Στην Ελληνική κυβέρνηση που δέχθηκε τα υψηλά μεσοπρόθεσμα πρωτογενή στο 3,5% και το δημοσιονομικό κόφτη των δαπανών επιρρίπτει το ΔΝΤ την συνεχιζόμενη λιτότητα. Παράλληλα, επιμένει πως μέτρα όπως η μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου και πρέπει να νομοθετηθούν άμεσα.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Μορίς Ομπστφελντ, και ο διευθυντής Ευρώπης του Ταμείου, Πόλ Τόμσεν με άρθρο που συνυπογράφουν καλύπτουν την έως τώρα στάση του ταμείου λέγοντας ότι το ΔΝΤ δεν ζητάει περισσότερη λιτότητα αλλά συγκεκριμένα μεταρρυθμίσεις οι οποίες σε συνδυασμό και με ήπια πρωτογενή πλεονάσματα όπως το 1,5% του προβλέπει το ταμείο μπορούν να δώσουν σταθερές αναπτυξιακές προοπτικές στην Ελληνική οικονομία.
Αναλυτικότερα, με άρθρο – παρέμβαση που δημοσίευσαν αργά σήμερα το βράδυ στο blog του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου οι Πολ Τόμσεν (επικεφαλής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του ΔΝΤ) και Μορίς Όμπστφελντ οικονομικός σύμβουλος του ΔΝΤ, υποστηρίζουν ότι το Ταμείο δεν απαιτεί πρόσθετη λιτότητα για την Ελλάδα. Επαναλαμβάνουν ότι ο στόχος για πρωτογενές πλέονασμα 3,5% του ΑΕΠ που έχει τεθεί στο πρόγραμμα του ESM θα επιφέρει νέα μέτρα λιτότητας τα οποία θα παρεμπόδιζαν την ανάκαμψη της οικονομίας. Αναφέρουν ότι” παρά την περί αντιθέτου εισήγηση από το ΔΝΤ, η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς στην περαιτέρω προσωρινή συμπίεση των δαπανών εάν χρειαστεί προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος του 3,5%”.
Εκτιμούν ότι με τα υφιστάμενα μέτρα του προγράμματος το πρωτογενές πλεόνασμα το 2018 θα διαμορφωθεί στο 1,5% του ΑΕΠ. Επισημαίνουν δε ότι η διατήρηση του στόχου 3,5% θα έχει αρνητικές συνέπειες στην ανάκαμψη της οικονομίας. Ωστόσο όπως αναφέρουν ακόμη και πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% η ανάπτυξη θα είναι αμφίβολη αν δεν προχωρήσουν μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό και στις συντάξεις.
Ωστόσο προκειμένου να γίνει ο προϋπολογισμός πιο δίκαιος και φιλικός προς την ανάπτυξη μεταξύ άλλων προτείνουν.
Α. Τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης καθώς όπως αναφέρουν η Ελλάδα παρέχει εξαιρετικά γενναιόδωρες φορολογικές εκπτώσεις, οι οποίες επιτρέπουν πάνω από τους μισούς μισθωτούς να εξαιρούνται από τη φορολογία εισοδήματος Αντίθετα, στην Πορτογαλία και στην Ιρλανδία μόνο το 5% και το 6% αντίστοιχα της 2 φορολογικής βάσης εξαιρείται (ο μέσος όρος στην υπόλοιπη Ευρωζώνης είναι περίπου 8%). Σε ονομαστικούς όρους, το αφορολόγητο όριο των 8.750 ευρώ είναι ανάμεσα στα πιο υψηλά της Ευρωζώνης, υψηλότερο και από αυτά της Γερμανίας, της Ιταλίας ή της Ισπανίας. Αυτό συνεπάγεται επίσης ότι η φορολογία είναι εξαιρετικά ασύμμετρη στην Ελλάδα, με το υψηλότερο δεκατημόριο των μισθωτών να αναλογεί σχεδόν στο 60% των εσόδων από τη φορολογία του εισοδήματος. Είναι όντως αλήθεια ότι αυτοί που κερδίζουν περισσότερα θα πρέπει να συνεισφέρουν περισσότερο. Όμως οι εξαιρετικά γενναιόδωρες εξαιρέσεις της μεσαίας τάξης που ισχύουν στην Ελλάδα δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με επιχειρήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και ορθότητας.
Β. Στον τομέα των δαπανών παραδέχονται ότι , τα τελευταία χρόνια οι δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες έχουν περικοπεί δραματικά και σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά πρότυπα τώρα έχουν φτάσει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα Ωστόσο εκτιμούν ότι ότι αυτή η συμπίεση δεν μπορεί να διατηρηθεί, όπως άλλωστε φαίνεται και από τα παράπονα ότι τα νοσοκομεία λειτουργούν χωρίς σύριγγες, τα λεωφορεία είναι ακινητοποιημένα λόγω έλλειψης ανταλλακτικών, κλπ. Εξαιτίας λοιπόν αυτής της κατάστασης, θεωρούν ανεπιθύμητη την περαιτέρω μείωση των δαπανών κατά 2% το ΑΕΠ μέχρι το 2018, όπως προσδοκούν οι αρχές.
Γ. Στο ασφαλιστικό υποστηρίζουν ότι , οι συνταξιοδοτικές δαπάνες παραμένουν δυσβάσταχτες. Η Ελλάδα κατά μέσο όρο καταβάλει το 11% του ΑΕΠ της για συντάξεις όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε είναι 2,5% Εκτιμούν ότι η πρόσφατη μεταρρύθμιση που στοχεύει στη μείωση των δημοσιονομικών μεταβιβάσεων στο συνταξιοδοτικό σύστημα κατά περίπου 1% του ΑΕΠ, απέχει κατά πολύ από την αντιμετώπιση του προβλήματος (έλλειμμα σχεδόν 11% του ΑΕΠ). Επισημαίνουν ότι “Όπως και με το φορολογικό σύστημα, η διατήρηση τόσο υψηλών συντάξεων με την παράλληλη άρνηση πρόσβασης του πληθυσμού σε βασικές κοινωνικές παροχές δεν είναι ούτε δίκαιη, ούτε κοινωνικά βιώσιμη.”
Εν κατακλείδι ζητούν από τις αρχές να μειώσουν περαιτέρω τις τρέχουσες συντάξεις και να αυξήσουν τις δαπάνες σε ένα σύγχρονο και καλά-στοχευμένο σύστημα πρόνοιας για να προστατέψουν αυτούς που πραγματικά έχουν ανάγκη.
Όσον αφορά στις επιπτώσεις όλων των παραπάνω στο Δημόσιο Χρέος, τα στελέχη του ΔΝΤ υποστηρίζουν ότι το Δημόσιο Χρέος της Ελλάδος είναι εξαιρετικά μη βιώσιμο και καμία από τις παραπάνω μεταρρυθμίσεις δεν θα το καταστήσουν βιώσιμο αν δεν συνοδευτούν με μία σημαντική ελάφρυνση του. Όμως ισχύει και το αντίστροφο, δηλαδή όσο σημαντική και αν είναι η ελάφρυνση του Χρέους η Ελλάδα δεν μπορεί να επιστρέψει σε ένα δρόμο δυναμικής ανάπτυξης αν δεν προχωρήσει ταυτοχρόνως σε μεταρρυθμίσεις. Υποστηρίζουν δε ότι όσο υψηλότερα θα είναι τα πρωτογενή πλεονάσματα που θα συμφωνηθούν τόσο μικρότερη ελάφρυνση του Δημόσιου Χρέους θα απαιτείται προκειμένου να καταστεί βιώσιμο.
Ολόκληρο το άρθρο έχει ως εξής:
«Η Ελλάδα βρίσκεται για μια ακόμη φορά στα πρωτοσέλιδα καθώς εντείνονται οι συζητήσεις για την δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ). Δυστυχώς, οι συζητήσεις έχουν δημιουργήσει επίσης κάποια παραπληροφόρηση σχετικά με το ρόλο και τις απόψεις του ΔΝΤ.
Το ΔΝΤ επικρίνεται κυρίως ότι απαιτεί περισσότερη δημοσιονομική λιτότητα, και συγκεκριμένα ότι το θέτει σαν προϋπόθεση για την επείγουσα ελάφρυνση του χρέους. Αυτό δεν είναι αλήθεια και πρέπει να παρασχεθούν διευκρινήσεις.
Το ΔΝΤ δεν απαιτεί περισσότερη λιτότητα. Αντίθετα, όταν η ελληνική κυβέρνηση στο πλαίσιο του προγράμματος του ΕΜΣ συμφώνησε με τους Ευρωπαίους εταίρους της να σπρώξει την ελληνική οικονομία προς ένα πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα 3,5% μέχρι το 2018, προειδοποιήσαμε ότι αυτό θα δημιουργούσε ένα επίπεδο λιτότητας που θα εμπόδιζε την εδραίωση της εκκολαπτόμενης ανάκαμψης.
Προβλέψαμε ότι τα μέτρα του προγράμματος του ΕΜΣ θα οδηγούσαν σε πλεόνασμα μόλις 1,5% του ΑΕΠ και αναφέραμε ότι αυτό θα μας αρκούσε για να στηρίξουμε ένα πρόγραμμα. Δεν ζητήσαμε πρόσθετα μέτρα για την επίτευξη μεγαλύτερου πλεονάσματος. Όμως, αντίθετα προς τις συμβουλές μας, η Ελληνική Κυβέρνηση συμφώνησε με τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς στο να συμπιέσει προσωρινά περαιτέρω τις δαπάνες, αν χρειάζονταν για να διασφαλιστεί ότι το πλεόνασμα θα έφτανε στο 3,5 τοις εκατό του ΑΕΠ.
Δεν έχουμε αλλάξει την άποψή μας ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται περισσότερη λιτότητα αυτή τη στιγμή. Οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι το ΔΝΤ είναι αυτό που ζητάει κάτι τέτοιο αντιστρέφει την αλήθεια.
Κάνοντας τον Ελληνικό προϋπολογισμό πιο φιλικό προς [την] ανάπτυξη και πιο δίκαιο
Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να κάνει περισσότερα πράγματα από δημοσιονομικής πλευράς. Η Ελλάδα χρειάζεται ακόμη να μεταρρυθμίσει τη δομή των φόρων και των δαπανών της –τον τρόπο δηλαδή που η κυβέρνηση εισπράττει τα έσοδά της και σε τι τα ξοδεύει- γιατί αμφότεροι οι τομείς είναι κατά πολύ μη-φιλικοί προς την ανάπτυξη και τη δικαιοσύνη. Όμως ο σκοπός των μέτρων που ζητάμε δεν είναι για τη δημιουργία περισσότερης λιτότητας ή μεγαλύτερου πρωτογενούς πλεονάσματος. Αντιθέτως, οι ωφέλειες από αυτές τις μεταρρυθμίσεις πρέπει να χρησιμοποιηθούν πλήρως για την αύξηση των δαπανών ή για την περικοπή [των] φόρων ώστε να στηριχθεί η ανάπτυξη. Κατά τη γνώμη μας, μεταρρυθμίσεις σαν αυτές που προτείνουμε είναι απαραίτητες: δεν πιστεύουμε ότι η Ελλάδα μπορεί να φτάσει κοντά στη διατήρηση ακόμη και ενός ήπιου πρωτογενούς πλεονάσματος και στην επίτευξη του φιλόδοξου μακροπρόθεσμου αναπτυξιακού στόχου της χωρίς τη ριζική αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα. Αυτό δεν πρέπει –και δεν μπορεί- να γίνει μέσα σε μια ημέρα, όμως είναι πολύ σημαντικό να υιοθετηθεί τώρα ένα σχέδιο για να δημιουργηθεί μια δομή στα οικονομικά του δημοσίου, η οποία μεσοπρόθεσμα [θα] είναι πιο φιλική προς την ανάπτυξη και πιο δίκαιη.
Γιατί δεν είναι φιλικός προς την ανάπτυξη ο τρέχων προϋπολογισμός που έχει συμφωνηθεί; Αν και η Ελλάδα έχει αναλάβει μια τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή, το πράττει διαρκώς χωρίς να αντιμετωπίζει δύο σημαντικά προβλήματα –το καθεστώς φορολογίας εισοδήματος που εξαιρεί πάνω από τα μισά νοικοκυριά από οποιαδήποτε υποχρέωση (ο μέσος όρος στην υπόλοιπη Ευρωζώνη είναι 8 τοις εκατό), και το εξαιρετικά γενναιόδωρο συνταξιοδοτικό σύστημα που κοστίζει στον προϋπολογισμό σχεδόν 11% του ΑΕΠ ετησίως (σε αντίθεση με τον μέσο όρο στην υπόλοιπη Ευρωζώνη που είναι 2¼ του ΑΕΠ). Αντί να αντιμετωπίσει αυτά τα δύσκολα προβλήματα, η Ελλάδα προχώρησε σε βαθιές περικοπές στις επενδύσεις και στις αποκαλούμενες διακριτικές δαπάνες. Το έχει κάνει δε σε τέτοια έκταση που η φθίνουσα υποδομή εμποδίζει την ανάπτυξη, και η παροχή δημόσιων υπηρεσιών, όπως οι μεταφορές και η ιατρική περίθαλψη, έχουν τεθεί σε κίνδυνο.
Νομίζουμε ότι αυτές οι περικοπές έχουν ήδη τραβήξει πολύ μακριά, όμως το πρόγραμμα του ΕΜΣ αναλαμβάνει ακόμη περισσότερες με την αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% του ΑΕΠ, να επιτυγχάνεται με περισσότερες περικοπές σε επενδύσεις και σε διακριτικές δαπάνες. Ίσως, με Ηράκλεια προσπάθεια, η Ελλάδα θα μπορούσε βραχυπρόθεσμα να καταφέρει εκείνες τις περικοπές δαπανών που χρειάζονται για να πετύχει ένα έλλειμμα 3,5% του ΑΕΠ. Όμως, η εμπειρία έχει δείξει ότι αυτό δεν μπορεί να διατηρηθεί και δεν συμβαδίζει με τον φιλόδοξο μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό στόχο της Ελλάδας.
Η οικονομία της Ελλάδας χρειάζεται έναν εκτεταμένο εκσυγχρονισμό σε όλο της το φάσμα. Κυρίως, η Ελλάδα δεν διαθέτει το είδος του επιδόματος ανεργίας και άλλες καλά-στοχευμένες κοινωνικές παροχές που συνηθίζονται σε άλλες χώρες της Ευρώπης, και που είναι πολύ σημαντικές για την ευρεία κοινωνική υποστήριξη σε μια σύγχρονη οικονομία προσανατολισμένη προς τις αγορές. Ένα σχετικό παράδειγμα είναι η διστακτικότητα της κυβέρνησης να άρει τους περιορισμούς στις συλλογικές απολύσεις κάτι που είναι αναχρονιστική απαίτηση που απαιτεί προέγκριση και που δεν υπάρχει στις περισσότερες άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Η διστακτικότητα της δεν οφείλεται στο γεγονός ότι οι περιορισμοί στις απολύσεις είναι καλή ιδέα αυτή καθαυτή, αλλά επειδή η Ελλάδα δεν διαθέτει επαρκή επιδόματα ανεργίας. Αντί να παρέχει υποστήριξη σε απολυμένους η κυβέρνηση περιορίζει τη δυνατότητα των εταιρειών να τους απολύσει. Με απλά λόγια, η Ελλάδα δεν μπορεί να εκσυγχρονίσει την οικονομία της ενισχύοντας την χρηματοδότηση για υποδομές και για καλά-στοχευμένα κοινωνικά προγράμματα, ενώ παράλληλα απαλλάσσει πάνω από τα μισά νοικοκυριά από τη φορολογία εισοδήματος, καταβάλλοντας δημόσιες συντάξεις στα επίπεδα των πλέον πλούσιων Ευρωπαϊκών χωρών.
Ένας δρόμος προς τα εμπρός όπου οι αριθμοί βγαίνουν
Ποιες είναι οι παράμετροι για μια ελάφρυνση του χρέους; Το χρέος της Ελλάδας είναι κατά πολύ μη βιώσιμο, και όσες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να γίνουν, το χρέος δεν θα ξαναγίνει βιώσιμο χωρίς σημαντική ελάφρυνση του. Παρομοίως, καμία ελάφρυνση του χρέους δεν θα επιτρέψει την Ελλάδα να επιστρέψει σε δυνατή ανάκαμψη χωρίς μεταρρυθμίσεις. Όμως, εφόσον όσο πιο ψηλό [θα είναι] το πρωτογενές πλεόνασμα που διατηρεί η Ελλάδα, τόσο πιο χαμηλό [θα είναι] το ποσό της ελάφρυνσης του χρέους για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητά του, το ερώτημα είναι πώς να κατανεμηθεί το βάρος μεταξύ της Ελλάδας και των εταίρων της. Εμείς προτείναμε ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος, που χρησιμοποιείται για τη προσαρμογή της ελάφρυνσης του χρέους, να τεθεί στο 1,5 τοις εκατό του ΑΕΠ. Όμως, αναγνωρίζουμε ότι η διστακτικότητα των κρατών-μελών να το αποδεχτούν (καθώς και την πρόσθετη ανάγκη που προκύπτει για την ελάφρυνση του χρέους) προκύπτει από το ότι ορισμένα από αυτά τα κράτη θα πρέπει τα ίδια να έχουν πρωτογενή πλεονάσματα υψηλότερα από αυτά που προτείνονται για την Ελλάδα, ενώ άλλα χορηγούν παροχές και φορολογικές απαλλαγές που είναι λιγότερο γενναιόδωρες από αυτές της Ελλάδας. Η Ευρωζώνη δεν είναι μια πλήρης πολιτική ένωση, και αντιλαμβανόμαστε ότι μια λύση θα πρέπει να είναι πολιτικά αποδεκτή από τα 19 κυρίαρχα κράτη-μέλη. Για το λόγο αυτό, ένας συμβιβασμός μεταξύ των Ελλήνων και των Ευρωπαίων εταίρων τους μπορεί να εμπεριέχει ένα υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα για κάποιο διάστημα, αν και αυτό δεν θα ήταν η πρώτη μας επιλογή.
Όμως, ενώ βραχυπρόθεσμα μπορούμε να είμαστε ευέλικτοι για τον τρόπο κατανομής του βάρους μεταξύ των Ελλήνων και των Ευρωπαίων εταίρων τους, η λύση πρέπει να επιτυγχάνεται με αξιόπιστο τρόπο. Έχοντας αναφέρει πιο πάνω ότι ακόμη και ένα πλεόνασμα της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ δεν συμβαδίζει με ισχυρή ανάπτυξη χωρίς να γίνουν μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό και στο συνταξιοδοτικό, ώστε να γίνει ο προϋπολογισμός πιο φιλικός προς την ανάπτυξη και πιο δίκαιος, θα πρέπει να είναι εμφανές ότι ωθώντας τον προϋπολογισμό προς ένα πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ θα έχει ακόμη μεγαλύτερη αρνητική επίπτωση στην ανάπτυξη. Βραχυπρόθεσμα, θα μειώσει τη ζήτηση – και για το λόγο αυτό δεν θα προτείναμε σε καμία περίπτωση να αυξηθεί το πλεόνασμα πάνω από το 1,5% του ΑΕΠ μέχρι να εδραιωθεί καλύτερα η ανάπτυξη. Μεσοπρόθεσμα, θα επιβαρύνει την ανάπτυξη καθυστερώντας την έναρξη της απαραίτητης υλοποίησης ενός προϋπολογισμού που [θα] είναι πιο φιλικός προς την ανάπτυξη. Για το λόγο αυτό, μια ανοιχτή μακροπρόθεσμη δέσμευση για πολύ ψηλά πλεονάσματα απλά δεν είναι αξιόπιστη. Επιπλέον, για λόγους αξιοπιστίας, είναι επίσης απαραίτητο να νομοθετηθούν εκ των προτέρων τα μέτρα που απαιτούνται για να ωθήσουν το πλεόνασμα πάνω από το 1,5% του ΑΕΠ ώστε να μην υπάρξει καμία αμφιβολία για την πολιτική αποφασιστικότητα της Ελλάδας να ξεπεράσει την αντίσταση των κατεστημένων συμφερόντων που έχουν εμποδίσει την εφαρμογή του προγράμματος στο παρελθόν.
Εν κατακλείδι, δεν είναι το ΔΝΤ αυτό που απαιτεί περισσότερη λιτότητα, είτε τώρα, είτε ως μέσο για να μειωθεί η ανάγκη για την ελάφρυνση του χρέους σε μεσοπρόθεσμη βάση. Για να είμαστε πιο ευθείς, αν η Ελλάδα συμφωνεί με τους Ευρωπαίους εταίρους της για φιλόδοξους δημοσιονομικούς στόχους, μην κατακρίνετε το ΔΝΤ ότι είναι αυτό που επιμένει στη λιτότητα όταν ζητάμε να δούμε τα μέτρα που απαιτούνται για να κάνουν του στόχους αυτούς αξιόπιστους».
Ο Μορίς Όμπστφελντ είναι ο Οικονομικός Σύμβουλος και Διευθυντής Έρευνας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τελώντας σε άδεια από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Μπέρκλεϋ. Στο Μπέρκλεϋ είναι Καθηγητής Οικονομικών και πρώην Πρόεδρος του Οικονομικού Τμήματος (1998-2001). Ξεκίνησε στο Μπέρκλεϋ το 1991 σαν καθηγητής, μετά τον διορισμό του στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια (1979-1986) και στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια (1986-1989), και σαν επισκέπτης καθηγητής στο Χάρβαρντ (1989-1990). Απέκτησε το Διδακτορικό του στα Οικονομικά το 1979 στο ΜΙΤ αφού φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια (πτυχίο το 1979) και στο King’s College του Πανεπιστημίου Κέμπριτζ (μεταπτυχιακό 1974).
Από τον Ιούλιο του 2014 μέχρι τον Αύγουστο του 2015, ο Δρ. Όμπστφελντ υπηρέτησε σαν μέλος στο Συμβούλιο Οικονομικών Συμβούλων του Προέδρου Ομπάμα. Προηγουμένως (2002-2014) υπήρξε επίτιμος σύμβουλος στο Ινστιτούτο Νομισματικών και Οικονομικών Σπουδών της Τράπεζας της Ιαπωνίας. Είναι μέλος της Οικονομετρικής Εταιρείας και της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών. Οι τιμητικές διακρίσεις του Δρ. Όμπστφελντ περιλαμβάνουν το Βραβείο Tjalling Koopmans Asset από το Πανεπιστήμιο Tilburg, το Βραβείο John von Neumann του Κολλεγίου Προηγμένων Επιστημών Rajk Laszlo (Βουδαπέστη), και το Βραβείο Bernhard Harms του Ινστιτούτου του Κιέλου. Έχει κάνει διακεκριμένες διαλέξεις, όπως την ετήσια διάλεξη Richard T. Ely στην Αμερικανική Οικονομική Εταιρεία, τη διάλεξη L. K. Jha Memorial Lecture της Τράπεζας Αποθεμάτων της Ινδίας, και τη διάλεξη Frank Graham Memorial Lecture στο Πρίνστον. Ο Δρ. Όμπστφελντ υπηρέτησε στην Εκτελεστική Επιτροπή και σαν Αντιπρόεδρος της Αμερικανικής Οικονομικής Εταιρείας. Υπήρξε σύμβουλος και έχει διδάξει στο ΔΝΤ, καθώς και σε πολλές κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο.
Έχει συγγράψει επίσης δύο κορυφαία συγγράμματα με θέμα τα διεθνή οικονομικά, «Διεθνή Οικονομικά» (10η έκδοση, 2014, μαζί με τον Πωλ Κρούγκμαν και τον Μάρκ Μέλιτζ), και «Θεμέλια Διεθνών Μακροοικονομικών» (1996, μαζί με τον Κέννεθ Ρογκόφ), καθώς και πάνω από 100 ερευνητικά άρθρα με θέμα τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, τις διεθνείς οικονομικές κρίσεις, τις παγκόσμιες κεφαλαιακές αγορές, και τη νομισματική πολιτική.
Ο Πολ Τόμσεν είναι Διευθυντής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤ. Είναι επικεφαλής των προγραμμάτων του ΔΝΤ για την Ελλάδα και την Πορτογαλία και επιβλέπει επίσης τις εργασίες ομάδων άλλων κρατών, περιλαμβανομένης της Ισλανδίας, της Ρουμανίας και της Ουκρανίας.
Στη δεκαετία το 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο κύριος Τόμσεν απέκτησε ευρείες γνώσεις για τα οικονομικά και τα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης μέσα από πολλαπλές αποστολές στην περιοχή, σε θέσεις όπως Ανώτερος Μόνιμος Εκπρόσωπος και Επικεφαλής του Γραφείου του Ταμείου στη Μόσχα.