Οι ανασκαφικές έρευνες στην κορυφή του λόφου Παπούρα, σε υψόμετρο 494 μέτρων ΒΔ της κωμόπολης Καστελλίου και του υπό κατασκευή αεροδιαδρόμου, έφεραν στο φως ένα εντυπωσιακό μινωικό εύρημα.
Πρόκειται για ένα μνημειακό αρχιτεκτονικό σύνολο, σε κυκλικό σχήμα, μοναδικό για την μινωική αρχαιολογία, διαμέτρου περίπου 48 μ που καλύπτει επιφάνεια περίπου 1800 τμ. Το μινωικό οίκημα βρίσκεται στο πιο ψηλό σημείο του λόφου, σε τμήμα της κορυφής που είχε απαλλοτριωθεί για την τοποθέτηση Συστημάτων Επιτήρησης (ραντάρ) του νέου αερολιμένα.
Προκειμένου να αξιολογηθεί το εύρημα και να προγραμματιστεί η συνέχεια του έργου της κατασκευής του αεροδρομίου, πραγματοποιήθηκε ευρεία σύσκεψη στο εργοτάξιο του υπό κατασκευή αεροδρομίου και αυτοψία στο λόφο με την συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων μερών υπό την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη και τον υφυπουργό Υποδομών και Μεταφορών Νίκο Ταχιάο.
Κατά τη διάρκεια της σύσκεψης, η Λίνα Μενδώνη δήλωσε ότι η έρευνα πρέπει να συνεχιστεί, ώστε να μπορέσουν οι ανασκαφείς να ερμηνεύσουν το εύρημα, και φυσικά να διασωθεί δεδομένης της μοναδικότητάς του.
Το πρώτο μνημείο αυτού του τύπου που έχει εντοπιστεί και ανασκάπτεται στην Κρήτη
Σύμφωνα με το υπουργείο, η μνημειώδης αυτή κατασκευή αποτελείται από 8 επάλληλους λιθόκτιστους δακτυλίους -μέσου πάχους 1,40μ., και μεγ. εκτιμώμενου σωζόμενου ύψος 1,7μ.- αναπτυγμένους σε διαφορετικά υψομετρικά επίπεδα.
Οι δακτύλιοι διαμορφώνουν στο κέντρο ένα κυκλικό κτίσμα (ζώνη Α) διαμέτρου 15 μ. με εκφορική δόμηση, το εσωτερικό του οποίου (διαμέτρου 9 μ.) χωρίζεται σε 4 τεταρτημόρια.
Η ζώνη Α περιβάλλεται από μία δεύτερη κύρια ζώνη (ζώνη Β, μεγ. πλάτους 6,9), στην οποία ακτινωτοί τοίχοι τέμνουν κάθετα τους δακτύλιους των χαμηλότερων επιπέδων διαμορφώνοντας μικρότερους χώρους.
Με την πρόοδο της ανασκαφής αποκαλύπτεται μια σχεδόν δαιδαλώδης διάρθρωση, καθώς οι χώροι επικοινωνούν μεταξύ τους με στενά ανοίγματα. Στη ΝΔ και ΒΔ παρειά αποκαλύφθηκαν δύο πιθανές κύριες είσοδοι προς τις κεντρικές ζώνες.
Η κύρια περίοδος χρήσης φαίνεται πως ήταν μεταξύ (2000-1700π.Χ.), δηλαδή πιθανώς θεμελιώθηκε λίγο πριν ή στην αρχή της παλαιοανακτορικής περιόδου (ΜΜΙ – ΙΙ), ενώ η παρουσία νεοανακτορικής κεραμεικής στο στρώμα καταστροφής, δηλώνει ότι η χρήση του μνημείου συνεχίστηκε και την περίοδο των νέων ανακτόρων.
Καθώς σε αυτή τη φάση η ανασκαφική έρευνα είναι ακόμη σε εξέλιξη, δεν είναι δυνατόν προς το παρόν να προσδιοριστεί η αρχική μορφή ή και το συνολικό ύψος της κατασκευής. Η στέγασή της κεντρικής ζώνης, όπως υποδεικνύει το εκφορικό σύστημα δόμησης, πιθανά ήταν είτε σε σχήμα κόλουρου κώνου, είτε και θολωτή. Οι δύο ζώνες Α και Β που σχηματίζουν οι ανώτεροι δακτύλιοι φαίνεται να αποτελούν την κύρια εστία δραστηριοτήτων. Η ποσότητα και το είδος των ευρημάτων, καθώς και η παρουσία μεγάλης ποσότητας ζωικών οστών, δεν υποδηλώνει -έως σήμερα- διαρκή οικιστική χρήση, αλλά πιθανόν περιοδική χρήση εν είδει τελετουργικών πιθανά δρώμενων, που αφορούσαν κατανάλωση τροφής, οίνου ίσως και προσφορών.
Πρόκειται για το πρώτο μνημείο αυτού του τύπου που έχει εντοπιστεί και ανασκάπτεται στην Κρήτη. Το μέγεθος, η αρχιτεκτονική του διάρθρωση και η επιμελημένη κατασκευή προϋποθέτει σημαντική εργασία, εξειδικευμένη εμπειρία και μια ισχυρή κεντρική διοίκηση, που οργάνωσε την κατασκευή του. Το βέβαιο είναι ότι πρόκειται για κάποιου τύπου κοινοτικό κτήριο – ορόσημο για την ευρύτερη περιοχή της Πεδιάδας.
Το γεγονός ότι η κατασκευή είναι μνημειακή και περίοπτη πιθανόν δείχνει τη σημασία της θέσης, αλλά και το εύρος του πληθυσμού που θα εξυπηρετούσε.