Ατεκμηρίωτο χαρακτηρίζει το «Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών – ΕΝΑ» τόσο τον ισχυρισμό που αποδίδει σε υψηλές δημόσιες δαπάνες τα δημοσιονομικά ελλείμματα που οδήγησαν στην υπερχρέωση της χώρας και τελικά στην κρίση, όσο και τον ισχυρισμό ότι η φορολογική επιβάρυνση έχει αυξηθεί σημαντικά και οι «Έλληνες υπερφορολογούνται».
Με βάση τα εμπειρικά δεδομένα και τη σύγκριση των δημοσιονομικών επιδόσεων σε Ελλάδα και ευρωζώνη, οι δύο αυτοί ισχυρισμοί δεν τεκμηριώνονται, αναφέρει το Ινστιτούτο.
Συγκεκριμένα, στην εργασία του Ινστιτούτου με τίτλο «Δημοσιονομικές Επιδόσεις Πριν και Μετά την Ελληνική Κρίση: Συμβατικές Προσεγγίσεις και Εμπειρία» ελέγχεται η εγκυρότητα δύο ερμηνειών των δημοσιονομικών επιδόσεων της χώρας που τυγχάνουν ιδιαίτερης προβολής στον δημόσιο διάλογο: Η πρώτη αφορά την προ της κρίσης περίοδο και αποδίδει στις υψηλές δημόσιες δαπάνες τα δημοσιονομικά ελλείμματα που οδήγησαν στην υπερχρέωση της χώρας και τελικά στην κρίση. Σύμφωνα με τη, χρονικά πιο πρόσφατη, δεύτερη, η φορολογική επιβάρυνση έχει αυξηθεί σημαντικά και οι «Έλληνες υπερφορολογούνται».
Σύμφωνα με τον Ινστιτούτο, το επιχείρημα ότι οι δημόσιες δαπάνες είναι υψηλές και ότι σε αυτές οφείλονται τα δημοσιονομικά ελλείμματα τείνει να ανακυκλώνεται ανά περιόδους, ανεξάρτητα από το εάν τα εμπειρικά δεδομένα το επιβεβαιώνουν, καθώς εδράζεται στις πιο δημοφιλείς θέσεις της κυρίαρχης οικονομικής σκέψης:
Ο ρόλος του κράτους είναι να διορθώνει τις ατέλειες των αγορών και να αίρει τα εμπόδια για την απρόσκοπτη λειτουργία τους, ενώ οποιαδήποτε άλλη δαπάνη δημιουργεί αντικίνητρα για εργασία, επενδύσεις και επιχειρηματική δραστηριότητα και δημιουργεί προϋποθέσεις αστάθειας. Η διεθνής εμπειρία ωστόσο, τονίζει το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών, «έχει δείξει ότι τα ανεπτυγμένα αστικά κράτη επί δεκαετίες διαθέτουν ισχυρά και γενναιόδωρα κράτη πρόνοιας χωρίς την παρουσία υπερβολικών ελλειμμάτων.
Σε ό,τι αφορά την περίπτωση της Ελλάδας, είδαμε ότι οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν είτε χαμηλότερες είτε στα ίδια επίπεδα με τον μέσο όρο των χωρών της ΟΝΕ, ενώ αντίθετα τα δημόσια έσοδα ήταν αυτά που διαχρονικά υστερούσαν, ως απόρροια της υποφορολόγησης, της εισφοροδιαφυγής και της φοροδιαφυγής».
Όσο για το πιο πρόσφατο επιχείρημα ότι στην Ελλάδα υπάρχει υπερφορολόγηση «δεν τεκμηριώνεται γενικά με βάση τα εμπειρικά δεδομένα» προσθέτει το Ινστιτούτο: «η υπέρβαση των φορολογικών εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ του μέσου όρου της ευρωζώνης το 2016 οφείλεται αποκλειστικά στους έμμεσους φόρους και συγκεκριμένα στον ΦΠΑ, καθώς όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες φόρων εξακολουθούν να υστερούν σε σύγκριση με τους μέσους όρους της ευρωζώνης.
Οι φόροι εισοδήματος, ειδικά των φυσικών προσώπων, είναι αυτοί που εξακολουθούν να υστερούν σημαντικά, παρά τη μικρή τάση σύγκλισης, ενώ οι φόροι εισοδήματος νομικών προσώπων βρίσκονται ελαφρώς χαμηλότερα του μέσου όρου» επισημαίνει το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών.
Αναλυτικότερα, το Ινστιτούτο σημειώνει ότι με εξαίρεση τα έσοδα από τον ΦΠΑ, όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες εσόδων παραμένουν σε χαμηλότερα από τα ευρωπαϊκά επίπεδα, παρά τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές σε κάποιες από αυτές. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει την ύπαρξη φοροδιαφυγής αλλά και συρρίκνωσης του αριθμού των φορολογουμένων.
Η δομή των φόρων πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης δεν παρουσιάζει σημαντικές διαφορές (τουλάχιστον όχι εμφανείς σε αυτό το επίπεδο ανάλυσης), ενώ οι υστερήσεις διατηρούνται και αυτές σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής είναι η μόνη λύση για την ανακούφιση των πιο επιβαρυμένων στρωμάτων αλλά και τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών, ώστε το κράτος να μπορέσει να επιτελέσει και τους αναπτυξιακούς του σκοπούς, καταλήγει το Ινστιτούτο-ΕΝΑ στην εργασία του «Δημοσιονομικές Επιδόσεις Πριν και Μετά την Ελληνική Κρίση: Συμβατικές Προσεγγίσεις και Εμπειρία».