναι οι ομιλητές, που εμφανίζονται συμβιβαστικοί και προτείνουν ενδιάμεσες λύσεις (Κριεζής, Ζήβας, Παπαθεοδώρου, Παπαγεωργίου-Βενετάς, Δωρής, Κοντολέων, Μαρινάτος). Οι αρχαιολόγοι -ως εκ πείρας γνώστες- εμφανίζονται επιφυλακτικοί ως προς το αποτέλεσμα μίας ευρείας ανασκαφικής έρευνας. «Το πρόβλημα είναι ιστορικό και αρχαιολογικό, αλλά και κοινωνικό […] Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι εις την πόλιν των Αθηνών η ιερά αυτή συνοικία πρέπει να αποδοθεί οπωσδήποτε όχι μόνον εις την επιστήμην αλλά και εις την ζωήν. Είναι δε δυνατά και τα δύο αυτά. Χρειάζεται μία ριζική απαλλοτρίωσις και η απαλλοτρίωσις αυτή δεν πρέπει καν, όπως διάβασα κάπου, να γίνει δια παγκοσμίου εράνου! Πρέπει το Δημόσιον να εγγράψη επί 10ετίαν εις τον προϋπολογισμόν του ένα ποσόν 150.000-200.000 δραχμών, το οποίον θα είναι υπεραρκετόν διά να συντελεσθή αυτή η απαλλοτρίωσις εντός ημισείας γενεάς».
Στο τραπέζι πέφτουν διάφορες απόψεις, όπως η διατήρηση μόνο των όψεων των κτηρίων, «δίκην ιστορικού ατμοσφαιρικού σκηνικού», η αγορά μόνο υπογείων για λόγους αρχαιολογικής έρευνας, παραδείγματα κατεστραμμένων παλαιών πόλεων του εξωτερικού, που ανοικοδομήθηκαν κατά τις ιστορικές επιταγές, η εν γένει διατήρηση ή ισοπέδωση της Πλάκας και τόσα άλλα, που εντέλει μόνον απάντηση στον αρχικό προβληματισμό δεν θέτουν, όπως έκπληκτος θα διατυπώσει ο συμμετέχων, τεχνικός σύμβουλος του υφυπ. Δημοσίων Έργων, Κομματάς: «Μα, εδώ ήρθαμε για να συζητήσουμε πώς μπορούμε να σώσουμε την Πλάκα. Όχι να την εξαφανίσουμε!».
Στο κλείσιμο της μακράς συζήτησης, ο δήμαρχος Πλυτάς θα εισηγηθεί τη σύσταση φορέα, νομικού προσώπου Δημοσίου Δικαίου, που θα μελετήσει και θα αναλάβει να διεκπεραιώσει «τη βρόμικη δουλειά», όποια κι αν είναι αυτή.
Δεν θα ληφθούν αποφάσεις, αλλά αυτή η διήμερη διερεύνηση του θέματος, αν μη τι άλλο, θα προσφέρει πολλά στον παρατηρητή του μέλλοντος. Τόσο για τις παθιασμένες, στα όρια της εμμονής, απόψεις περί σχεδόν κατεδάφισης της Πλάκας στον βωμό της επιστήμης όσο και για την καταγγελτική αξιολόγηση μίας νέας κατάστασης, που στο μισό του επόμενου αιώνα πρόκειται να αποτελέσει καθεστώς, το οποίο όχι μόνον δεν θα υποβιβάζει την ιστορικότητα της περιοχής, αλλά θα εκτινάσσει στα ύψη και την αγοραστική της αξία…
Πού να το φανταζόταν τότε το μέλος της Κομητείας Τοπίου, αρχιτέκτων Αγ. Σιάγας, όταν οργίλος περιέγραφε, ως κατάντια, την πλακιώτικη εικόνα της εποχής…
«Όσοι ζουν στην Πλάκα, όσοι την βιούν μέρες και νύχτες, βλέπουν και ακούουν σε αυτήν πολλά και φοβερά. Βλέπουν ταβέρνες και νάιτ κλαμπ κολλητά σε αυλόγυρους εκκλησιών, όπου μεγιστάνες του πλούτου και της υψηλής Τέχνης, ου μην της διεθνούς αλητείας, μαίνονται και κορυβαντιούν την ώρα που στις διπλανές εκκλησίες αναμέλπεται το “Σήμερον κρεμάται επί ξύλου”. Ακούουν τον πλάγιον του τετάρτου ήχου να αναμιγνύεται με τον βαρύν των μπουζουκιών […] Μέσα στον ναό έπαρσις των χειρών, θυσία εσπερινή, ταυτόχρονα στον αυλόγυρο το “Στρώσε το στρώμα σου για δυο” εις τη διαπασών τα μεγάφωνα της διπλανής Πλακοταβέρνας!».
Πηγή: ΑΠΕ, κείμενο Τόνια Α. Μανιατέα