Η ραγδαία αύξηση των τιμών η οποία καταγράφεται στο επίπεδο της παγκόσμιας οικονομίας, έχει φυσικά επηρεάσει και την ελληνική οικονομία, με αποτέλεσμα ο πληθωρισμός να αποτελεί το κέντρο της προσοχής όχι μόνο των υπεύθυνων για την άσκηση της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής αλλά και ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας.
Στην παρούσα ανάλυση προσπαθούμε και εμείς να συμβάλουμε στην τρέχουσα προβληματική αναφορικά με την πορεία και δυναμική του πληθωρισμού. Κυρίως όμως προσπαθούμε να εκτιμήσουμε τις επιπτώσεις των πληθωριστικών πιέσεων στο διαθέσιμο εισόδημα και την καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών καθώς και στην κερδοφορία των ελληνικών επιχειρήσεων.
Χρησιμοποιώντας τα στοιχεία των Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ 2020), παραθέτουμε την κατανομή των περίπου 4 εκατ. ελληνικών νοικοκυριών ανάλογα με την οικογενειακή εισοδηματική τους κατάσταση και τα αντίστοιχα ποσοστά δαπάνης τους σε ενέργεια, διατροφή και λοιπά αγαθά και υπηρεσίες ανά εισοδηματικό κλιμάκιο.
Από την ανάλυση αυτή βλέπουμε ότι νοικοκυριά με μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα €751-€1100 δαπανούν το 27,1% και 13,6% του εισοδήματός τους για διατροφή και ενέργεια αντίστοιχα. Στον αντίποδα νοικοκυριά με εισοδήματα άνω των €3500 δαπανούν μόνο το 18,7% και 10,5% του εισοδήματος τους στις ίδιες κατηγορίες αγαθών. Ως εκ τούτου το ποσοστό δαπάνης των «φτωχών» νοικοκυριών για όλα τα υπόλοιπα αγαθά και υπηρεσίες ανέρχεται στο 59%-63% ενώ των εύπορων στο 70,8%.
Αυτές ακριβώς οι αποκλίσεις καταναλωτικών προτύπων είναι η αιτία των διαφορετικών επιπέδων πληθωρισμού που βιώνουν νοικοκυριά με διαφορετικά εισοδήματα – ιδιαίτερα σε μια περίοδο που ο πληθωρισμός οφείλεται εν πολλοίς στην ενέργεια και στις τιμές αγροτικών προϊόντων.
Χρησιμοποιώντας λοιπόν την ανάλυση δαπανών και εισοδημάτων από την ΕΟΠ, 2020 σε συνδυασμό με τις τιμές αγαθών και υπηρεσιών από το μηνιαίο Δελτίο Τιμών της ΕΛΣΤΑΤ, εκτιμούμε αρχικά τρεις (3) υποδείκτες πληθωρισμού (i) ενέργειας, (ii) διατροφής και (iii) λοιπών αγαθών και υπηρεσιών ανά εισοδηματικό κλιμάκιο.
Από τους δείκτες αυτούς προκύπτει ότι εξαιτίας της διαφορετικής βαρύτητας των τριών (3) αυτών κατηγοριών στις δαπάνες κάθε νοικοκυριού προκύπτει διαφορετικός πληθωρισμός, με ακριβώς τις ίδιες τιμές των αγαθών και υπηρεσιών. Έτσι στα πολύ φτωχά εισοδήματα τα αγαθά και οι υπηρεσίες ενέργειας πληθωρίζονται κατά 55,5% σε ετήσια βάση ενώ στα πολύ εύπορα κατά 48,2% . Αντίθετα, τα λοιπά αγαθά και υπηρεσίες στα φτωχά νοικοκυριά αυξάνονται κατά 1,4% και στα εύπορα κατά 2,1%. Ο πληθωρισμός για τα νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα έως €750 είχε ήδη φτάσει τα επίπεδα του 10,6%, στα νοικοκυριά με εισόδημα €751 -€1100 στο 11,1% ενώ σε πιο εύπορα νοικοκυριά με εισοδήματα €2800 – €3500 περιορίζεται στο 9,5% και σε νοικοκυριά με εισόδημα άνω των €3500 στο 8,5%.
Συνεπώς, στην τρέχουσα συγκυρία νοικοκυριά με χαμηλότερα εισοδήματα βιώνουν υψηλότερα επίπεδα πληθωρισμού, τα οποία φθίνουν όσο ανερχόμαστε στην εισοδηματική κλίμακα.
Τέλος, επιχειρούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα: υπό την προϋπόθεση ότι τα νοικοκυριά επιθυμούν να καταναλώνουν τα ίδια επίπεδα υπηρεσιών ενέργειας και ειδών διατροφής τότε πόσο μειώνεται το ποσοστό εισοδήματός τους που είναι διαθέσιμο για την αγορά όλων των υπολοίπων αγαθών και υπηρεσιών. Τα συμπεράσματα της μεθοδολογίας αυτής αποτελούν φυσικά αντικατοπτρισμό των παραπάνω ευρημάτων μας αναφορικά με τους υψηλότερους ρυθμούς πληθωρισμού των “φτωχών” έναντι των ευπορών νοικοκυριών.
Με απλά λόγια η αύξηση των τιμών ενέργειας και τροφίμων περιορίζει κατά 8,2% το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών σε όλες τις λοιπές καταναλωτικές τους ανάγκες στο κάτω άκρο της κατανομής των εισοδημάτων αλλά μόνο 5,7% στο άνω άκρο των πιο ευπορών νοικοκυριών.
Τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, είναι να καταλάβουμε ποιοι είναι οι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας των οποίων τα περιθώρια κέρδους θα επηρεαστούν περισσότερο από τις τρέχουσες πληθωριστικές πιέσεις και κατά πόσο.
Δεδομένου ότι – όπως έχουμε αναλύσει ήδη – ο τρέχων πληθωρισμός είναι εξωγενής, αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι όλοι οι κλάδοι και οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα θα επηρεαστούν αρνητικά. Ωστόσο, η ιστορική εμπειρία μάς οδηγεί σε διαφορετικά συμπεράσματα. Η τελευταία περίοδος στην προ-κρίσης Ελλάδα, δηλαδή προ του 2010, κατά την οποία καταγράφηκε απότομα αύξηση των διεθνών τιμών ενέργειας ήταν το 2008, όταν η τιμή του πετρελαίου κορυφώθηκε στα μέσα του έτους στα 147 δολάρια το βαρέλι από 51 δολάρια στις αρχές του 2007.
Προκειμένου λοιπόν να προσεγγίσουμε την επίδραση αυτής της εξωγενούς αύξησης των τιμών ενέργειας στην κερδοφορία των ελληνικών επιχειρήσεων συγκρίνουμε το λειτουργικό περιθώριο κέρδους των βασικών κλάδων της ελληνικής οικονομίας το 2008 σε σχέση με το μέσο όρο του λειτουργικού κέρδους των ίδιων κλάδων την προηγούμενη τριετία 2005-2007. Χρησιμοποιούμε το μέσο όρο τριετίας προκειμένου να αποφύγουμε την επίδραση τυχαίων παραγόντων που μπορεί να επηρεάσουν την κερδοφορία του εκάστοτε κλάδου μια συγκεκριμένη χρονιά.
Τα αποτελέσματα καταδεικνύουν ότι, ενώ συνολικά η κερδοφορία παρουσίασε οριακή πτώση κατά 0,7%, υπήρξε ένας σημαντικός αριθμός κλάδων και μάλιστα πολύ ενεργοβόρων, όπως η διύλιση πετρελαίου και οι αερομεταφορές, οι οποίοι ευνοήθηκαν από την αύξηση των τιμών ενέργειας. Οι κλάδοι αυτοί κατά γενική ομολογία ήταν σε θέση να υπερασπιστούν τα περιθώρια κέρδους τους «μετακυλίοντας» τις αυξήσεις στο αγοραστικό κοινό τους. Ταυτόχρονα, υπήρξαν κλάδοι, όπως το real estate, οι διοικητικές και υποστηρικτικές υπηρεσίες και η εστίαση, οι οποίοι ευνοήθηκαν από το γενικότερο πληθωριστικό περιβάλλον που δημιουργήθηκε στην ευρύτερη οικονομία. Στον αντίποδα υπήρξαν φυσικά και κλάδοι, όπως, η παραγωγή ηλεκτρισμού, οι κατασκευές, οι μεταφορές εκτός των αερομεταφορών, η μεταλλουργία και η φαρμακοβιομηχανία, οι οποίοι αδυνατούσαν να μετακυλήσουν τις αυξήσεις των τιμών στους πελάτες τους και στους τελικούς καταναλωτές, με αποτέλεσμα να καταγράψουν μείωση της κερδοφορίας τους έως και διψήφιο ποσοστό.
Τέλος, ο κλάδος της ενέργειας χρήζει ειδικής μνείας. Οι συνθήκες που επικρατούν τόσο θεσμικά όσο και επιχειρηματικά, έχουν διαφοροποιηθεί σημαντικά σε σχέση με την περίοδο 2005-2008. Το φυσικό αέριο έχει πλέον υψηλότερη διείσδυση στο ενεργειακό μίγμα έναντι του λιγνίτη, ως καύσιμο «γέφυρα» για την πράσινη ενεργειακή μετάβαση και ο βαθμός ενεργειακής εξάρτησης της χώρας από το εξωτερικό έχει αυξηθεί. Όλα τα παραπάνω εντείνουν την αβεβαιότητα για την κατεύθυνση της πληθωριστικής επίπτωσης στο περιθώριο κέρδους του κλάδου, το οποίο ενδεχομένως να μην επηρεαστεί στον ίδιο βαθμό όπως στο παρελθόν.