«Οι Ευρωπαίοι ηγέτες απέφυγαν μια ενδεχόμενη καταστροφή παρατείνοντας για τέσσερις μήνες το πρόγραμμα διάσωσης της ελληνικής οικονομίας. Δεν έλυσαν, ωστόσο, κανένα από τα μεγάλα προβλήματα που ισοπέδωσαν την οικονομία της Ελλάδας και άλλων χωρών της ευρωζώνης» υποστηρίζει η Νιου Γιορκ Τάιμς σε σημερινό κύριο άρθρο της, υπογραμμίζοντας ότι «η εναλλακτική λύση θα ήταν να χρεοκοπήσει η χώρα και να φύγει από το ευρώ. Η Ελλάδα θα υπέφερε σίγουρα, αλλά δεν θα ήταν η μόνη».
Όπως επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, «η παράταση θα διασφαλίσει τη χρηματοδότηση μέσω του προγράμματος δανεισμού ύψους 240 δισ. ευρώ, που παρείχε την απαιτούμενη ρευστότητα στην ελληνική κυβέρνηση, καθώς δεν διαθέτει τη δυνατότητα να δανείζεται χρήματα από τις ιδιωτικές αγορές. Ως προϋπόθεση για τα δάνεια, οι πιστωτές της Ελλάδας -ΕΕ, ΕΚΤ και ΔΝΤ- επέβαλαν την αύξηση των φόρων και τις περικοπές δαπανών, οδηγώντας σε ύφεση την οικονομία».
Στο κύριο άρθρο της αμερικανικής εφημερίδας εκτιμάται ότι «τα καλά νέα είναι ότι υπάρχει τώρα περισσότερος χρόνος για την επεξεργασία μιας συμφωνίας που θα τονώνει την οικονομία της Ελλάδας και θα μειώνει τον περιττό πόνο του λαού της. Μια τέτοια συμφωνία θα απαιτούσε υποχωρήσεις και από τα δύο μέρη, κάτι που δεν είναι εγγυημένο. Οι πιστωτές θα πρέπει να είναι έτοιμοι να χαλαρώσουν τους όρους δανεισμού και οι ηγέτες της Ελλάδας πρέπει να κάνουν περισσότερα για να αναμορφώσουν την οικονομία, όπως έχουν υποσχεθεί».
Στη συνέχεια, αναφέρεται:
«Η νέα ελληνική κυβέρνηση, υπό το αριστερό κόμμα ΣΥΡΙΖΑ, δεσμεύτηκε για μια σειρά πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Η λίστα δεν περιλαμβάνει λεπτομέρειες, κάτι που είναι κατανοητό, καθώς το έγγραφο συντάχθηκε εντός τριών ημερών. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, περιέχει πολλά από αυτά που ζητούσαν οι πιστωτές, συμπεριλαμβανομένης της καταστολής της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς, της βελτίωσης στη είσπραξη του ΦΠΑ και των αλλαγών στα ρυθμιστικά πλαίσια που περιορίζουν τον ανταγωνισμό σε πολλούς τομείς της οικονομίας.
Υπάρχουν λόγοι να ελπίζουμε ότι η κυβέρνηση θα είναι καλύτερη στην υλοποίησή τους από τις υποσχέσεις των προηγούμενων κυβερνήσεων. Καθώς αποτελούν αουτσάιντερ του πολιτικού συστήματος, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και η ομάδα του μπορούν πιο εύκολα να αντιμετωπίσουν τους ολιγάρχες της χώρας που χρησιμοποιούν εδώ και χρόνια την επιρροή τους στα συστηματικά κόμματα για να αποφύγουν τη φορολόγηση και τον ανταγωνισμό».
Στο ίδιο άρθρο διατυπώνεται, επίσης, η άποψη ότι «ο κ. Τσίπρας, ωστόσο, μείωσε τη λαϊκίστικη του ρητορική και εμφανίζεται πιο ρεαλιστής από την ημέρα ανάληψης των καθηκόντων του, σε αντίθεση με την πρόσφατη προεκλογική περίοδο. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στην εξουσία για διάστημα λιγότερο των δύο μηνών και έχει πολλά ακόμη να μάθει. Οι πιστωτές της Ελλάδας οφείλουν και αυτοί να πράξουν το καθήκον τους. Μπορούν να αρχίσουν δίνοντας μεγαλύτερο περιθώριο στον κ. Τσίπρα σχετικά με το πώς και πότε θα αποπληρώσει η χώρα τα χρέη της και θα ανταποκριθεί στους στόχους για τα δημοσιονομικά πλεονάσματα της κυβέρνησης. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να διαγραφούν ολοκληρωτικά τα χρέη, αλλά ότι θα επιτραπεί στην κυβέρνηση να αναμορφώσει την οικονομία με έναν ανθρώπινο τρόπο, παρέχοντάς της την ευελιξία να προβεί σε μετριοπαθείς, αλλά σημαντικές επικουρικές δράσεις, όπως τα κουπόνια τροφίμων που απαιτούνται για τον περιορισμό της πείνας. Πάνω από το ένα τέταρτο του εργατικού δυναμικού της Ελλάδας βρίσκεται στην ανεργία, ενώ οι λιανικές τιμές έπεσαν τον προηγούμενο μήνα σε ετήσιο ποσοστό 2,8%».
Καταλήγοντας, η σύνταξη της Νιου Γιορκ Τάιμς υποστηρίζει ότι «είναι προς το συμφέρον της υπόλοιπης ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένων των ισχυρών οικονομιών, όπως της Γερμανίας, να επιτύχουν ένα νέο είδος συμφωνίας για την Ελλάδα. Η εναλλακτική λύση θα ήταν να χρεοκοπήσει η χώρα και να φύγει από το ευρώ. Η Ελλάδα θα υπέφερε σίγουρα, αλλά δεν θα ήταν η μόνη. Οι πιστωτές θα κατέγραφαν τεράστιες οικονομικές απώλειες, ενώ οι επενδυτές και οι επιχειρηματίες θα έχαναν την εμπιστοσύνη στο ευρώ, καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολη την ανάκαμψη για άλλες χώρες, όπως την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιταλία, που έχουν τα δικά τους οικονομικά προβλήματα».