«Η Ελλάδα επιστρέφει στις αγορές κεφαλαίων για να δανειστεί χρήματα», αναφέρει ρεπορτάζ του BBC.
«Ο Οργανισμός Διαχείρισης του Δημοσίου Χρέους ανακοίνωσε σχέδια για την πώληση ομολόγων τα οποία θα αποπληρωθούν σε πέντε χρόνια. Αυτή είναι η πρώτη πώληση κρατικού χρέους από το 2014, όταν η Ελλάδα έκανε μια σύντομη επιστροφή στις αγορές», σημειώνεται στο ρεπορτάζ του Άντριου Ουόκερ (Andrew Walker) στην έκδοση του BBC World Service στο Διαδίκτυο. «Αυτό θεωρείται ένα σημαντικό ορόσημο για την Ελλάδα», προστίθεται.
«Το τρέχον, τρίτο μνημόνιο αναμένεται να τερματιστεί την επόμενη χρονιά, και με το θα “τερματιστεί” εννοούμε ότι θα γίνει η τελευταία εκταμίευση της δόσης της Ελλάδας. Η τελική αποπληρωμή (των δανείων) θα γίνει σε πάνω από 40 χρόνια από τώρα», αναφέρει ο Ουόκερ αφού παραθέτει ένα ιστορικό της κρίσης χρέους και τα μεγέθη των μνημονίων.
«Όταν τερματιστούν οι εκταμιεύσεις των δόσεων, ο στόχος είναι η ελληνική κυβέρνηση να είναι σε θέση να καλύπτει όλες τις χρηματοδοτικές της ανάγκες από τη φορολογία και με δανεισμό από τις αγορές. Αυτό που κάνει τώρα η Ελλάδα είναι ότι βάζει “ένα δάχτυλο στο νερό”, μια προσπάθεια να πάρει μια ένδειξη του πόσο καλά θα μπορούσε να πάει αυτή η διαδικασία», αναφέρει ο οικονομικός συντάκτης του BBC.
«Είναι διαδεδομένη η άποψη ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί ελάφρυνση χρέους. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) είναι αυτό που επιμένει περισσότερο» στο ζήτημα αυτό, προσθέτει ο Ουόκερ.
«Μέχρι πρόσφατα, το ΔΝΤ είχε αρνηθεί να συνεισφέρει στη χρηματοδότηση του τρίτου πακέτου στήριξης χωρίς αυτήν. Αυτό στο οποίο συμφώνησε τώρα το Ταμείο είναι μια “καταρχήν” δέσμευση – μια ένδειξη ότι το Ταμείο θα συμβάλλει (σ.σ. στον δανεισμό), εάν επιβεβαιωθεί την επόμενη χρονιά η ελάφρυνση χρέους», συνεχίζει το κείμενο.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα επτά χρόνια των μνημονίων τα δημοσιονομικά της Ελλάδας βελτιώθηκαν. Το τεράστιο έλλειμμα έφυγε από τη μέση. Πέρυσι υπήρξε ένα μικρό πλεόνασμα. Φέτος η Ελλάδα πιθανόν θα έχει και πάλι έλλειμμα, αλλά θα είναι μικρό, περί το 1,5% σύμφωνα με το ΔΝΤ», αναφέρει ο Άντριου Ουόκερ. «Η προσαρμογή ήταν οδυνηρή. Η οικονομία συρρικνώθηκε κατά πάνω από 25% σε σχέση με τα επίπεδα πριν από την κρίση και οι κρατικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 30% και πλέον σε πραγματικές τιμές», κάτι που αντανακλά «τη μείωση της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα, τις περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, και τη μείωση των δημόσιων υπηρεσιών» που παρέχονται στους πολίτες, προστίθεται.
«Το ποσοστό της ανεργίας είναι πάνω από 20% και μεταξύ των νέων πλησιάζει το 50%», αναφέρει ο Ουόκερ.
«Μπορεί λοιπόν η Ελλάδα να χρηματοδοτείται μόνη της από την επόμενη χρονιά; Οι επενδυτές που θα αγοράσουν τα νέα ομόλογα είτε θεωρούν ότι μπορεί, ή υποθέτουν ότι η Ελλάδα θα λάβει νέα δάνεια (σ.σ. από την ευρωζώνη) ή ελάφρυνση χρέους στον βαθμό που χρειάζεται για να εξασφαλιστεί ότι θα μπορεί να καλύπτει τις δεσμεύσεις της για την αποπληρωμή των οφειλών της», προστίθεται στο κείμενο.
«Κι αυτοί τι έχουν να κερδίσουν; Η απόδοση που θα λάβουν, υπό την προϋπόθεση ότι οι πληρωμές θα γίνουν βάσει των δεσμεύσεων, θα είναι υψηλότερη από εκείνη που μπορούν να περιμένουν από τα ομόλογα άλλων χωρών της ευρωζώνης», συνεχίζει το κείμενο.
«Κοιτώντας τα 10ετή ομόλογα που διατίθενται στην αγορά, η ετήσια απόδοση των ελληνικών είναι περίπου 5%. Στις άλλες μνημονιακές χώρες είναι περίπου 3% για την Πορτογαλία, 1,5% για την Ισπανία και κάτω από το 1% για την Ιρλανδία».
«Ο λόγος που η απόδοση είναι σχετικά ελκυστική είναι πως υπάρχει ακόμη κάποιος κίνδυνος που συνδέεται με την αγορά ελληνικού κρατικού χρέους. Ο ένας είναι πως η οικονομική προοπτική είναι ακόμη πολύ αβέβαιη», αναφέρει ο οικονομικός συντάκτης του BBC, καθώς ακόμη «δεν έχει υπάρξει σταθερή ανάπτυξη».
«Μολαταύτα το γεγονός ότι η Ελλάδα μπορεί να εξετάσει σοβαρά το να επιστρέψει στις αγορές δανεισμού είναι μια κάποια πρόοδος», κάτι που είναι «ίσως ακόμα πιο εκπληκτικό διότι αυτή η εξέλιξη καταγράφεται επί των ημερών της κυβέρνησης ενός κόμματος, του ΣΥΡΙΖΑ, που κέρδισε τις εκλογές με ένα ριζοσπαστικό αριστερό πρόγραμμα εναντίον της λιτότητας», γράφει ο Ουόκερ.
«Για τους Έλληνες, που υπομένουν εδώ και πολύ καιρό, ο δρόμος για την ανάκαμψη στην καλύτερη περίπτωση μόλις αρχίζει», καταλήγει το κείμενο.