Η Τράπεζα της Αγγλίας προειδοποίησε σήμερα ότι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα «έχουν αρχίσει να εκδηλώνονται» μετά τη νίκη του Brexit και αποφάσισε ως εκ τούτου να χαλαρώσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις τράπεζες ώστε να τις παρακινήσει να δανείζουν για να στηρίξουν τη βρετανική οικονομία.
Ενώπιον της «πρόκλησης» που αντιπροσωπεύει το Brexit, το μέτρο που ελήφθη από την κεντρική τράπεζα αναμένεται ότι θα επιτρέψει να αποδεσμευτεί επιπλέον δανειακή δυνατότητα 150 δισεκ. λιρών (178,9 δισεκ. ευρώ) τα οποία θα καταστεί δυνατό να χορηγηθούν στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Συγκεκριμένα, η Επιτροπή Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (FPC) της Τράπεζας της Αγγλίας αποφάσισε να μειώσει από το 0,5% στο 0% το κεφαλαιακό «μαξιλάρι» ασφαλείας που επιβάλλεται στις τράπεζες για να τις αναγκάσει να προετοιμαστούν για πιθανές αναταράξεις.
Η κεντρική τράπεζα είχε αποφασίσει να αυξήσει αυτή την ειδική απαίτηση τον Μάρτιο και αυτό το μέτρο θα έπρεπε να τεθεί σε ισχύ επισήμως στις 29 Μαρτίου του 2017, αλλά έκτοτε έκρινε ότι οι τράπεζες θα πρέπει να αποδεσμευθούν από αυτόν τον πρόσθετο περιορισμό προκειμένου να μπορούν να διαδραματίζουν πλήρως το ρόλο τους ως πνευμόνων της οικονομίας.
Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασής της στις 28 Ιουνίου και την 1η Ιουλίου, το αποτέλεσμα της οποίας παρουσιάστηκε σήμερα, η επιτροπή της Τράπεζας της Αγγλίας παρατήρησε «ενδείξεις ότι συγκεκριμένοι κίνδυνοι άρχισαν να εκδηλώνονται» για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα μετά το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου.
Μεταξύ της ημερομηνίας του δημοψηφίσματος και της 1ης Ιουλίου, η στερλίνα κατέγραψε κατά μέσο όρο πτώση 9%, ενώ η μεταβλητότητά της έναντι του δολαρίου ανήλθε σε ιστορικά υψηλό επίπεδο, τόνισε η Τράπεζα της Αγγλίας, που επεσήμανε επίσης ότι η αξία των μετοχών των μεγάλων τραπεζών μειώθηκε κατά μέσο όρο κατά 20%, ενώ η απόδοση των 10ετών βρετανικών ομολόγων μειώθηκε κατά 52 μονάδες βάσης.
«Αυτές οι κινήσεις αντανακλούν μια αύξηση στα ασφάλιστρα κινδύνου (risk premia) για τα βρετανικά περιουσιακά στοιχεία, μια εκτιμώμενη ασθενέστερη προοπτική ανάπτυξης και την αναμονή κάποιας μελλοντικής επιδείνωσης στις συνθήκες εμπορίου και προσφοράς του Ηνωμένου Βασιλείου».